- Για πληροφορίες σχετικά με τις άλλες χώρες οι οποίες μοιράζονται το ίδιο πρόσωπο ως μονάρχη, δείτε: Κοινοπολιτεία των Εθνών.
Η μοναρχία του Ηνωμένου Βασιλείου (κοινώς αναφερόμενη ως η Βρετανική μοναρχία) (αγγλικά: monarchy of the United Kingdom ή British monarchy) είναι η συνταγματική μοναρχία του Ηνωμένου Βασιλείου και των υπερπόντιων εδαφών του.
Ο σημερινός μονάρχης, Κάρολος Γ΄, βασιλεύει από τις 8 Σεπτεμβρίου 2022. Αυτός και η άμεση οικογένεια του αναλαμβάνουν διάφορα επίσημα, τελετουργικά και αντιπροσωπευτικά καθήκοντα.
Αν και το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί επισήμως Συνταγματική Μοναρχία, ο Βασιλιάς, όπως στις Βασιλευόμενες Δημοκρατίες, περιορίζεται σε δευτερεύοντα καθήκοντα, όπως την απονομή τιμητικών διακρίσεων (Τάγματα, παρασημοφορήσεις και μετάλλια του Ηνωμένου Βασιλείου), τη διάλυση του Κοινοβουλίου και το διορισμό του πρωθυπουργού. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, έστω τυπικά λειτουργεί εξ ονόματος του μονάρχη (Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος). Επιπλέον, ο εκάστοτε μονάρχης του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι αρχηγός των Βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων.[εκκρεμεί παραπομπή]
Παρότι ο μονάρχης στη χώρα έχει κυρίως συμβολικό, τελετουργικό και εθιμοτυπικό χαρακτήρα, ως αρχηγός του κράτους διατηρεί σύμφωνα με το Σύνταγμα του Ηνωμένου Βασιλείου κάποιες εξουσίες (πολλές εκ των οποίων εθιμικά δεν τις ασκεί):[1][2][3][4]
Το Βρετανικό κοινοβούλιο τύποις εκτός από τα δύο νομοθετικά σώματα, τη Βουλή των Λόρδων (άνω βουλή) και τη Βουλή των Κοινοτήτων (κάτω βουλή), περιλαμβάνει και το "Στέμμα". Οι εξουσίες στην σημερινή τους μορφή, είναι τιμητικές.
Επιπλέον, ο μονάρχης κηρύσσει κάθε χρόνο την έναρξη των εργασιών του Κοινοβουλίου στην «Ομιλία του Θρόνου» και αναγιγνώσκει τα σχέδια της Κυβέρνησης για τον επόμενο χρόνο. Αντίστοιχα κηρύσσει και την διάλυση του Κοινοβουλίου πριν την διεξαγωγή εκλογών.
Τέλος, όταν ένα νομοσχέδιο εγκριθεί και από τα δύο σώματα του Κοινοβουλίου, τότε αυτό στέλνεται στον μονάρχη για να επικυρωθεί και να αποκτήσει τελικά ισχύ νόμου. Θεωρητικά ο μονάρχης, μπορεί να αρνηθεί την επικύρωσή του, όμως de facto είναι μία τυπική διαδικασία, κατά την οποία δεν έχει υπάρξει άρνηση επικύρωσης από τον 18ο αιώνα.
- Διορισμός Κυβέρνησης – σχέση με τον Πρωθυπουργό
Ο μονάρχης ύστερα από κάθε βουλευτικές εκλογές ή ύστερα από ανάδειξη νέας κυβέρνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο, καλεί τον ηγέτη του κόμματος με τις περισσότερες έδρες στη Βουλή των Κοινοτήτων, να αναλάβει την θέση του Πρωθυπουργού και να σχηματίσει κυβέρνηση.
Επίσης, ο μονάρχης εθιμικά δέχεται τακτικά (συνήθως μια φορά την εβδομάδα) τον εκάστοτε πρωθυπουργό, με τον τελευταίο να ενημερώνει τον μονάρχη για σημαντικά τρέχοντα ζητήματα και του εκθέτει πολλά από τα σχέδιά του.
Τέλος, σε περίπτωση σοβαρής συνταγματικής κρίσης, ο μονάρχης, μπορεί να διαφωνήσει με την Κυβέρνηση (αφού διατηρεί ουδετερότητα), όμως αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ στην σύγχρονη Βρετανική ιστορία. Επίσης, τυπικά όπως διορίζει τον πρωθυπουργό, θεωρητικά έχει την δυνατότητα να τον απολύσει.
- Επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας
Ο μονάρχης είναι επικεφαλής της Εκκλησίας της Αγγλίας (CoE) αποτελεί το κυριότερο σύμβολο ενότητας της Εκκλησίας εντός της Αγγλίας, και ως εκ τούτου έχει την εξουσία να διορίζει τους αρχιεπισκόπους και τους επισκόπους, όμως πάντοτε με την σύμφωνη γνώμη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής.[Σ 1]
- Απονομή τιμητικών διακρίσεων και αξιωμάτων
Ο μονάρχης διορίζει τα μέλη της Βουλής των Λόρδων, όμως για να προβεί σε αυτή την ενέργεια θα πρέπει να υπάρχει και συγκατάθεση του Υπουργικού Συμβουλίου. Επίσης, ο μονάρχης μπορεί να απονέμει προσωπικά τον τίτλο του ιππότη (Sir) για να τιμήσει άτομα που έχουν συμβάλλει θετικά για την Βρετανική κοινωνία.
Δημοψηφίσματα για το θεσμό στην Κοινοπολιτεία
Επεξεργασία
Τον Νοέμβριο του 1999, ένα δημοψήφισμα για το μέλλον της μοναρχίας στην Αυστραλία κατέληξε σε μεγάλη νίκη για την Ελισάβετ.[5] Δημοσκοπήσεις στη Βρετανία το 2006 και το 2007 αποκάλυψαν ισχυρή λαϊκή υποστήριξη για την μοναρχία, ενώ το 2012, το έτος του Διαμαντένιου Ιωβηλαίου, η αποδοχή του θεσμού έφθασε μέχρι το 90%.[6][7] Τα δημοψηφίσματα στο Τουβαλού το 2008 και στον Άγιο Βικέντιο και τις Γρεναδίνες το 2009 απέρριψαν αμφότερα την επιλογή να γίνουν αβασίλευτες δημοκρατίες.[8]