Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάροςστην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε νατο ανασκευάσετε ή καινα προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στησελίδα συζήτησηςτου λήμματος.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 22/09/2011.
Οστρατηγός (Στγος) είναι ο ανώτατος στρατιωτικός βαθμός (OF-9) που συναντάται στονΕλληνικό Στρατό Ξηράς, καισε κάποιες χώρες της πολεμικής αεροπορίαςκαιτωνπεζοναυτών. Ο στρατηγός είναι επιφορτισμένος μετην ηγεσία ολόκληρου του στρατεύματος της χώρας και λαμβάνει σειρά αποφάσεων που μπορεί να έχουν μικρό ή και μεγάλο αντίκτυπο στις ένοπλες δυνάμεις. Οι αντίστοιχοι ανώτατοι βαθμοί στοΠολεμικό Ναυτικό είναι οΝαύαρχοςκαιστηνΠολεμική ΑεροπορίαοΠτέραρχος.
Ο Στρατηγός όπως ο Ναύαρχος καιο Πτέραρχος όμως δεν είναι μόνο βαθμός αλλά και τίτλος. Αυτό ισχύει σε όλες τις Χώρες καιγι’ αυτό Στρατηγός προσαγορεύεται κάθε Υποστράτηγος και Αντιστράτηγος όταν δεν είναι Αρχηγός ή Υπαρχηγός. Σε ορισμένες χώρες μάλιστα π.χ. ΗΠΑ Στρατηγός προσαγορεύεται καιο Ταξίαρχος. Ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑανκαι είναι ο μόνος που μπορεί να έχει το βαθμό δεν προσαγορεύεται Στρατηγός αλλά μετη φράση "κ. Αρχηγέ"
Ο «στρατηγός» υπήρξε ως αξίωμα στηναρχαία Αθήνα ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλά μόνο μετά τις μεταρρυθμίσεις τουΚλεισθένη απέκτησε την "κλασική" και πλέον γνωστή του μορφή: οι δέκα στρατηγοί που εκλέγονταν κάθε χρόνο, ένας για κάθε φυλή. Οι δέκα στρατηγοί ήταν ισόβαθμοι, και ως συλλογικό όργανο αντικατέστησαν ουσιαστικά τον «πολέμαρχο», που ως τότε ήταν ο αρχιστράτηγος του αθηναϊκού στρατού.[1]ΣτηΜάχη του Μαραθώνατο 490 π.Χ., σύμφωνα τουλάχιστον μετην περιγραφή τουΗρόδοτου, οι στρατηγοί αποφάσιζαν γιατην στρατηγική πουθα ακολουθούσαν με ψηφοφορία κατά πλειοψηφία, και εναλλάσσονταν ως επικεφαλής εκ περιτροπής κάθε μέρα. Την περίοδο εκείνη ο πολέμαρχος διατηρούσε το δικαίωμα ψήφου σε περίπτωση ισοψηφίας, και ορισμένοι σύγχρονοι ερευνητές θεωρούν ότι ήταν ακόμα αρχιστράτηγος. Τουλάχιστον από το 486 και ύστερα όμως, όταν ο πολέμαρχος, μαζί με τους υπόλοιπους δέκα άρχοντες, άρχισε να επιλέγεται με κλήρο, έχασε αυτή την ιδιότητα. Η ετήσια εκλογή των στρατηγών γινόταν την άνοιξη, καιη θητεία τους συνέπιπτε μετο αθηναϊκό ημερολογιακό έτος, από μεσοκαλόκαιρο σε μεσοκαλόκαιρο.
Η αυστηρή τήρηση του κανόνα εκλογής ενός στρατηγού από κάθε φυλή κράτησε ως το 440 π.Χ. περίπου, όταν άρχισαν να εκλέγονται δύο στρατηγοί γιαμια φυλή, με άλλη να μένει χωρίς δικό της στρατηγό, πιθανών λόγω απουσίας κατάλληλου υποψηφίου.[1] Αυτό το σύστημα κράτησε μετη σειρά του μέχρι το 357/6 περίπου, αλλά την εποχή πουοΑριστοτέλης έγραφε τηνΑθηναίων Πολιτείατουτο 330 π.Χ., οι στρατηγοί διορίζονταν χωρίς να παίζει ρόλο η προέλευσή τους. Έτσι, τηνελληνιστική περίοδο, ανκαιο αριθμός των φυλών αυξήθηκε, οι στρατηγοί παρέμειναν δέκα.[1]
Στις αρχές τουΕ' αιώνα π.Χ., αρκετοί στρατηγοί συνδύαζαν τα στρατιωτικά τους καθήκοντα με πολιτική δράση, με εξέχοντα παραδείγματα πολιτικούς ηγέτες όπως οΘεμιστοκλής, οΑριστείδης, οΚίμων, ή οΠερικλής. Εντούτοις η πολιτική τους εξουσία δεν πήγαζε από το αξίωμα του στρατηγού, αλλά από την προσωπική τους αίγλη και χαρισματική ηγεσία. Αφού η πολιτική ηγεσία του αθηναϊκού δήμου πέρασε στα χέρια των ρητόρων στα τέλη του αιώνα, οι στρατηγοί περιορίστηκαν στα στρατιωτικά τους καθήκοντα.[1] Αρχικά, οι στρατηγοί ορίζονταν για συγκεκριμένες αποστολές κατά περίπτωση. Σε εκστρατείες, συχνά ως και τρεις στρατηγοί μπορεί να τίθονταν από κοινού επικεφαλής. Σε αντίθεση δεμε άλλα ελληνικά κράτη, στην Αθήνα δεν υπήρχε το ξεχωριστό αξίωμα του «ναυάρχου», και τόσο ο στόλος όσο καιο στρατός διοικούνταν από τους στρατηγούς.