Ο πόλεμος της Τροίας
υπό την καυστική ματιά
του Jean Giraudoux
Jean Giraudoux
Γεννιέται το 1882 στο Μπελάκ. Από μαθητής διακρίνεται για τις επιδόσεις του στα
γράμματα. Γρήγορα τον συνεπήραν οι Έλληνες τραγικοί και ο Όμηρος, ο
Ρακίνας, ο Μολιέρος και ο Λα Φονταίν. Ίχνη από την κλασική παιδεία τον
ακολουθούν σε όλη του την πορεία. Συνεχίζει τις ανώτερες σπουδές του,
γίνεται δεκτός στην Ecole Normale Superieure και στρέφεται στις γερμανικές
σπουδές. Δουλεύει ως χρονογράφος στην εφημερίδα Le Matin. Το 1910 μπαίνει
στο διπλωματικό σώμα του Υπουργείου Εξωτερικών. Το 1914 καλείται στα όπλα.
Επιστρατεύεται λοχίας και πολεμά με συνείδηση. Για τη συμμετοχή του και τη
δράση του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τού απονέμεται το παράσημο της
Λεγεώνας της τιμής. Το 1939 ονομάζεται επίτροπος στο υπουργείο
πληροφοριών, αλλά μετά την ήττα της Γαλλίας εγκαταλείπει τη θέση του και
αποχωρεί από τη δημόσια ζωή, για να αφιερωθεί σχεδόν αποκλειστικά στη
λογοτεχνία. Πεθαίνει μόλις λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση.
Η συνάντησή του με τον Louis Jouvet ήταν καθοριστική, για να στραφεί στο
θέατρο. Μεταξύ 1930-40 τα κείμενα του Ζιρωντού και οι θεατρικές παραγωγές του
με τον Ζουβέ γοήτευαν το Παρίσι. Δημιούργησαν ασυνήθιστα κλειστή σχέση
σκηνικής φαντασίας και δεξιοτεχνίας του λόγου. Στο πρόσωπο του Ζουβέ, ο νέος
συγγραφέας βρήκε τον ιδανικό ηθοποιό και σκηνοθέτη, ενώ ο σκηνοθέτης έναν
συγγραφέα που είχε ανακαλύψει τη μαγεία του δραματικού λόγου. Η σφριγηλή
πρόζα του μυθιστοριογράφου υποτάχθηκε στον διάλογο γεμίζοντάς τον με ήχους
που δεν είχαν ξανακουστεί ως τότε. Ωστόσο, το εκλεπτυσμένο και καλοδουλεμένο
ύφος δεν είναι ποτέ αυτοσκοπός, αλλά προσπάθεια έκφρασης ενός κόσμου ιδεών,
που παρουσιάζει καθαρή σύλληψη και διάρθρωση, του οποίου ο δυναμισμός και η
αξία επιβεβαιώνεται από την παρουσία των έργων του στα καλύτερα θέατρα του
κόσμου. Ο Ζιρωντού, σε κάθε θεατρική παραγωγή, υποστηρίζει τα πρωτεία του
κειμένου, άποψη που ακολουθήθηκε πιστά από τον Ζουβέ. Η σημαντικότητα και η
καθαρότητα των κειμένων του ήταν τέτοια που ο σκηνοθέτης είπε πως έπρεπε να
διδάξει τους ηθοποιούς πώς να μιλήσουν το κείμενο και όχι πώς να το παίξουν. Και
οι δύο άντρες υπερασπίστηκαν το λογοτεχνικό θέατρο σε βάρος πιο θεαματικών
ειδών παραγωγής, στις οποίες το κείμενο θυσιαζόταν στη σκηνοθεσία.
Ο Ζιρωντού και ο τραγικός μύθος
Ο Ζιρωντού ακολουθεί τη συνήθη στάση των δραματουργών της εποχής έναντι
των τραγικών μύθων, την αντιηρωική και αντιμυστικιστική ερμηνεία τους, στο
Ο πόλεμος της Τροίας δεν θα γίνει (La guerre de Troie n'aura pas lieu, 1935), όπου το
τρομερό μυστήριο του πολέμου ερμηνεύεται ως κάποιο περιοδικά
εμφανιζόμενο ιστορικό πεπρωμένο, στο οποίο η ανθρώπινη βούληση είναι
ανίκανη να αντισταθεί. Πρόκειται για έργο που παίρνει τον μύθο μόνον ως
πρόσχημα, για να δείξει την επικίνδυνη άνοδο της βίας και της αγωνίας στην
Ευρώπη, που θα καταλήξουν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ηλέκτρα
(Électre, 1937) του, από την άλλη πλευρά, η πρωταγωνίστρια εξαπολύει την
επανάσταση, αναζητώντας με φανατισμό την απόλυτη δικαιοσύνη, έστω και
αν αυτή προκαλεί πένθη και συμφορές. Η Électre χαρακτηρίστηκε «το πιο
ελληνικό» από τα δράματα του Ζιρωντού και ανταποκρίνεται στον ορισμό του
για την τραγωδία, ως «το πεπρωμένο αντιπροσωπευμένο από κάποιο διαλεκτό
πρόσωπο». Εντούτοις, ο ίδιος αναγνωρίζει ότι δεν είχε πρόθεση να γράψει
τραγωδία: «Η κλασική τραγωδία απαιτεί ποιητική ορμή και επική πνοή, τις
οποίες εγώ δεν διαθέτω. Ωστόσο, εφάρμοσα τη συνταγή: τρεις ενότητες,
μονόλογος, πρόλογος, διήγηση, χορός».
Ο πόλεμος της Τροίας δεν θα γίνει
«Έγνοια οι θεοί λοιπόν δεν είχαν άλλη, παρά μονάχα πόνους να μου δίνουν κι
από τις πόλεις να μισούν την Τροία˙ του κάκου τούς προσφέραμε θυσίες. Αν όμως
ο θεός ανάστροφα έτσι δεν μας εβούλιαζε στης γης τα βάθη, ασήμαντοι θα μέναμε
για πάντα και οι γενιές που θα ’ρθουνε κατόπι, δεν θα μας τραγουδούν
τραγούδια κι ύμνους» (Τρωάδες, στ. 1240-1245). Δια στόματος γηραιάς Εκάβης, ο
Ευριπίδης προβλέπει τη μελλοντική αναβίωση της ιστορίας του τρωικού πολέμου.
