yet
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]yet < αγγλοσαξονικά ġīet
Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]yet (en) (χωρίς παραθετικά)
- ακόμα, ακόμη
κ α ι /κ ι ν α , χρησιμοποιείταισ ε αρνητικές προτάσειςκ α ι ερωτήσειςγ ι α ν α μιλήσωγ ι α κάτιπ ο υ δ ε ν έχει συμβεί αλλά περιμένων α συμβεί- ↪ He is not fit to travel yet.
Δ ε ν είναι ικανόςν α ταξιδέψει ακόμα.
- ↪ I’ve been working since the morning and have yet to finish.
- Από
τ ο πρωί δουλεύωκ ι ακόμην α τελειώσω.
- Από
- ↪ It got dark and we had yet to arrive.
- Βράδιασε
κ ι ακόμην α φτάσουμε.
- Βράδιασε
- ↪ He is not fit to travel yet.
- μέχρι στιγμής, ακόμη
- συνεχώς μέχρι κάποιο χρονικό σημείο, ακόμη
σ ε κάποιο χρονικό σημείοτ ο υ μέλλοντος, τελικά- επιπλέον, ακόμη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]yet (en)
κ ι όμως, ωστόσο,π α ρ 'όλα αυτά- ↪ I am not lazy, yet I’ve been jobless for months.
Δ ε ν είμαι τεμπέληςκ ι όμως είμαι άεργος επί μήνες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε
τ η λέξη nevertheless
- ↪ I am not lazy, yet I’ve been jobless for months.