(Translated by https://www.hiragana.jp/)
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ: Περὶ τοῦ στεφάνου (18)
Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δでるた᾽ ἐξくしーαあるふぁῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ξくしー ἧς οおみくろんΜみゅーοおみくろんσしぐまαあるふぁιいおた χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τたうσしぐまιいおたνにゅーδでるたοおみくろんνにゅー θαλίαι κかっぱαあるふぁὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Πぱいεいぷしろんρろーτたうοおみくろんῦ στεφάνου (18) (257-264)


[257]μみゅーοおみくろんμみゅーνにゅー τοίνυν ὑπぱいῆρξεν, Αあるふぁἰσχίνη, παιδὶ μみゅーνにゅーνにゅーτたうιいおた φふぁいοおみくろんιいおたτたうνにゅー εいぷしろんἰς τたうὰ προσήκοντα διδασκαλεῖαあるふぁ, κかっぱαあるふぁὶ ἔχειν ὅσしぐまαあるふぁ χかいρろーτたうνにゅー μみゅーηいーたδでるたνにゅー αあるふぁἰσχρὸνにゅー ποιήσοντα δでるたιいおた᾽ ἔνδειαν, ἐξελθόντι δでるた᾽ ἐκかっぱ παίδων ἀκόλουθα τούτοις πράττειν, χορηγεῖνにゅー, τριηραρχεῖνにゅー, εいぷしろんἰσφέρειν, μηδεμιᾶς φιλοτιμίας μήτ᾽ ἰδίας μήτε δημοσίας ἀπολείπεσθαι, ἀλらむだλらむだκかっぱαあるふぁτたうῇ πόλει κかっぱαあるふぁτたうοおみくろんῖς φίλοις χρήσιμον εいぷしろんνにゅーαあるふぁιいおた, ἐπειδὴ δでるたπぱいρろーὸς τたうὰ κοινὰ προσελθεῖνにゅー ἔδοξέ μみゅーοおみくろんιいおた, τοιαῦτたうαあるふぁ πολιτεύμαθ᾽ ἑλέσθαι ὥσしぐまτたうεいぷしろん κかっぱαあるふぁὶ ὑπぱいτたうῆς πατρίδος κかっぱαあるふぁὶ ὑπぱい᾽ ἄλλων Ἑλλήνων πぱいοおみくろんλらむだλらむだνにゅー πολλάκις ἐστεφανῶσθαι, κかっぱαあるふぁὶ μηδὲ τたうοおみくろんὺς ἐχθροὺς ὑμみゅーᾶς, ὡς οおみくろんὐ καλά γがんま᾽ ἦνにゅー ἃ προειλόμην, ἐπιχειρεῖνにゅー λέγειν. [258]γがんまμみゅーνにゅー δでるたὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ, κかっぱαあるふぁὶ πόλλ᾽ ἂνにゅー ἔχων ἕτερ᾽ εいぷしろんπぱいεいぷしろんνにゅー πぱいεいぷしろんρろーαあるふぁτたうῆς παραλείπω, φυλαττόμενος τたうὸ λυπῆσαί τたうιいおたνにゅー᾽ ἐνにゅー οおみくろんἷς σεμνύνομαι. σしぐまδでるた᾽ ὁ σεμνὸς ἀνにゅーρろー κかっぱαあるふぁὶ διαπτύων τたうοおみくろんὺς ἄλλους σκόπει πぱいρろーὸς ταύτην ποίᾳ τたうιいおたνにゅーὶ κέχρησαι τύχῃ, δでるたιいおた᾽ ἣνにゅー πぱいαあるふぁῖς μみゅーνにゅーνにゅー μみゅーεいぷしろんτたうὰ πολλῆς τたうῆς ἐνδείας ἐτράφης, ἅμみゅーαあるふぁ τたうῷ πατρὶ πぱいρろーὸς τたうῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τたうὸ μέλαν τρίβων κかっぱαあるふぁτたうὰ βάθρα σπογγίζων κかっぱαあるふぁτたうὸ παιδαγωγεῖοおみくろんνにゅー κかっぱοおみくろんρろーνにゅー, οおみくろんἰκέτου τάξιν, οおみくろんκかっぱ ἐλευθέρου πぱいαあるふぁιいおたδでるたὸς ἔχかいωおめがνにゅー, [259]νにゅーρろー δでるたὲ γενόμενος τたうῇ μητρὶ τελούσῃ τたうὰς βίβλους ἀνεγίγνωσκες κかっぱαあるふぁτたうλらむだλらむだαあるふぁ συνεσκευωροῦ, τたうνにゅー μみゅーνにゅー νύκτα νεβρίζων κかっぱαあるふぁὶ κρατηρίζων κかっぱαあるふぁὶ καθαίρων τたうοおみくろんὺς τελουμένους κかっぱαあるふぁὶ ἀπομάττων τたうῷ πηλῷ κかっぱαあるふぁτたうοおみくろんῖς πιτύροις, κかっぱαあるふぁὶ ἀνιστὰς ἀπぱいτたうοおみくろんῦ καθαρμοῦ κελεύων λέγειν «ἔφυγον κακόν, εいぷしろんὗρον ἄμεινον», ἐπぱいτたうῷ μηδένα πώποτε τηλικοῦτたう᾽ ὀλολύξαι σεμνυνόμενος (κかっぱαあるふぁὶ ἔγωγε νομίζω· μみゅーγがんまρろー οおみくろんἴεσθ᾽ αあるふぁτたうνにゅー φθέγγεσθαι μみゅーνにゅー οおみくろんτたうωおめが μέγα, ὀλολύζειν δでるたοおみくろんχかい ὑπέρλαμπρον), [260]νにゅー δでるたτたうαあるふぁῖς ἡμέραις τたうοおみくろんὺς κかっぱαあるふぁλらむだοおみくろんὺς θιάσους ἄγがんまωおめがνにゅー δでるたιいおたτたうνにゅーδでるたνにゅー, τたうοおみくろんὺς ἐστεφανωμένους τたうῷ μαράθῳ κかっぱαあるふぁτたうῇ λεύκῃ, τたうοおみくろんὺς ὄφεις τたうοおみくろんὺς παρείας θλίβων κかっぱαあるふぁὶ ὑπぱいρろー τたうῆς κかっぱεいぷしろんφふぁいαあるふぁλらむだῆς αあるふぁωおめがρろーνにゅー, κかっぱαあるふぁβべーたοおみくろんνにゅー «εいぷしろんοおみくろんῖ σαβοῖ», κかっぱαあるふぁὶ ἐπορχούμενος «ὑῆς ἄττης ἄττης ὑῆς», ἔξαρχος κかっぱαあるふぁὶ προηγεμὼνにゅー κかっぱαあるふぁὶ κιττοφόρος κかっぱαあるふぁὶ λικνοφόρος κかっぱαあるふぁὶ τοιαῦθしーた᾽ ὑπぱいτたうνにゅー γがんまρろーᾳδίων προσαγορευόμενος, μισθὸνにゅー λαμβάνων τούτων ἔνθρυπτα κかっぱαあるふぁὶ στρεπτοὺς κかっぱαあるふぁὶ νεήλατα, ἐφふぁいοおみくろんἷς τίς οおみくろんκかっぱνにゅー ὡς ἀληθῶς αあるふぁτたうνにゅー εいぷしろんὐδαιμονίσειε κかっぱαあるふぁτたうνにゅー αあるふぁτたうοおみくろんῦ τύχην; [261] ἐπειδὴ δでるたεいぷしろんἰς τたうοおみくろんὺς δημότας ἐνεγράφης ὁπωσδήποτε, (ἐῶ γがんまρろー τたうοおみくろんτたうοおみくろん,) ἐπειδή γがんま᾽ ἐνεγράφης, εいぷしろんὐθέως τたうὸ κάλλιστον ἐξελέξω τたうνにゅー ἔργων, γραμματεύειν κかっぱαあるふぁὶ ὑπηρετεῖνにゅー τたうοおみくろんῖς ἀρχιδίοις. ὡς δでるた᾽ ἀπηλλάγης πぱいοおみくろんτたうκかっぱαあるふぁὶ τούτου, πάνθ᾽ ἃ τたうνにゅー ἄλλων κατηγορεῖς αあるふぁτたうὸς ποιήσας, οおみくろんὐ κατῄσχυνας μみゅーὰ Δί᾽ οおみくろんδでるたνにゅー τたうνにゅー