Καταφεύγοντας στον μύθο, ο Jean Giraudoux επιδιώκει το 1935 να καταθέσει και
τη δική του αντίθεση στον πόλεμο. Στο La guerre de Troie n’aura pas lieu υιοθετεί
αρχικά την ευριπίδεια εκδοχή, για να την ανατρέψει πλήρως. Η εκδικητική
διάθεση του Μενέλαου αρχίζει να χάνει έδαφος˙ ο Πάρις και η Ελένη δεν
αγαπιούνται. Ο πόλεμος στερείται έως και της ανόητης πρόφασης της αρπαγής
της ωραίας Ελένης.
Επί σκηνής
Το εν λόγω πρωτανέβηκε στις 22.11.1935 στο θέατρο Athénée, με την ακόλουθη
διανομή: Andromaque: Falconetti, Hélène: M. Ozeray, Hécube: P. Andral,
Cassandre: M.-H. Dasté, Héctor: L. Jouvet, Ulysse: P. Renoir, Demokos: R.
Bouquet, Le Gabier: A. Adam. Η σκηνοθεσία ήταν του Louis Jouvet, το σκηνικό
του M. Andreu, τα κοστούμια του Alix και η μουσική του M. Jaubert. Στην
Ελλάδα έχει παρασταθεί από έναν γαλλικό θίασο, το 1947, στο Ηρώδειο, καθώς
και από τον ερασιτεχνικό θίασο «Δούρειος Ίππος» του Πύργου Ηλείας, το 2007,
στο θέατρο «Απόλλων» της πόλης τους.
En 1962 au Festival d'Avignon, puis en 1963 au Palais de Chaillot et à
nouveau en Avignon, Jean Vilar met en scène La Guerre de Troie n'aura
pas lieu de Jean Giraudoux.
Journaliste: A propos de La Guerre de Troie, vous avez écrit que c’était l’œuvre
capitale de ces cent dernières années. Est-ce que vous le pensez vraiment?
Jean Vilar: Je pense que c’est une des grandes œuvres, une des trois ou quatre
grandes œuvres, disons, de ce vingtième siècle du théâtre français. Je parlais du
théâtre français. Et après l’expérience de ces quelques représentations, elle le reste.
Certes, certaines choses sont parfois un peu difficiles à suivre, mais le but de
l’œuvre, le sens de l’œuvre, la qualité comme on dit de l’œuvre, en font une œuvre
qui est restée toute aussi fraîche et aussi vraie; malheureusement puisqu’il s’agit de
la guerre et de la paix; et ce qui m’incite à penser, et j’espère ne pas être le seul, à
répéter que c’est une des grandes œuvres. Donc, non seulement de ces cinquante
dernières années du théâtre français, mais aussi des grandes œuvres du théâtre
français.
Journaliste: Qu’est-ce qu’avait voulu dépeindre Giraudoux?
Jean Vilar: Plusieurs choses, mais je crois que, comme il arrive dans des
œuvres trop riches, très riches, plusieurs sujets s’imbriquent l’un dans
l’autre. Mais la grande leçon, c’est, me semble-t-il de rappeler aux hommes à
quel point les solutions humaines par la guerre sont bêtes et sont sottes; et
sont engagées très souvent par les plus sots qui appartiennent à deux pays
en guerre. Mais il y a un autre sujet qui est le côté pessimiste de Giraudoux,
et qui est exprimé par le personnage d’Ulysse notamment, c’est que peut être
les guerres ne dépendent pas entièrement de la volonté des hommes. Elles
ne dépendent pas en tout cas, dit Giraudoux, de la volonté des dieux. Et
d’ailleurs il y a un passage de l’œuvre, que l’on appelle traditionnellement
«le discours aux morts», qui éclaire bien l’état d’âme d’Hector, principal
personnage de la pièce.
Το 1985 παραστάθηκε ραδιοφωνικά, από το Τρίτο Πρόγραμμα, σε
σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, μετάφραση Μαρίας Λάζου και διασκευή
Μάριου Ποντίκα˙ ερμήνευσαν οι ηθοποιοί: Άννα Γεραλή, Εύα Κοταμανίδου,
Νίκος Γαλανός, Σοφοκλής Πέππας, Νότης Περγιάλης, Ελένη Χατζηαργύρη,
Θόδωρος Συριώτης, Βέρα Κρούσκα, Γιάννης Στρατάκης, Νίκος Κανακάκης,
Δημήτρης Ουραηλίδης.
http://radio-theatre.blogspot.gr/2012/12/blog-
post_2418.html
Ανάλυση του έργου
Ήδη από τον τίτλο, μαρτυρείται η ανατρεπτική διάθεση του δραματουργού. Ο
τίτλος υπονομεύει την καταγεγραμμένη ιστορία, αναιρεί ένα συμβάν
τετελεσμένο εδώ και αιώνες. «Ο πόλεμος της Τροίας δεν θα γίνει», υποδηλώνει
ο Giraudoux, ενώ ξέρουμε ότι έχει ήδη συμβεί. Οι γνωστοί (αλλά και κάποιοι
επιπρόσθετοι) ήρωες του τρωικού πολέμου χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα: τους
ειρηνόφιλους και τους φιλοπόλεμους. Από τη μία πλευρά στέκει η
συμβιβαστικότητα˙ οι οπαδοί της προτάσσουν τα αγαθά της ειρήνης και της
αρμονίας. Από την άλλη πλευρά στέκει η υποκρισία και η επιθετικότητα, οι
οποίες υποστηρίζονται από εκείνους που θεωρούν αναπόφευκτο τον πόλεμο.
Ανάμεσα στις δύο «παρατάξεις» τοποθετείται η Ελένη: το πρόσχημα, η αφορμή,
το δέλεαρ, το κέρδος. Οι φιλειρηνιστές καλούνται να ξεπεράσουν ένα
ανυπέρβλητο εμπόδιο: το πεπρωμένο. Ο πόλεμος στηρίζεται σ’ έναν
παραλογισμό –το «ένοχο ζευγάρι» δεν αγαπιέται, η αρπαγή συνέβη «γιατί έτσι
έπρεπε»– ωστόσο πραγματοποιείται. Στο τέλος, η αρχική άρνηση του τίτλου
μεταβάλλεται σε κατάφαση. «Ο πόλεμος της Τροίας θα γίνει»˙ η ψευδαίσθηση
διαλύεται και επανεγκαθίσταται η πραγματικότητα.
Ο πόλεμος είναι θέμα που κρατά σημαντική θέση στα έργα του Ζιρωντού.
Εδώ γίνεται το μοναδικό θέμα του έργου, όπως ακριβώς για την εποχή
του ήταν το μοναδικό θέμα εναγωνίων συζητήσεων σε όλη την Ευρώπη.
Σε χώρα καταπονημένη από τα σημάδια του πολέμου, σε εποχή όπου όλη
η Ευρώπη αποτελεί εμπόλεμη ζώνη, όπου διαρκώς όλα είναι έτοιμα να
εκραγούν, ο συγγραφέας θίγει τη ματαιότητα του πολέμου, μεταφέροντας
το επίκεντρο στην Τροία. Τα πρόσωπα, γνωστά από την Ιλιάδα,
αντικατοπτρίζουν την ευρωπαϊκή κατάσταση. Οι ήρωες γνωρίζουν τον
πόλεμο και τη φρικτή του πραγματικότητα. Οι ήρωες που πολέμησαν, σαν
τον Ζιρωντού, δεν διστάζουν να αποποιηθούν την ηρωική τους ταυτότητα
και τους τιμητικούς τίτλους, για χάρη της ειρήνης. Πάντα όμως υπάρχουν
δύο στρατόπεδα: αυτοί που επιθυμούν την ειρήνη και αυτοί που εκ του
ασφαλούς και εις βάρος των ηρώων επιθυμούν τον πόλεμο. Στην ομάδα
της ειρήνης πρωτοστατούν ο Έκτορας, η Ανδρομάχη και η Εκάβη. Στην
ομάδα του πολέμου, ο Πρίαμος και ο ποιητής Δημόδοκος, ο εκπρόσωπος
του δικαίου Βούσιρις και οι ξεμωραμένοι γέροι της Τροίας.
Το έργο δομείται, κατ’ ουσίαν, στην αντιπαράθεση πολέμου-ειρήνης, ή μάλλον στην
αντιπαράθεση πολέμου-έρωτα. Τα πρόσωπα του Giraudoux είναι εκείνα του μύθου,
με τον προκαθορισμένο τους ρόλο, ωστόσο η παρέμβασή του τα καθιστά σύγχρονους
ήρωες. Η Ελένη διαφοροποιείται σημαντικά: εξακολουθεί να είναι το σύμβολο της
ομορφιάς, όμως είναι άβουλη και απαθής. Δεν νιώθει, δεν συμμετέχει. Υποδύεται τον
ρόλο της –αντικείμενο της ομορφιάς και του πόθου– μηχανικά, δεν την αγγίζει
τίποτα: «Ο ρόλος μου τελείωσε. Αφήνω το σύμπαν να σκέφτεται για μένα και το
κάνει πολύ καλύτερα από μένα». Σε κάθε περίπτωση, οι ήρωες του Giraudoux
ανήκουν στο «ξεχωριστό είδος». Τους έχει ανατεθεί η «ανώτερη αποστολή» να
συμφιλιώσουν τους ανθρώπους με το πεπρωμένο τους. Αποτελούν τη γέφυρα, τον
συνδετικό ιστό ανάμεσα σε ουρανό και γη. Σύμφωνα με τον γάλλο δραματουργό,
είναι ανέφικτη η διαρκής διατήρηση της ηρεμίας στην ανθρωπότητα. Το γεγονός ότι
πίσω από την ομαλή επιφάνεια υποβόσκουν αντικρουόμενες δυνάμεις οδηγεί
αναπόφευκτα στις αναταραχές από τις οποίες πρέπει να διέρχεται ο κόσμος,
προκειμένου να αποκατασταθεί εκ νέου η ομαλότητα.
Ο ποιητής Δημόδοκος καταπιάνεται με φτηνά προπαγανδιστικά στιχάκια,
πολεμικούς ύμνους. Η ηλιθιότητα και ο κυνισμός του τον
καθιστούν εχθρό του Έκτορα και της ειρήνης, εχθρό του ίδιου του
συγγραφέα. Με το που επιστρέφει ο ήρωας από τον τελευταίο πόλεμο,
υπόσχεται στην Ανδρομάχη να κάνει τα πάντα, για να διασφαλίσει την
ειρήνη. Οι πράξεις, όμως, του Πάρη και η συμπεριφορά των γερόντων
δυσκολεύουν το έργο του. Νέος πόλεμος απειλεί. Τραγική φιγούρα, που
προδιαγράφει την πορεία του έργου, είναι η Κασσάνδρα, το πρόσωπο που
πατά στο παρελθόν και προοιωνίζει το μέλλον. Είναι η φωνή της
πραγματικότητας, που δεν αφήνει χώρο στην ουτοπική σκέψη του
Έκτορα- και κατ’ επέκταση του συγγραφέα. Είναι η γνώση της
φρικαλεότητας του πολέμου και των σκοπιμοτήτων που κρύβονται πίσω
από αυτόν. Με χιούμορ και σαρκασμό, ο Ζιρωντού εναποθέτει τα αίτιά
του στους θεούς και στο πεπρωμένο, προπάντων, όμως, στη «συγκατάβαση
για τον πόλεμο, που δίνει μονάχα η ατμόσφαιρα, η ακουστική και η
διάθεση του κόσμου».
Ανάμεσα στις δύο θέσεις: ειρήνη-πόλεμος, με διαλόγους που
αγγίζουν το παράλογο, παραπαίει η Ελένη. Η πρόφαση και το
κέρδος. Η εύθραυστη «μάντισσα» Ελένη, που δεν διαλέγει και
αφήνεται στα χέρια των αρχηγών. Χωρίς αντίρρηση, αλλά με γνώση
του συμβόλου της ύπαρξής της και διαχωρίζοντας τον εαυτό της από
το πλήθος των ανθρώπων, κάνει ό,τι της ζητούν. Το ειρωνικό
στοιχείο του έργου είναι ότι ο πόλεμος δεν αποτελεί μονάχα
έγκλημα, αλλά και ατόπημα, παραλογισμό, καθώς ο Πάρης και η
Ελένη δεν αγαπιούνται. Μία πραγματική αγάπη θα μπορούσε να
δώσει «παραμυθιακή» δικαίωση στον πόλεμο. Όμως όχι. Η τραγική
έλλειψη της αγάπης τον απομυθοποιεί πλήρως.
