From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation
Jump to search
ο おみくろん ἷ • (hoî )
to where , whither
how , in what state
type
interrogative
indefinite
(medial) demonstrative
proximal demonstrative
distal demonstrative
relative
indefinite relative
identity
other
basic
τίς
τις , ἔν にゅー ι いおた ο おみくろん ι いおた
†ὁ , ο おみくろん ὗτος
ὅδ でるた ε いぷしろん
ἐκ かっぱ ε いぷしろん ῖνος
ὅς
ὅστις
ὁ α あるふぁ ὐτός (α あるふぁ ὑτός ), ὁμός
ἕτερος , ἄλλος
dual
πότερος
πότερος , ποτερός
ὁπότερος
quality
π ぱい ο おみくろん ῖος
ποιός
†τ たう ο おみくろん ῖος , τ たう ο おみくろん ι いおた ο おみくろん ῦτος
τοιόσδε
ο おみくろん ἷος
ὁπ ぱい ο おみくろん ῖος
ὅμοιος
ἑτεροῖος , ἀλλοῖος
quantity
πόσος
ποσός
†τόσος , τ たう ο おみくろん σ しぐま ο おみくろん ῦτος
τοσόσδε
ὅσος
ὁπόσος
manner
π ぱい ῶς
πως
†τώς , †ὥς , ο おみくろん ὕτως
ὧδ でるた ε いぷしろん
ὡς
ὅπως
ὁμ みゅー ῶς
ἑτέρως , ἄλλως
method, path, place
π ぱい ῇ
π ぱい ῃ
τ たう ῇ , ταύτῃ
τ たう ῇδ でるた ε いぷしろん
ἐκείνῃ
ᾗ
ὅπ ぱい ῃ
ἄλ らむだ λ らむだ ῃ
place
π ぱい ο おみくろん ῦ , †πόθι
π ぱい ο おみくろん υ うぷしろん , †π ぱい ο おみくろん θ しーた ι いおた
ἐν にゅー τ たう α あるふぁ ῦθ しーた α あるふぁ
ἐνθάδε
ἐκ かっぱ ε いぷしろん ῖ , ἔν にゅー θ しーた α あるふぁ , †ἐκ かっぱ ε いぷしろん ῖθ しーた ι いおた
ο おみくろん ὗ , ἔν にゅー θ しーた α あるふぁ , †ὅθ しーた ι いおた
ὅπ ぱい ο おみくろん υ うぷしろん , †ὁπόθι
α あるふぁ ὐτόθι , ὁμ みゅー ο おみくろん ῦ
ἄλλοθι
source
πόθεν
π ぱい ο おみくろん θ しーた ε いぷしろん ν にゅー
†τόθεν , ἔν にゅー θ しーた ε いぷしろん ν にゅー , ἐν にゅー τ たう ε いぷしろん ῦθ しーた ε いぷしろん ν にゅー
ἐνθένδε
ἐκ かっぱ ε いぷしろん ῖθ しーた ε いぷしろん ν にゅー
ὅθ しーた ε いぷしろん ν にゅー
ὁπόθεν
†ὁμόθεν
ἄλλοθεν
destination
π ぱい ο おみくろん ῖ , †πόσε
π ぱい ο おみくろん ι いおた
ἔν にゅー θ しーた α あるふぁ , ἐν にゅー τ たう α あるふぁ ῦθ しーた α あるふぁ
ἐνθάδε , δ でるた ε いぷしろん ῦρ ろー ο おみくろん
ἐκ かっぱ ε いぷしろん ῖσ しぐま ε いぷしろん
ο おみくろん ἷ
ὅπ ぱい ο おみくろん ι いおた , †ὁπόσε
α あるふぁ ὐτόσε , ὁμόσε
ἄλλοσε
time
πότε , π ぱい ῆμος
ποτέ , π ぱい ο おみくろん τ たう ε いぷしろん , τοτέ , ἐνίοτε
τότε , τ たう ῆμος
τημόσδε
ὅτ たう ε いぷしろん , ἦμος
ὁπότε , †ὁπ ぱい π ぱい ῆμος
ἅμ みゅー α あるふぁ
ἄλλοτε
exact time
πηνίκα
†τηνίκα , τηνικαῦτ たう α あるふぁ
τηνικάδε
ἡνίκα
ὁπηνίκα
α あるふぁ ὐτίκα
duration of time
τέως
ἕως
size, age
πηλίκος
πηλίκος
†τηλίκος , τηλικοῦτος
τηλικόσδε
ἡλίκος
ὁπηλίκος
ὁμ みゅー ῆλ らむだ ι いおた ξ くしー
repetition
ποσάκις , ποσίνδα
ποσάκις
τουτάκις , τοσάκις
†ὁσάκις ὁποσάκις
ὁποσάκις
multiplication
ποσαπλάσιος
ὁσαπλάσιος , ὁσαπλασίων
order
πόστος
ποστός
ὁπόστος
† Forms rarely or never used in Classical Attic prose Relative also used in exclamations; either relative or indefinite relative used in indirect questions.