προϋπηργμένων τたうῷ μετὰ τたうαあるふぁτたうαあるふぁ βίῳ, [262]λらむだλらむだὰ μισθώσας σしぐまαあるふぁυうぷしろんτたうνにゅー τたうοおみくろんῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις [ἐκείνοις] ὑποκριταῖς Σιμύκᾳ κかっぱαあるふぁὶ Σωκράτει, ἐτριταγωνίστεις, σしぐまκかっぱαあるふぁ κかっぱαあるふぁὶ βότρυς κかっぱαあるふぁὶ ἐλάας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκかっぱ τたうνにゅー ἀλλοτρίων χωρίων, πλείω λαμβάνων ἀπぱいὸ τούτων ἢ τたうνにゅー ἀγώνων, οおみくろんὓς ὑμみゅーεいぷしろんῖς πぱいεいぷしろんρろーτたうῆς ψぷさいυうぷしろんχかいῆς ἠγωνίζεσθε· ἦνにゅー γがんまρろー ἄσπονδος κかっぱαあるふぁὶ ἀκήρυκτος ὑμみゅーνにゅー πぱいρろーὸς τたうοおみくろんὺς θしーたεいぷしろんαあるふぁτたうὰς πόλεμος, ὑφふぁい᾽ ὧνにゅー πぱいοおみくろんλらむだλらむだὰ τραύματ᾽ εいぷしろんἰληφὼς εいぷしろんἰκότως τたうοおみくろんὺς ἀπείρους τたうνにゅー τοιούτων κινδύνων ὡς δでるたεいぷしろんιいおたλらむだοおみくろんὺς σκώπτεις. [263]λらむだλらむだγがんまρろー πぱいαあるふぁρろーεいぷしろんὶς ὧνにゅー τたうνにゅー πενίαν αあるふぁἰτιάσαιτ᾽ ἄνにゅー τις, πぱいρろーὸς αあるふぁτたうτたうτたうοおみくろんῦ τρόπου σしぐまοおみくろんυうぷしろん βαδιοῦμみゅーαあるふぁιいおた κατηγορήματα. τοιαύτην γがんまρろー εいぷしろんλらむだοおみくろんυうぷしろん πολιτείαν, ἐπειδή πぱいοおみくろんτたうεいぷしろん κかっぱαあるふぁτたうοおみくろんτたう᾽ ἐπぱいῆλθέ σしぐまοおみくろんιいおた πぱいοおみくろんιいおたσしぐまαあるふぁιいおた, δでるたιいおた᾽ ἣνにゅー εいぷしろんὐτυχούσης μみゅーνにゅー τたうῆς πατρίδος λらむだαあるふぁγがんまὼ βίον ἔζης δでるたεいぷしろんδでるたιいおたὼς κかっぱαあるふぁὶ τρέμων κかっぱαあるふぁὶ ἀεいぷしろんὶ πληγήσεσθαι προσδοκῶνにゅーφふぁいοおみくろんἷς σしぐまαあるふぁυうぷしろんτたうσしぐまυうぷしろんνにゅーῄδεις ἀδικοῦνにゅーτたうιいおた, ἐνにゅー οおみくろんἷς δでるた᾽ ἠτύχησαν οおみくろんἱ ἄλλοι, θρασὺς ὢνにゅーφふぁい᾽ ἁπάντων ὦψぷさいαあるふぁιいおた. [264] καίτοι ὅστις χιλίων πぱいοおみくろんλらむだιいおたτたうνにゅー ἀποθανόντων ἐθάρρησε, τί οおみくろんὗτος πぱいαあるふぁθしーたεいぷしろんνにゅーπぱいτたうνにゅー ζώντων δίκαιός ἐστιν; πぱいοおみくろんλらむだλらむだὰ τοίνυν ἕτερ᾽ εいぷしろんπぱいεいぷしろんνにゅーχかいωおめがνにゅー πぱいεいぷしろんρろーαあるふぁτたうοおみくろんῦ παραλείψω· οおみくろんγがんまρろーσしぐま᾽ ἂνにゅー δείξαιμι προσόντ᾽ αあるふぁἰσχρὰ τούτῳ κかっぱαあるふぁὶ ὀνείδη, πάντ᾽ οおみくろんμみゅーαあるふぁιいおた δでるたεいぷしろんνにゅー εいぷしろんὐχερῶς λέγειν, ἀλらむだλらむだ᾽ ὅσしぐまαあるふぁ μみゅーηいーたδでるたνにゅー αあるふぁἰσχρόν ἐστιν εいぷしろんπぱいεいぷしろんνにゅー ἐμοί.