Στις στιγμές της κρίσης, το πεπρωμένο υποδεικνύει τον ήρωα, ο οποίος θα
εκπροσωπήσει τη μοίρα όχι ιδία βουλήσει, αλλά απλώς επειδή «έτσι συμβαίνει».
Ο ήρωας –συνειδητά ή όχι, είτε στρατευτεί είτε μείνει αμέτοχος– θα γίνει το
όργανο της μοίρας. Η Ελένη μένει αδρανής, αφήνει το σύμπαν να σκέφτεται για
εκείνη, μολαταύτα γίνεται σύμμαχος του πεπρωμένου, το προσωποποιεί στη γη.
Κατά τον Charles Mauron, η Ελένη αντιπροσωπεύει το πεπρωμένο, έτσι όπως το
συλλαμβάνει ο σημερινός νους: υποκειμενικό και φυσικό, εκείνο μιας
ντετερμινιστικής επιστήμης που πιστεύει στους μηχανισμούς του ενστίκτου, στην
ιστορική αλληλουχία των γεγονότων και στον κανόνα των «μεγάλων αριθμών»
(Le théâtre de Giraudoux: Étude psychocritique, Librairie José Corti, Paris 1971, σ.
102).
Ο Έκτορας βιώνει αρχικά την αυταπάτη ότι μπορεί να νικήσει το πεπρωμένο.
Αποτελεί εκπρόσωπο της «ειρηνοποιού ομάδας». Μόλις έχει επιστρέψει από έναν
πόλεμο, τον βίωσε σε όλο του το καταστρεπτικό μεγαλείο– και επιθυμεί στο εξής
να ζει ήρεμος και ευτυχισμένος. Απομυθοποιεί πλήρως τον πόλεμο˙ ξεσκεπάζει το
άλλοθι του «συμβόλου της ομορφιάς»: «Αν θα ’πρεπε να εξαγοράσω τη λέξη
ηδονή με τίμημα τον πόλεμο, τότε θα έκανα και χωρίς αυτήν... Με τη βοήθεια
μιας παρεξήγησης, με το πρόσχημα πως πολεμάμε για την ομορφιά, θέλετε να
μας κάνετε να πολεμήσουμε για μια γυναίκα». Έρχεται «να κλείσει τις πύλες του
πολέμου». Επιχειρεί την άκαρπη μάχη ενάντια στον προδιαγεγραμμένο πόλεμο,
ωστόσο στο τέλος γίνεται το χέρι με το οποίο η μοίρα θα επιβάλει τη θέλησή της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κασσάνδρα τον ταυτίζει με το πεπρωμένο: «Ο
Έκτορας ξαναγυρνάει δοξασμένος κοντά στη λατρευτή του γυναικούλα... Το
πεπρωμένο ανοίγει το μάτι του... Το πεπρωμένο τανύζεται... Υπάρχει σήμερα μια
ευκαιρία να απλωθεί στον κόσμο η ειρήνη... Το πεπρωμένο ξερογλείφεται. Κι η
Ανδρομάχη θα αποχτήσει ένα γιο!... Το πεπρωμένο αρχίζει να περπατάει!... Κι
ανεβαίνει αθόρυβα τα σκαλοπάτα του αναχτόρου. Σπρώχνει με τη μουσούδα του
τις πόρτες... Νάτον!... Νάτον... Η φωνή του Έκτορα: Ανδρομάχη! Ανδρομάχη: Λες
ψέματα!... Είναι ο Έκτορας! -Κασσάνδρα: Ποιος σου είπε το αντίθετο;».
Αν η Ελένη είναι η αφορμή, ο ίδιος ο Έκτορας, η φωνή της ειρήνης, γίνεται η
βασική αιτία του πολέμου. Πραγματοποιεί τη μοιραία κίνηση: σκοτώνει τον
Δημόδοκο και ο θάνατός του με δόλο χρησιμοποιείται εναντίον του. Η ύβρις
ενός θανάτου εγείρει τον πόλεμο. Ο θύτης και το θύμα είναι το ίδιο και το
αυτό πρόσωπο. Μέσα από το πρόσωπο του Έκτορα, ο συγγραφέας εκφράζει
τον ειρηνιστικό αντικομφορμισμό του και τον φόβο του για τα μεγάλα λόγια-
και μας καλεί, μέσω της «τραγικής φάρσας», να ταχθούμε με το μέρος του. Η
ανάμειξη του παρελθόντος και του παρόντος, της φαντασίας και της
πραγματικότητας αποδεικνύει πόσο ξεφεύγει από τα ανθρώπινα ο πόλεμος
και πώς καταλήγει απάνθρωπος μέσα από τις ανθρώπινες ραδιουργίες, με
πρόφαση τη θεϊκή βούληση. Θα μπορέσει το πεπρωμένο να νικηθεί από την
έλλογη ανθρώπινη βούληση; Ο συγγραφέας πάντα ελπίζει πως θα έρθει η
στιγμή που ο «τρωικός πόλεμος δεν θα γίνει». Στο έργο καθρεφτίζεται ο πόθος
των ανθρώπων για την ειρήνη, τη στιγμή που όλα προετοιμάζουν τον πόλεμο.
Καταδεικνύει πόσο ανέφικτη φαίνεται η ειρήνη, σύμφωνα με την απάνθρωπη
ανθρώπινη φύση.
