yürek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /jʏˈɾɛc/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yürek (tr)

  1. καρδιά (ειδικά τたうωおめがνにゅー βοοειδών σερβίρεται ή παρασκευάζεται ως φαγητό)
     συνώνυμα: kalp
  2. (μεταφορικά) πνευματική πλευρά ενός ατόμου
     συνώνυμα: gönül
  3. (μεταφορικά) θάρρος, ανδρεία
  4. (μεταφορικά) οίκτος, έλεος, ευσπλαχνία
  5. (μεταφορικά) συναίσθημα
     συνώνυμα: gönül, kalp

Παράγωγα

[επεξεργασία]