[1] Από τα μέσα τουΔ' αιώνα π.Χ., οι στρατηγοί άρχισαν να αποκτούν συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Τέτοιοι ήταν ο «στρατηγός ἐπὶ τὴν χώραν», που μεριμνούσε γιατην άμυνα της Αττικής, ο «στρατηγός ἐπὶ τοὺς ὁπλίτας» για υπερπόντιες επιχειρήσεις, οιδυο «στρατηγοί ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ», υπεύθυνοι γιατο κύριο πολεμικό λιμάνι της Αθήνας, καιο «στρατηγός ἐπὶ τὰς συμμορίας», υπεύθυνος γιατον εξοπλισμό των πολεμικών πλοίων.[1] Αυτή η πρακτική γενικεύτηκε στους ελληνιστικούς χρόνους, και κάθε στρατηγός είχε συγκεκριμένη αποστολή. Ένας δεεξ αυτών, ο «στρατηγός ἐπὶ τὰ ὅπλα», απέκτησε εξέχουσα θέση κατά την ρωμαϊκή περίοδο.[1]
Ο όρος «στρατηγός» εμφανίζεται καισε άλλα ελληνικά κράτη, αλλά είναι ασαφές κατά πόσον επρόκειτο, όπως στην Αθήνα, για συγκεκριμένο αξίωμα, ή για ένα γενικό όρο για διοικητή στρατού.[1] Ως διακριτό αξίωμα αναφέρεται στις Συρακούσες μετά τα τέλη τουΕ' αιώνα π.Χ., στις Ερυθρές, καιστοΚοινό των Αρκάδωντη δεκαετία του 360 π.Χ.[1]
Ο τίτλος του «στρατηγού αυτοκράτορος» χρησιμοποιούνταν για στρατηγούς με ευρείες εξουσίες, οι οποίες όμως δίδονταν πάλι κατά περίπτωση από την εκάστοτε πόλη-κράτος.[1]
Επί Φιλίππου Β', ο τίτλος του στρατηγού δινόταν σε διοικητές που αποστέλλονταν να διεξάγουν αυτόνομες επιχειρήσεις ως εκπρόσωποι του βασιλέως, συχνά δε οριζόταν ακριβώς η δικαιοδοσία τους, λ.χ. «στρατηγός τῆς Εὐρώπης».[2]
Σε διάφορα κοινά ελληνικών πόλεων, ο όρος «στρατηγός» χρησιμοποιούνταν μόνο από τον ηγέτη του κοινού. ΣτηνΑιτωλική ΣυμπολιτείακαιτηνΑχαϊκή Συμπολιτεία, όπου ο στρατηγός εκλεγόταν κάθε χρόνο, ήταν ταυτόχρονα ο επώνυμος επικεφαλής της κυβέρνησης και ανώτατος διοικητής του στρατού. Στρατηγοί αναφέρονται επίσης στο Κοινό των Αρκάδων, τοΚοινό των Ηπειρωτών, καιτοΚοινό των Ακαρνάνων.
Στα βασίλεια τωνΔιαδόχων, ιδιαίτερα την Αίγυπτο τωνΠτολεμαίων, γιατην οποία γνωρίζουμε καιτα περισσότερα, ο στρατηγός έγινε διοικητικό αξίωμα, που συνδύαζε πολιτικές με στρατιωτικές αρμοδιότητες.[2]Στην Αίγυπτο οι στρατηγοί αρχικά ήταν υπεύθυνοι για τους Έλληνες εποίκους («κληρούχοι») πουοι Πτολεμαίοι εγκατέστησαν στη χώρα. Γρήγορα όμως απέκτησαν ρόλο στην διοίκηση, δίπλα στον «νομάρχη» καιτον «οικονόμο». Ήδη επί Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου (283-246 π.Χ.) ο στρατηγός είχε τεθεί επικεφαλής της επαρχιακής διοίκησης, ενώ ταυτόχρονα ο στρατιωτικός του ρόλος μειώθηκε, καθώς οι κληρούχοι σταδιακά αποστρατικοποιήθηκαν.[2]ΟΠτολεμαίος Ε΄ Επιφανής (204-181 π.Χ.) δημιούργησε το αξίωμα του «επιστρατήγου» ως επιστάτη των διαφόρων στρατηγών. Οι τελευταίοι είχαν μετατραπεί πιασε καθαρά πολιτικούς αξιωματούχους, συνδυάζοντας τις αρμοδιότητες του νομάρχη καιτου οικονόμου. Αντίθετα, ο επιστράτηγος διατηρούσε στρατιωτικές αρμοδιότητες. Επίσης αναφέρεται καιο διορισμός «υποστρατήγων» ως υποδιοικητών των στρατηγών.[2]Η διοικητική δομή των Πτολεμαίων επιβίωσε καιστην ρωμαϊκή περίοδο, όταν το αξίωμα του επιστρατήγου διαιρέθηκε σε τρεις ή τέσσερις μικρότερες δικαιοδοσίες. Ο Ρωμαίος procurator ad epistrategiam ήταν πλέον επικεφαλής των στρατηγών, που συνέχισαν να προέρχονται από τον ελληνικό πληθυσμό της χώρας.[2]
Μετην άνοδο της Ρώμης,οι Αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί χρησιμοποίησαν τον όρο «στρατηγός» γιανα αποδώσουν το ρωμαϊκό αξίωμα του «πραίτωρα» (praetor), λ.χ. στηνΚαινή Διαθήκηοι άρχοντες των Φιλίππων αναφέρονται ως στρατηγοί. Αντίστοιχα, ο όρος «αντιστράτηγος» χρησιμοποιήθηκε γιανα δηλώσει στα ελληνικά το αξίωμα τουpropraetor.