Δίπλα στον Έκτορα βρίσκεται η πιστή Ανδρομάχη, η ομηρική σύζυγος. Η ηρωίδα δεν
διαφοροποιείται σημαντικά από την εικόνα που της έχουν αποδώσει οι προγενέστεροι
ποιητές. Προσωποποιεί τη μετριοπάθεια, τη συγκαταβατικότητα. Θεωρεί ότι η γυναίκα
είναι «φτωχός σωρός από αβεβαιότητα, φτωχός σωρός από φόβο που μισεί ό,τι είναι
βαρύ, που λατρεύει ό,τι είναι χυδαίο και εύκολο». Επιχειρεί –εις μάτην– να προσδώσει
κάποιο έρεισμα στον πόλεμο. Εκλιπαρεί την Ελένη να αγαπήσει τον Πάρι, ώστε ο
πόλεμος να συμβαίνει για κάποιον λόγο, να έχει νόημα ο αλληλοσκοτωμός: «Λοιπόν
σας ικετεύω Ελένη... Αγαπήστε τον Πάρι. Ή πέστε μου πως πέφτω έξω! Πέστε μου πως
θα σκοτωθείτε αν πεθάνει!». Είναι δηλωτικά της αφοσίωσής της τα λόγια: «Αν ο
Έκτορας δεν ήταν άντρας μου, θα τον απατούσα μαζί του. Αν ήταν ένας ψαράς,
κουτσός, στραβοπόδαρος, θα τον ακολουθούσα μέχρι την καλύβα του. Θα ξάπλωνα
ανάμεσα στα όστρακα των στρειδιών και τα φύκια. Και θα ’χα από αυτόν ένα νόθο
γιο». Παρόμοια λόγια αφοσίωσης είχε διατυπώσει η ευριπίδεια ηρωίδα: «Την ακριβή
μορφή του Έκτορά μου αν διώξω από τον νου μου και στον νέο άντρα μου ανοίξω την
καρδιά, θα γίνω άπιστη στον νεκρό˙ κι αν θα μισήσω τον τωρινό μου αφέντη κι αυτός
πάλι θα με μισήσει. Λένε πως μια νύχτα φτάνει για να λυγίσει της γυναίκας την έχθρα
για το αγκάλιασμα ενός άντρα˙ μια τέτοια εγώ σιχαίνομαι γυναίκα, που τον παλιό της
άντρα αποξεχνώντας αρχίζει να αγαπάει τον καινούργιο» (Τρωάδες, στ. 683-690).
Ως προς την Εκάβη, πόρρω απέχει από την τραγική αλλά μεγαλειώδη
βασίλισσα της καιόμενης Τροίας του ευριπίδειου έργου. Παρά ταύτα, η
ηρωίδα του Giraudoux χαρακτηρίζεται και αυτή από σύνεση˙
υπογραμμίζει τον παραλογισμό του πολέμου και ξεσκεπάζει το φαιδρό
επιχείρημα των πολεμοκάπηλων: «Θέλουν να κάνουν πόλεμο για μια
γυναίκα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος τους να αγαπάνε τους
αδύναμους».
Το θέμα του πολέμου
«Οργίστηκε η Ήρα που έτσι τη νικήσαν κι εμπόδισε τον γάμο μου μ’ εκείνον. Στου
Πρίαμου τον γιο δεν δίνει εμένα, παρά το είδωλό μου, φτιάχνοντάς το σαν πλάσμα
ζωντανό από τον αιθέρα κι αυτός θαρρεί πως μ’ έχει –κούφια ιδέα– ενώ δεν μ’ έχει καν»
(Ελένη, στ. 31-36). «Και στην Τροία; Τίποτε στην Τροία– ένα είδωλο. Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο κι εμείς σφαζόμασταν για
την Ελένη δέκα χρόνια... Άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως αυτό
είναι παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο
των θεών˙ αν είναι αλήθεια πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια, ή κάποιος
Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος... δεν το ’χει μες στη μοίρα
του να ακούσει μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε πως τόσος πόνος, τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη» (Σεφέρης, «Ελένη»).
«Έκτορας: Βλέπετε εσείς να υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα στην απαγωγή μιας γυναίκας
και τον πόλεμο, όπου ο ένας από τους λαούς μας θα καταστραφεί;». Από τον
Πελοποννησιακό πόλεμο μέχρι τον γαλλικό Μεσοπόλεμο και τη μεταπολεμική Ελλάδα,
οι ποιητές καταγράφουν τον παραλογισμό του πολέμου, που στηρίζεται σε ανόητες
προφάσεις. Όπως τονίζει ο Πάρις του γαλλικού έργου, η περίπτωσή του είναι «διεθνής»˙
ο Ελύτης διαπιστώνει ότι «κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος. Κάθε καιρός κι η
Ελένη του» (Μαρία Νεφέλη).
Με το La guerre de Troie n’aura pas lieu, ο γάλλος συγγραφέας επιχειρεί να
απομυθοποιήσει τον πόλεμο, να αφαιρέσει την αίγλη που συχνά τον περιβάλλει,
να καταγγείλει το ψεύδος που τον πλαισιώνει. Η κορυφαία στιγμή της
γελοιοποίησης του πολέμου είναι ο «επικήδειος των νεκρών» που ψάλλει ο
Έκτωρ, όπου αποπειράται «να απενοχοποιηθεί» για τα φιλειρηνικά του
αισθήματα: «Όσο νεκροί κι αν είστε, υπάρχει και σ’ εσάς το ίδιο ποσοστό
γενναίων και δειλών όπως και σ’ εμάς που επιζήσαμε και δεν θα με κάνετε να
μπερδέψω εξαιτίας μιας τελετής τους πεθαμένους που θαυμάζω μ’ αυτούς που
δεν θαυμάζω». Ο δραματουργός γελοιοποιεί τον πόλεμο στα πρόσωπα του
πολεμοχαρούς «χορού» των γερόντων της Τροίας και των ποιητών με τις
πολεμικές κορώνες˙ το φιλοπόλεμο συναίσθημα απαιτεί ορισμένη διεργασία για
να τονωθεί: τραγούδια, παράσημα, παραπλανητικές ειδήσεις, υβριστικά επίθετα.
Ο Giraudoux, συν τοις άλλοις, καταφεύγει στο ευριπίδειο επιχείρημα ότι στη
σύρραξη οι νικητές είναι εξίσου τραγικοί με τους νικημένους. Έτσι, ο Έκτωρ
ομολογεί: «Πιο πριν, αυτοί που σκότωνα μου φαίνονταν το αντίθετο από μένα.
Αυτή τη φορά ήμουν γονατισμένος πάνω σ’ έναν καθρέφτη. Αυτός ο θάνατος
που πήγαινα να δώσω ήταν μια μικρή αυτοκτονία».
Από την αντιπαράθεση των δύο ομάδων συνάγεται ότι τα επιχειρήματα των
πολεμοκάπηλων είναι έωλα. Ο Πρίαμος υποστηρίζει κυνικά πως ο πόλεμος
δημιουργεί τους πραγματικούς άνδρες˙ χαρακτηρίζει «ηλίθια και ξεπλυμένη
απασχόληση» την ανθρώπινη ζωή, ενώ διατυμπανίζει ότι ο μόνος τρόπος να
γίνεις αθάνατος είναι να ξεχνάς ότι είσαι θνητός. Η Εκάβη και η Ανδρομάχη,
από την άλλη, ξεσκεπάζουν τη ματαιότητα του πολέμου, γελοιοποιούν την
αφορμή «μιας γυναικός λέχους» και εγκωμιάζουν τα αγαθά της ειρήνης. Αν και
σαθρά, όμως, τα επιχειρήματα των πολεμοκάπηλων υπερισχύουν. Ο Έκτορας
αδιαφορεί για τις προσβολές των Ελλήνων, προτρέπει τον Βούσιρι να πλάσει τη
δική του αλήθεια, προκειμένου να αποφευχθεί ο πόλεμος, μολαταύτα ο πόλεμος
της Τροίας θα γίνει.
Και «ο πόλεμος της Τροίας θα γίνει», ακριβώς επειδή τελικά ο πόλεμος είναι
εγγεγραμμένος στη φύση των ανθρώπων, είναι «το πεπρωμένο» τους. Ο
Έκτωρ το κηρύττει άφοβα: «Έστω κι αν όλες οι μανάδες κόψουν τον δεξιό
δείχτη του γιου τους, οι στρατιές όλου του κόσμου θα συνεχίσουν τον
πόλεμο χωρίς τον δείχτη τους». Είναι ευδιάκριτο, λοιπόν, πώς η αρχική
άρνηση του τίτλου μετατρέπεται στο τέλος σε κατάφαση και ο πόλεμος
πραγματοποιείται, όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία. Τα συμπαντικά
πράγματα ορίζονται, δομούνται και αξιολογούνται κατά κάποιον
αυθαίρετο τρόπο, ο οποίος δεν γίνεται κατανοητός από τον πεπερασμένο
ανθρώπινο νου. Σε τελική ανάλυση, εκείνο που απομένει είναι το «γιατί», η
απορία για την επικρατούσα κατάσταση.
Ο πόλεμος της Τροίας θα γίνει, για ανθρώπινες αιτίες: υπάρχουν οι
πολεμοχαρείς, όπως ο Οίαξ, οι τρελο-εθνικιστές που θεωρούν ότι
υπερασπίζονται την τιμή του έθνους˙ υπάρχουν οι ψευτοπνευματικοί, οι
οποίοι αντί να καθοδηγούν τους ανθρώπους στη συμφιλίωση και την
αλληλεγγύη, τους εξάπτουν τον φανατισμό και τα αγελαία αισθήματα.
Παράλληλα, όμως, ο πόλεμος της Τροίας θα γίνει και για μεταφυσικές,
«μοιραίες» αιτίες: κάποια άτομα φαίνεται ότι εκ φύσεως κουβαλούν «το
σημάδι του πεπρωμένου», η Ελένη αποτελεί ένα από αυτά. Δεν είναι
μοχθηρή, δεν έχει πρόθεση να βλάψει, αλλά με το δώρο που διαθέτει, να
μαγνητίζει τα βλέμματα, πυροδοτεί τις καταστάσεις.
Η Ιστορία διαθέτει τη δική της δύναμη: «Υπάρχει ένα είδος συγκατάβασης
για τον πόλεμο που δίνει μονάχα η ατμόσφαιρα, η ακουστική και η διάθεση
του κόσμου». Ο πόλεμος είναι «μοιραίος» όχι εξαιτίας της μυθολογικής
αφορμής, επειδή αλλά γιατί είναι εγγεγραμμένος στις οικονομικές,
κοινωνικές και πολιτικές συντεταγμένες της γης. Οι άνθρωποι βρίσκονται
πάντα σε ετοιμότητα για σύγκρουση, αρκεί κάτι να αναθερμάνει τον
ενθουσιασμό τους. Όσο οι πόρτες του πολέμου παραμένουν κλειστές, όλοι
τον περιφρονούν και τον προσβάλλουν˙ σε πολεμικές περιόδους, όμως, δεν
κερδίζεις την εύνοια του παρά «με κοπλιμέντα και χάδια». Η Ειρήνη
προσωποποιείται στο έργο από μία χλωμή φιγούρα, η οποία περιμένει σαν
ζητιάνα πίσω από κάθε πόρτα˙ πρέπει να «φτιασιδωθεί», για να τη διακρίνει
κανείς μόλις μετά βίας˙ μόνο η Κασσάνδρα τη διακρίνει, καθώς η ειδικότητά
της είναι ακριβώς «να μιλά στο αόρατο». Από τη στιγμή που «οι θεοί και η
τιμή τους» εισβάλλουν στην αρένα της ζωής, η ειρήνη αρρωσταίνει και πάλι.
Το πεπρωμένο
Επιδίωξη του γάλλου συγγραφέα ήταν να γράψει μία τραγωδία «με τον
δικό του τρόπο», ένα έργο δηλαδή στο οποίο να κυριαρχεί ο ρόλος της
μοίρας. Ως εκ τούτου, κύριος πρωταγωνιστής στο La guerre de Troie n’aura
pas lieu είναι το πεπρωμένο, όχι πλέον με τη μεταφυσική έννοια, αλλά ως
εσωτερική ανθρώπινη κατάσταση˙ ο άνθρωπος είναι εκείνος που προκαλεί
«τη μοίρα του», με την άλογη συμπεριφορά του. Όπως αποκαλύπτει ο
Οδυσσέας: «Ένας λαός δεν πέφτει σε σφαλερή κατάσταση με το πεπρωμένο
του εξαιτίας των εγκλημάτων του αλλά εξαιτίας των λαθών του... Τα έθνη,
όπως και οι άνθρωποι, πεθαίνουν από ανεπαίσθητες αγένειες».