[257] Εγώ λοιπόν, Αισχίνη, όταν ήμουν παιδί, είχα τたうηいーた δυνατότητα (τたうηいーたνにゅー τύχη) νにゅーαあるふぁ φοιτώ σしぐまτたうαあるふぁ κατάλληλα σχολεία κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ έχω όσα πρέπει νにゅーαあるふぁ έχει αυτός πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー θしーたαあるふぁ αναγκαστεί από φτώχεια νにゅーαあるふぁ κάνει κάτι ταπεινό. Όταν ενηλικιώθηκα, οおみくろんιいおた ενέργειές μみゅーοおみくろんυうぷしろん ήταν ανάλογες μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー οικονομική μみゅーοおみくろんυうぷしろん κατάσταση, μπορούσα δηλαδή νにゅーαあるふぁ γίνω χορηγός, τριήραρχος, νにゅーαあるふぁ δίνω εισφορές, νにゅーαあるふぁ μみゅーηいーたνにゅー απέχω από καμιά γενναιόδωρη δαπάνη, είτε σしぐまτたうηいーたνにゅー ιδιωτική είτε σしぐまτたうηいーた δημόσια ζωή, αλλά νにゅーαあるふぁ είμαι χρήσιμος κかっぱαあるふぁιいおた σしぐまτたうηいーたνにゅー πόλη κかっぱαあるふぁιいおた στους φίλους. Κかっぱαあるふぁιいおた όταν αποφάσισα νにゅーαあるふぁ ασχοληθώ μみゅーεいぷしろん τたうαあるふぁ κοινά, ηいーた πολιτική πぱいοおみくろんυうぷしろん επέλεξα ήταν τέτοια, ώστε νにゅーαあるふぁ τιμηθώ μみゅーεいぷしろん στεφάνι πολλές φορές από τたうηいーたνにゅー πατρίδα κかっぱαあるふぁιいおた από πολλούς άλλους Έλληνες· κかっぱαあるふぁιいおた ούτε εσείς οおみくろんιいおた εχθροί μみゅーοおみくろんυうぷしろん ακόμη νにゅーαあるふぁ επιχειρήσετε νにゅーαあるふぁ πείτε ότι ηいーた πολιτική πぱいοおみくろんυうぷしろん επέλεξα δでるたεいぷしろんνにゅー ήταν ηいーた ενδεδειγμένη. [258] Τέτοια λοιπόν ήταν ηいーた τύχη μみゅーοおみくろんυうぷしろん πぱいοおみくろんυうぷしろん μみゅーεいぷしろん συνόδευε σしぐまεいぷしろん όλη τたうηいーた ζωή. Θしーたαあるふぁ μπορούσα νにゅーαあるふぁ αναφέρω κかっぱαあるふぁιいおた πολλά άλλα σχετικά μみゅーεいぷしろん αυτήν· τたうαあるふぁ παραλείπω όμως από τたうοおみくろんνにゅー φόβο μみゅーηいーたνにゅー ενοχλήσω κάποιον μみゅーεいぷしろん αυτά γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ οποία περηφανεύομαι. Σしぐまυうぷしろん όμως, οおみくろん σοβαρός άνθρωπος πぱいοおみくろんυうぷしろん φτύνεις τους άλλους, πρόσεξε ποιά ήταν ηいーた δική σしぐまοおみくろんυうぷしろん τύχη συγκρίνοντάς τたうηいーたνにゅー μみゅーεいぷしろん τたうηいーた δική μみゅーοおみくろんυうぷしろん. Σしぐまτたうαあるふぁ παιδικά σしぐまοおみくろんυうぷしろん χρόνια, εξαιτίας της ανατράφηκες μみゅーεいぷしろん μεγάλες στερήσεις βοηθώντας σしぐまτたうοおみくろん σχολείο τたうοおみくろんνにゅー πατέρα σしぐまοおみくろんυうぷしろん, τρίβοντας τたうοおみくろん μελάνι, καθαρίζοντας τたうαあるふぁ θρανία, σκουπίζοντας τたうηいーたνにゅー αίθουσα, δουλειές δούλου, όχι ελεύθερου παιδιού. [259] Όταν ενηλικιώθηκες, διάβαζες τたうαあるふぁ βιβλία μみゅーεいぷしろん τις ευχές, όσο ηいーた μητέρα σしぐまοおみくろんυうぷしろん τελούσε τたうοおみくろん τελετουργικό της μύησης, κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーた βοηθούσες νにゅーαあるふぁ τακτοποιήσει τたうαあるふぁ διάφορα σκεύη· τたうηいーた νύχτα, ντύνοντας μみゅーεいぷしろん δέρμα ελαφιού τους κατηχουμένους, κάνοντας αναμίξεις σしぐまτたうοおみくろんνにゅー κρατήρα, καθαρίζοντας κかっぱαあるふぁιいおた τρίβοντας τたうαあるふぁ σώματά τους μみゅーεいぷしろん λάσπη κかっぱαあるふぁιいおた πίτουρα, σηκώνοντάς τους όρθιους μετά τたうοおみくろんνにゅー καθαρμό, βάζοντάς τους νにゅーαあるふぁ λένε «γλίτωσα από τたうοおみくろん κακό, βρήκα τたうοおみくろん καλό», καυχώμενος πぱいοおみくろんυうぷしろん κανένας μέχρι τώρα δでるたεいぷしろんνにゅー ούρλιαξε τόσο δυνατά όσο εσύ (κかっぱαあるふぁιいおた εγώ τたうοおみくろん πιστεύω· γιατί μみゅーηいーた φαντάζεστε ότι μιλάει δυνατά, αλλά δでるたεいぷしろんνにゅー ουρλιάζει ακόμη πぱいιいおたοおみくろん υπέροχα). [260] Τたうηいーたνにゅー ημέρα πάλι περιέφερες στους δρόμους τους ωραίους θιάσους, τους στεφανωμένους μみゅーεいぷしろん μάραθο κかっぱαあるふぁιいおた λεύκα, σφίγγοντας τたうαあるふぁ φίδια τたうοおみくろんυうぷしろん Ασκληπιού κかっぱαあるふぁιいおた κουνώντας τたうαあるふぁ πάνω από τたうοおみくろん κεφάλι σしぐまοおみくろんυうぷしろん φωνάζοντας «ευοί σαβοί» κかっぱαあるふぁιいおた χορεύοντας σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ρυθμό τού «υής άττης, άττης υής». Οおみくろんιいおた γριούλες σしぐまεいぷしろん αποκαλούσαν κορυφαίο τたうοおみくろんυうぷしろん χορού, πρωτοστάτη, κισσοφόρο κかっぱαあるふぁιいおた λικνοφόρο κかっぱαあるふぁιいおた όλα τたうαあるふぁ παρόμοια· έπαιρνες ως αμοιβή γがんまιいおた᾽ αυτά ψωμιά βρεγμένα μみゅーεいぷしろん κρασί, κουλούρια κかっぱαあるふぁιいおた αρτοσκευάσματα, γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ οποία ποιός σしぐまτたう᾽ αλήθεια δでるたεいぷしろんνにゅー θしーたαあるふぁ μακάριζε τたうοおみくろんνにゅー εαυτό τたうοおみくろんυうぷしろん κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーたνにゅー τύχη τたうοおみくろんυうぷしろん; [261] Όταν γράφτηκες σしぐまτたうαあるふぁ μητρώα τたうωおめがνにゅー δημοτών μみゅーεいぷしろん κάθε δυνατό τρόπο (τたうοおみくろん αφήνω όμως αυτό), όταν λοιπόν γράφτηκες, διάλεξες τたうοおみくろん καλύτερο επάγγελμα, έγινες γραφιάς κかっぱαあるふぁιいおた κλητήρας, ένας κατώτερος δημόσιος υπάλληλος. Μόλις άφησες κάποια στιγμή αυτή τたうηいーた θέση, αφού έκανες οおみくろん ίδιος όλα αυτά γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ οποία κατηγορείς τους άλλους, μみゅーεいぷしろん τたうηいーた μετέπειτα συμπεριφορά σしぐまοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー ντρόπιασες, μά τたうοおみくろんνにゅー Δία, κανένα από τたうαあるふぁ προηγούμενα επαγγέλματά σしぐまοおみくろんυうぷしろん. [262] Δέχτηκες νにゅーαあるふぁ δουλεύεις μみゅーεいぷしろん μισθό γがんまιいおたαあるふぁ τους υποκριτές Σιμύκα κかっぱαあるふぁιいおた Σωκράτη, τους αποκαλουμένους βαριαναστενάρηδες, κかっぱαあるふぁιいおた έπαιζες ρόλους τρίτης κατηγορίας, μαζεύοντας σύκα, σταφύλια κかっぱαあるふぁιいおた ελιές από ξένα κτήματα, σしぐまαあるふぁνにゅー πλανόδιος μανάβης. Από αυτά κέρδιζες περισσότερα από ό,τたうιいおた από τις παραστάσεις πぱいοおみくろんυうぷしろん δίνατε εσείς διακινδυνεύοντας τたうηいーた ζωή σας. Γιατί ανάμεσα σしぐまεいぷしろん σας κかっぱαあるふぁιいおた τους θεατές υπήρχε άγριος κかっぱαあるふぁιいおた ακήρυχτος πόλεμος· από αυτούς εσύ έχεις δεχτεί πολλά τραύματα, κかっぱαあるふぁιいおた δικαιολογημένα κοροϊδεύεις ως δειλούς όσους δでるたεいぷしろんνにゅー δοκίμασαν τέτοιους κινδύνους. [263] Τέλος πάντων, θしーたαあるふぁ αφήσω πράγματα γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ οποία θしーたαあるふぁ μπορούσε κάποιος νにゅーαあるふぁ αποδώσει τたうηいーたνにゅー ευθύνη σしぐまτたうηいーた φτώχεια σしぐまοおみくろんυうぷしろん, κかっぱαあるふぁιいおた θしーたαあるふぁ προχωρήσω στις κατηγορίες γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー χαρακτήρα σしぐまοおみくろんυうぷしろん. Ηいーた πολιτική πぱいοおみくろんυうぷしろん επέλεξες, όταν σしぐまεいぷしろん κάποια στιγμή σού κατέβηκε νにゅーαあるふぁ κάνεις κかっぱαあるふぁιいおた αυτό, ήταν τέτοια, ώστε, όσο καιρό ευτυχούσε ηいーた πατρίδα, ζούσες σしぐまαあるふぁνにゅー λαγός, τρέμοντας από τたうοおみくろんνにゅー φόβο σしぐまοおみくろんυうぷしろん κかっぱαあるふぁιいおた περιμένοντας συνεχώς νにゅーαあるふぁ ξυλοκοπηθείς γがんまιいおたαあるふぁ όσες αδικίες βάραιναν τたうηいーた συνείδησή σου· στις δυστυχίες όμως τたうωおめがνにゅー άλλων, ηいーた θρασύτητά σしぐまοおみくろんυうぷしろん είχε γίνει φανερή σしぐまεいぷしろん όλους. [264] Αλήθεια, τί αξίζει νにゅーαあるふぁ πάθει από τους ζωντανούς εκείνος πぱいοおみくろんυうぷしろん αναθάρρησε από τたうοおみくろんνにゅー θάνατο χίλιων συμπολιτών τたうοおみくろんυうぷしろん; Αあるふぁνにゅー κかっぱαあるふぁιいおた έχω πολλά νにゅーαあるふぁ πぱいωおめが γがんまιいおた᾽ αυτόν, θしーたαあるふぁ τたうαあるふぁ παραλείψω· γιατί νομίζω ότι δでるたεいぷしろんνにゅー πρέπει νにゅーαあるふぁ αναφέρω χωρίς ενδοιασμό όσα αίσχη κかっぱαあるふぁιいおた ντροπές θしーたαあるふぁ μπορούσα νにゅーαあるふぁ αποδείξω ότι τたうοおみくろんυうぷしろん ταιριάζουν αλλά μόνο όσα δでるたεいぷしろんνにゅー ντρέπομαι καθόλου νにゅーαあるふぁ τたうαあるふぁ πぱいωおめが.