Ο βαθμός του στρατηγού στην σύγχρονη ελληνική ιστορία φερόταν από τον βασιλιά μέχρι την ανάληψη του βαθμού του στρατάρχη από τον Γεώργιο Β' το 1937. Κατ' εξαίρεση αποδιδόταν καισε ορισμένους επαγγελματίες στρατιωτικούς λόγω εξαιρετικών υπηρεσιών (λ.χ. οΡίτσαρντ Τσωρτςτο 1854[3] ή οΑλέξανδρος Παπάγοςτο 1947). Ως καιτη δεκαετία του 1960 όμως, οντε φάκτο ανώτερος βαθμός που μπορούσε να κατέχει Έλληνας αξιωματικός, ανεξαρτήτως της θέσης που κατείχε, ήταν αυτός του αντιστρατήγου.
Περί το 1970, στα πλαίσια εναρμονισμού μετα ισχύοντα στοΝΑΤΟ, όπου οι επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων των χωρών-μελών ήταν αξιωματικοί "τεσσάρων αστέρων", καθιερώθηκε καιο Έλληνας Αρχηγός ΓΕΕΘΑνα φέρει το βαθμό του στρατηγού αν προέρχεται από το στρατό ξηράς, ή αντίστοιχο για τους άλλους δυο κλάδους των ενόπλων δυνάμεων.
Επίσης, ο βαθμός του Στρατηγού εν αποστρατεία (ε.α.) απονέμεται κατόπιν απόφασης τουΚΥ.Σ.Ε.Α.σε απόστρατους αντιστράτηγουςτουΣτρατού Ξηράς καθώς και της ΕΛ.ΑΣ.καιτουΠυροσβεστικού Σώματος, που τερμάτισαν ευδοκίμως την σταδιοδρομία τους. Συνήθως αυτή η προαγωγή αφορά τους εκάστοτε αρχηγούς (Αρχηγός ΓΕΣ, Αρχηγός ΕΛ.ΑΣ, και Αρχηγός Π.Σ.).
Σε πολλά κράτη με μεγάλους πληθυσμούς και μεγάλο αριθμό από στρατιές, δεν είναι ο ανώτατος βαθμός, καθώς υπάρχει και ένας ακόμη υψηλότερος, οΣτρατάρχης (Marshal ή Field Marshal ή σε μερικές χώρες General of the Army / Στρατηγός του Στρατού).
Στις δημοκρατικές κοινωνίες, η ηγεσία των εκάστοτε ενόπλων δυνάμεων, που φέρουν τον βαθμό του στρατηγού, ή ανάλογο του κλάδου των ενόπλων δυνάμεων που υπηρετούν, βρίσκονται σε άμεση συνεργασία μετην πολιτική ηγεσία της χώρας τους. Κατά το παρελθόν, σε ορισμένες πολιτικές ανατροπέςκαι στρατιωτικά κινήματα, η έννοια του στρατηγού είχε αποκτήσει ακόμη και απόλυτα πολιτική διάσταση, μετον όρο «στρατηγός» να γίνεται συνώνυμος αυτού τουδικτάτορα.
Το διακριτικό της στολής του Στρατηγού στον Ελληνικό Στρατό από το 1975 και ύστερα είναι η χρυσή φλογοφόρος ροιά (= φλογοφόρος σφαίρα), σπαθί - σκυτάλη χιαστί και τέσσερα αστέρια (σε σχήμα ρόμβου), σε κάθετη διάταξη (σε κάθε επωμίδα). Το υπηρεσιακό αυτοκίνητό του φέρει τέσσερα αστέρια σε κόκκινο πλαίσιο.
Στις διάφορες χώρες, ο Στρατηγός απαντάται με τις εξής ονομασίες:
Τζένεραλ (General - αγγλόφωνες χώρες)
Γκενεράλ (General - γερμανόφωνες και σλαβόφωνες χώρες)