Η πολιτική του πεπρωμένου είναι εύκολη: επιλέγει δύο λαούς, τους
ανοίγει την ίδια προοπτική παντοδυναμίας. Η ανθρώπινη βαρβαρότητα
και τρέλα μόνον είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τη «μικροπολιτική»
των θεών. Οι Έλληνες, εποφθαλμιώντας τα πλούτη της Τροίας, άφησαν
να τους κλέψουν την Ελένη, ώστε να έχουν αξιοπρεπές πρόσχημα για
τον πόλεμο. Από τη στιγμή που «η χθόνια μηχανή» τίθεται σε ισχύ,
τίποτα πλέον δεν είναι σε θέση να τη σταματήσει: «Η προσβολή του
πεπρωμένου δεν δέχεται επανόρθωση». Έτσι, όσο κι αν ο Οδυσσέας
επιχειρεί «με δόλο να ξεγελάσει το πεπρωμένο», ο τροχός της τύχης
γυρνά ανεξέλεγκτα και επιταχύνεται ό,τι «είναι γραπτό» να συμβεί.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε λίγες μόλις σειρές, το «Ο πόλεμος δεν θα
γίνει, Ανδρομάχη», του Έκτορα, γίνεται «Ο πόλεμος θα γίνει». Η Ιστορία
αποκαθίσταται, ξαναπαίρνει τη γνώριμη μορφή της. Ο άνθρωπος δεν
χειρίζεται αυτόνομα τις καταστάσεις, είναι αδύναμος μπροστά στα
γεγονότα. Ο πόλεμος είναι «μοιραίος» όχι πλέον εξαιτίας της Ελένης
–άλλωστε το πρόσχημα έχει ήδη αναιρεθεί– αλλά εξαιτίας της φύσης των
πραγμάτων. Η δράση των πρωταγωνιστών είναι ασήμαντη, δεν δύναται
να τροποποιήσει την πορεία των καταστάσεων. Όπως υπογραμμίζει ο
Giraudoux, η τραγωδία είναι η επιβεβαίωση ενός τρομερού «συνδέσμου»
ανάμεσα στην ανθρωπότητα και σε ένα πεπρωμένο μεγαλύτερο από το
ανθρώπινο˙ δείχνει ότι ο άνθρωπος αποσπάται από τη ζωώδη στάση του
από ένα λουρί που τον κρατά όρθιο, του οποίου αντιλαμβάνεται την
πίεση μα αγνοεί τη βούληση.
Ο ρόλος των θεών
Οι θεοί του Giraudoux εμφανίζονται αδιάφοροι: «Ένας Αγγελιαφόρος: Οι ιερείς
δεν δέχονται να κλείσουν τις πύλες του πολέμου. Λένε πως οι θεοί θα το
θεωρήσουν προσβολή. -Έκτορας: Είναι παράξενο το πόσο αποφεύγουν οι θεοί να
μιλάνε οι ίδιοι στις δύσκολες περιστάσεις... -Ελένη: Αν μπορέσατε να
ανακαλύψετε τι θέλουν οι θεοί σ’ όλη αυτή την ιστορία, σας συγχαίρω»˙ δεν
συμμετέχουν, δεν απαντούν, δεν παρεμβαίνουν‒ απλώς παρακολουθούν τα
τεκταινόμενα. Οι θεοί του Giraudoux ‒όπως ενίοτε του Ευριπίδη‒ στερούνται
θεϊκής σοφίας, όντας πλήρεις ανθρώπινων ελαττωμάτων. Η γελοιοποίησή τους
κορυφώνεται με την ιλαρή εμφάνιση της Ίριδας, η οποία μεταφέρει τις αμφίσημες
και ά-λογες βουλές των θεών: η Αφροδίτη και η Παλλάδα, προτάσσοντας η μία
την αγάπη και η άλλη τη λογική, διατάζουν να μη χωρίσουν και να χωρίσουν το
ένοχο ζευγάρι, προκειμένου να αποφευχθεί ο πόλεμος, ο «σοφός» Δίας, που
εκπροσωπεί τη σύνεση, διατάζει «να τους χωρίσουν μη χωρίζοντάς τους».
Σε εποχή εμφυλίου (Ευριπίδης) ή ανάμεσα στις δύο τρομακτικότερες
συρράξεις της υφηλίου (Giraudoux), είναι φυσικό και αναμενόμενο η
μεταφυσική πίστη να ατονεί και να τίθεται εν αμφιβόλω ο θεός-
διασφαλιστής της εγκόσμιας τάξης. Το θέατρο του Giraudoux προτρέπει
τον θεατή να αναπροσδιορίσει τις σχέσεις ουρανού και γης,
καταγγέλλοντας την αδυναμία των θεών και διακηρύσσοντας το
μεγαλείο του ανθρώπου.
Το παράλογο
Σύμφωνα με τον Albert Camus, το παράλογο γεννιέται από τη διάσταση
ανάμεσα στην ακατανόητη φύση του κόσμου και τη μάταιη ανθρώπινη
απόπειρα να την κατανοήσει. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στον Μύθο
του Σισύφου (Δοκίμιο για το παράλογο), «παράλογη είναι η αντιπαράθεση
του ανορθολογικού από τη μια και του επιτακτικού πόθου για σαφήνεια
από την άλλη, που το κάλεσμά του αντηχεί ως τα μύχια της ψυχής του
ανθρώπου. Το παράλογο εξαρτάται τόσο από τον άνθρωπο όσο και από
τον κόσμο». Κατ' ανάλογο τρόπο, ο πόλεμος, παρότι στηρίζεται στον
παραλογισμό, εξακολουθεί να συμβαίνει και να σπέρνει την καταστροφή.
Ο Giraudoux φέρνει το παράλογο στα άκρα, προβάλλοντας την εκδοχή
το ένοχο ζευγάρι να μην αγαπιέται, η καταστροφή να συμβαίνει
ολοκληρωτικά εις μάτην: «Ανδρομάχη: Γιατί να γίνει ο πόλεμος; Ο Πάρις
δεν θέλει πια την Ελένη. Η Ελένη δεν τον θέλει πια τον Πάρι.
Κασσάνδρα: Λες και πρόκειται γι’ αυτούς!... Έχεις δει ποτέ σου εσύ το
πεπρωμένο να νοιάζεται για αρνητικές φράσεις;».
