Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|21|06|2024}} |
Ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος (γενν. 1946) είναι Έλληνας πολιτικός και πανεπιστημιακός.
Γεννήθηκε το 1946 στον Πειραιά και είναι γιος του Γιάννη Ανδριανόπουλου, ενός εκ των πέντε ιδρυτών του Ολυμπιακού. Θείος του ήταν ο πρώην δήμαρχος Πειραιά και βουλευτής Γιώργος Ανδριανόπουλος. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα και Συγκριτική Πολιτειολογία, Ανάπτυξη και Διεθνείς Σχέσεις στα Πανεπιστήμια Κεντ και Κέμπριτζ της Αγγλίας και Όσλο της Νορβηγίας. Είναι διπλωματούχος του ειδικού τμήματος Ηγεσίας και Διοίκησης της Σχολής Κέννεντυ του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ ενώ είναι και κάτοχος δύο επίτιμων διδακτορικών διπλωμάτων.
Η πολιτική του καριέρα ξεκίνησε αμέσως μετά τη μεταπολίτευση με τη Νέα Δημοκρατία όπου έμεινε για πολλά χρόνια. Έχει διατελέσει αρκετές φορές υπουργός και υφυπουργός σε κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας:
- Υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (1976)
- Υφυπουργός Εξωτερικών (1977)
- Υπουργός Πολιτισμού κι Επιστημών (1980)
- Υπουργός Εμπορίου (1989)
- Υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας, Τεχνολογίας και Εμπορίου (Αύγουστος 1991)
- Υπουργός Επικρατείας (Αύγουστος 1992)
και έχει εκλεγεί επτά φορές βουλευτής Πειραιώς, ενώ το 1986 εξελέγη Δήμαρχος Πειραιά, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1989. Ο Ανδριανόπουλος είχε πρωτοστατήσει στην κινητοποίηση για τη δημιουργία ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών στην Ελλάδα.[3]
Το 1994 αποχώρησε από τη Νέα Δημοκρατία, λόγω πολιτικών διαφωνιών με τον τότε αρχηγό Μιλτιάδη Έβερτ, ο οποίος δήλωνε πως «Η Νέα Δημοκρατία δεν είναι νεοφιλελεύθερο κόμμα». Στη συνέχεια δεν ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική, απλά δημοσίευε άρθρα σε ελληνικά και ξένα έντυπα και συμμετείχε σε τηλεοπτικές συζητήσεις, ενώ παρουσίασε και δύο δικές του εκπομπές.
Το 1999 κατά τη διάρκεια των νατοϊκών βομβαρδισμών στη Σερβία εγκάλεσε τα ελληνικά ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους ως «φερέφωνα» της σέρβικης προπαγάνδας του καθεστώτος του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, προκαλώντας ρήξη με τα ελληνικά ΜΜΕ και τηλεοπτικές συζητήσεις. Πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2004 αποδέχθηκε πρόταση του ΠΑΣΟΚ να συμμετέχει στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του κόμματος, ως ανεξάρτητος. Τελικά εξελέγη, αλλά από τότε έχει εκφράσει αρκετές διαφωνίες με τη γραμμή του ΠΑΣΟΚ και του αρχηγού του. Στις 22 Απριλίου 2004 κατέθεσε δήλωση ανεξαρτητοποίησής του.
Την έκπτωσή του από το βουλευτικό αξίωμα (με ψήφους 10 υπέρ και 1 κατά) αποφάσισε στις 12 Οκτωβρίου 2006 το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ασυμβίβαστου της βουλευτικής ιδιότητας, καθώς ο ίδιος ασκούσε επιχειρηματική δραστηριότητα (εργαζόταν ως επικεφαλής ομάδας διεθνών ειδικών συμβουλεύοντας την κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε θέματα Ανταγωνισμού και Απελευθέρωσης των Αγορών). Τη βουλευτική του έδρα κατέλαβε η Ρόζα Βρεττού, πρώτη αναπληρωματική στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, η οποία είχε υποβάλει την ένσταση.