zumachen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

zumachen (de)

  • κλείνω
    mach die Tür zu - κλείσε τたうηいーたνにゅー πόρτα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]