Ο γάλλος δραματουργός υπογραμμίζει ότι η λογική και η συνέπεια
αποτελούν αρετές που εκλείπουν σε μία εποχή κατά την οποία η Ευρώπη
διαδέχεται έναν πόλεμο και προετοιμάζει έναν καινούργιο. Όλα
συμβαίνουν δίχως λογικό έρεισμα, η δυστυχία που οι ίδιοι οι άνθρωποι
προκαλούν δεν επιδέχεται καμιάν ερμηνεία. Ο παραλογισμός του
επικείμενου πολέμου αποτυπώνεται εύστοχα στις δικαιολογίες που
προβάλλει ο Βούσιρις. Κατά τη θεωρία του, οι Έλληνες είναι ένοχοι
απέναντι στην Τροία, σύμφωνα με τους διεθνείς νόμους, καθώς
διέπραξαν τρεις παραβάσεις: ύψωσαν το λάβαρό τους στο κατάρτι και όχι
στα σκοινιά του ιστού˙ ο ελληνικός στόλος, μπαίνοντας στα τρωικά
ύδατα, υιοθέτησε τον κατά μέτωπο σχηματισμό˙ μία ελληνική τριήρης
προσάρραξε δίχως άδεια και κατόπιν προδοσίας. Είναι ευδιάκριτος ο
παραλληλισμός με τις αφορμές των πολέμων της εποχής του Giraudoux
και τη συνακόλουθη καταστροφικότητά τους.
Ο Πάρις δεν αγαπά την Ελένη, η Ελένη δεν αγαπά τον Πάρι, ο
πόλεμος στέκει μετέωρος, ωστόσο πραγματοποιείται! Η
Ανδρομάχη υπογραμμίζει: «Το να σκέφτεται κανείς πως θα
υποφέρουμε, θα πεθάνουμε για ένα επίσημο ζευγάρι, πως η λάμψη
ή η δυστυχία των καιρών, πως οι συνήθειες των εγκεφάλων και
των αιώνων θα στηριχτούν στην περιπέτεια δύο όντων που δεν
αγαπήθηκαν, αυτό είναι τρομερό». Εκείνο που περισσότερο την
ενοχλεί δεν είναι ο πόλεμος αυτός καθεαυτόν, αλλά ότι στηρίζεται
σε ψέμα. Ικετεύει την Ελένη να αγαπήσει τον Πάρι, ώστε ο πόλεμος
να μην αποτελεί πια «αδικία» μα «μάστιγα»˙ έτσι, θα προσπαθήσει
να τον ανεχτεί.
Η τελευταία σκηνή, όπου οι Πύλες του Πολέμου ανοίγουν
επιδεικτικά και αποκαλύπτουν την Ελένη να φιλά όχι τον Πάρι
πλέον μα τον Τρωίλο, επιτείνουν το αίσθημα του παράλογου. Ο
πόλεμος οφείλεται εντέλει σ’ ένα τυχαίο ζευγάρι, στους
οποιουσδήποτε. Αλλά και πριν από την τελική σκηνή, ο
δραματουργός κορυφώνει σταδιακά το παράλογο: όπως ο
Μαρσώ στον Ξένο του Camus, έτσι και ο καθ’ όλα φιλειρηνιστής
Έκτωρ διαπράττει άθελά του μία παράλογη δολοφονία και
γίνεται άκων ο εκτελεστής του πεπρωμένου. Όλα αυτά οδηγούν
στο πόρισμα ότι ο άνθρωπος βρίσκεται εγκαταλειμμένος σ’ έναν
ανεξήγητο και ανελέητο κόσμο, όπου δεν υπάρχει έρεισμα ή
παρηγοριά– ούτε οι θεοί αποτελούν πηγή ελπίδας, αφού στέκουν
βουβοί και αμέτοχοι, προσφέροντας μόνον ακατάληπτες
προφητείες.
Ο μύθος του τρωικού πολέμου από τον Ευριπίδη στον Jean Giraudoux
Οι Τρωάδες, η τραγωδία που πραγματεύεται τον μύθο του τρωικού
πολέμου, είναι κατ’ αρχήν έργο θρήνου˙ ο Ευριπίδης εγκεντρίζει τον
θρήνο με την πάγια ειρωνική τακτική του απέναντι στους
πολεμοκάπηλους, καθώς και τη διατύπωση φιλοσοφικών ιδεών περί της
ματαιότητας του πολέμου. Στο γαλλικό έργο, αντίθετα, βασικό στοιχείο
αποτελεί ο λόγος. Ο Giraudoux επιλέγει να προβάλει την αντίθεσή του
στον πόλεμο μέσα από μία περιπέτεια του λόγου, μετατρέποντας τον μύθο
σε πρόσχημα. Κατά συνέπεια, η πραγματική μάχη καθίσταται «η μάχη με
τις λέξεις» ανάμεσα σε Έκτορα και Οδυσσέα˙ μπαίνουν στη ζυγαριά η
ειρήνη και ο πόλεμος.
Παρατηρούμε, επομένως, ο ίδιος μύθος να μετατρέπεται με την πένα του
Ευριπίδη σε θέατρο «παθητικό» πρωταρχικά και κατόπιν «διανοητικό»,
ενώ να μετατρέπεται με την πένα του γάλλου συγγραφέα σε «θέατρο
ιδεών». Ο γάλλος δημιουργός επιχειρεί να μετατρέψει τον μύθο σε
αλληγορία. Στο μεταίχμιο δύο πολέμων, η αντιμετώπιση της ιστορίας
γίνεται πιο «εγκεφαλικά», με αντιπαράθεση επιχειρημάτων, αλλά και
χιούμορ και καυστικότητα. Δηλωτική της μετεξέλιξης του τραγικού είναι
και η αντικατάσταση του σπαρακτικού χορού των γυναικών της Τροίας
από τους φαιδρούς πολεμοκάπηλους γέροντες. Το συμπέρασμα στο οποίο
καταλήγουν οι δύο συγγραφείς είναι το ίδιο: ο πόλεμος αποτελεί
αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και είναι η ανθρώπινη ανοησία και
απληστία που τον προκαλούν. Ωστόσο, διαφοροποιείται ο δρόμος μέσα
από τον οποίο περνούν: ο αρχαίος τραγικός καταφεύγει στο τυπικό
τελετουργικό (η τελετουργία του θρήνου είναι κυρίαρχη), ο σύγχρονος
συγγραφέας μετέρχεται τη σύγχρονη εγκεφαλικότητα. Κάθε εποχή
«ντύνει» τον τραγικό μύθο με το δικό της ένδυμα.
Ο Bernard Dort επισημαίνει: «Μένουμε σε κόσμο
τραγικό χωρίς τραγωδία. Και για τούτο,
παράλογο. Έναν κόσμο του οποίου το τραγικό
είναι, ίσως, ότι δεν επιτρέπει την κάθαρση... Η
τραγωδία δεν είναι πλέον παρά κάποια
ανάμνηση» («Est-il une tragédie au XX siècle?»,
Encyclopaedia universalis, τμ. XXII, 1989).