ΟΓκέοργκ Μπεμ (Georg Böhm, Χόχενκίρχεν 2 Σεπτεμβρίου 1661 - Λύνεμπουργκ 18 Μαΐου 1733), ήταν Γερμανός συνθέτης καιοργανίσταςτουΜπαρόκ. Επικεντρώθηκε κυρίως στην δημιουργία και εξέλιξη της χορωδιακής (κοράλ) παρτίτας και, μέσω τού έργου του, επηρέασε σημαντικά τονΓιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.
ΟΜπεμ γεννήθηκε το 1661 στο Χόχενκίρχεν (Höhenkirchen) της Θουριγγίας. Έλαβε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον πατέρα του, δάσκαλο και εκτελεστή εκκλησιαστικού οργάνου, ο οποίος πέθανε το 1675. Μπορεί επίσης να είχε πάρει μαθήματα από τον Γιόχαν Χάινριχ Χίλντεμπραντ (Johann Heinrich Hildebrand), κάντορα στο Όρντρουφ ο οποίος, μετη σειρά του, ήταν μαθητής τωνΧάινριχ Μπαχ (Heinrich Bach) καιΓιόχαν Κρίστιαν Μπαχ (Johann Christian Bach). Μετά τον θάνατο τού πατέρα του, οΜπεμ πήγε να σπουδάσει στην Λατινική Σχολή του Γκόλντμπαχ και, αργότερα, στο Γυμνάσιο της Γκότα στην Θουριγγία, από όπου αποφοίτησε το 1684. Μάλιστα, καιοι δύο πόλεις είχαν κάντορες διδαγμένους από τα ίδια μέλη της οικογένειας Μπαχπου μπορεί να επηρέασαν τον συνθέτη. Στις 28 Αυγούστου 1684 μπήκε στο Πανεπιστήμιο της πόλης Ιένα. Λίγα είναι γνωστά γιατα πανεπιστημιακά του χρόνια ή την ζωή μετά την αποφοίτησή του. Εμφανίζεται και πάλι μόλις το 1693, στοΑμβούργο. Δεν γνωρίζουμε, επίσης, κάτι γιατο πώς ζούσε εκεί, αλλά προφανώς είχε επηρεαστεί από τη μουσική ζωή της πόλης και της γύρω περιοχής. Γαλλικές και ιταλικές όπερες παρουσιάζονταν τακτικά στο Αμβούργο, ενώ στον τομέα της θρησκευτικής μουσικής, ο περίφημος Γιόχαν Άνταμ Ράινκεν ένας από τους κορυφαίους εκτελεστές και συνθέτες του εκκλησιαστικού οργάνου της εποχής του, έπαιζε στην Εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης (Katharinenkirche) της πόλης. Πιθανόν να είχε πάει να ακούσει τον Βίνσεντ Λίμπεκ (Vincent Lübeck) στην κοντινή πόλη Στάντε (Stade) ή, ενδεχομένως, ακόμη καιτονΝτήτριχ Μπουξτεχούντεστην πόλη Λίμπεκ, η οποία ήταν επίσης κοντά.[8]
Το 1698 οΜπεμ διαδέχθηκε τον Κρίστιαν Φλορ (Christian Flor) στην θέση του οργανίστα της κύριας εκκλησίας τουΛύνεμπουργκ, τον Άγιο Ιωάννη (Johanniskirche). Συγκεκριμένα, λίγο μετά τον θάνατο τουΦλορ, το 1697, οΜπεμ έκανε αίτηση για ακρόαση, αναφέροντας ότι δεν είχε κανονική απασχόληση εκείνο το διάστημα. Η αίτηση έγινε αμέσως αποδεκτή από το τότε δημοτικό συμβούλιο της πόλης καιοΜπεμ κράτησε την θέση αυτή μέχρι τον θάνατό του. Παντρεύτηκε και απέκτησε πέντε γιους.[8]
Από το 1700 μέχρι το 1702, πιθανόν, συνάντησε και έκανε μαθήματα στον -δεκαπεντάχρονο τότε- Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος έφτασε στο Λύνεμπουργκ το 1700 και σπούδασε στην Σχολή τουΑγ. Μιχαήλ (Michaelischule), η οποία ανήκε στην ομώνυμη εκκλησία (Michaeliskirche). Λέγεται ότι, οΜπαχδεν έκανε ποτέ, επισήμως, μάθημα μετονΜπεμ. Λαμβάνοντας όμως υπ’όψιν το μουσικό οικογενειακό ιστορικό τουΜπαχ, την φιλομάθειά του, την εμπειρία του ως τραγουδιστή, εκτελεστή οργάνων και οργανίστα, σίγουρα θα επωφελήθηκε πολύ από τον επαγγελματισμό τού Μπεμ.[9][10] Μέσω αυτού, ήλθε σε επαφή μετο είδος της στυλιζαρισμένης χορευτικής φόρμας, μετην Γαλλική σουίτα, αλλά καιμετα πρελούδια και φούγκες του ίδιου τουΜπεμ, των βορειογερμανών συναδέλφων του, καιμε τις αριστοτεχνικές κοράλ παραλλαγές του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι οι πρώτες συνθέσεις τού ίδιου τού Μπαχσ’αυτές τις φόρμες, χρονολογούνται από το Λύνεμπουργκ και δημιουργήθηκαν λόγω της επιρροής τού Μπεμ. Επίσης, οΚαρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ, γιος τού μεγάλου κάντορα, γράφοντας στονΓιόχαν Νικολάους Φόρκελ (Johann Nikolaus Forkel), βιογράφο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, το 1775, υποστήριξε ότι ο πατέρας του αγαπούσε και σπούδασε την μουσική τού Μπεμ, καιμια υποσημείωσή του δείχνει ότι η πρώτη σκέψη του ήταν ότι, οΜπεμ υπήρξε δάσκαλος του Γιόχαν Σεμπάστιαν.[9] Στις 31 Αυγούστου 2006 κατά την ανακάλυψη τωνπιο πρώιμων αυτόγραφων χειρογράφων τουΜπαχ, σε ένα (1) από αυτά αποδεικνύεται ότι οΜπαχ γνώριζε τονΜπεμ προσωπικά.[11]Η σύνδεση αυτή πρέπει να είχε γίνει στενή φιλία που κράτησε για πολλά χρόνια, καθώς ο ίδιος οΜπαχτο 1727 ορίζει τονΜπεμ ως αποκλειστικό υπεύθυνο γιανα αναλάβει την διακίνηση και πώληση των έργων τουΠαρτίτες αρ. 2 και 3 για κλειδοκύμβαλο, στηνΒ. Γερμανία.[12]
ΟΜπεμ πέθανε το 1733. Ένας από τους γιους του, ο Γιάκομπ Κρίστιαν, πουθα κληρονομούσε την θέση του, πέθανε νέος, οπότε αυτή πήγε τελικά στον γαμπρό του Λούντβιχ Ερνστ Χάρτμαν.[8]
23 Ιερά τραγούδια (in Geistreiche Lieder (H.E. Elmenhorst)...auch in gewissen Abtheilungen geordnet von M. Johann Christoph Jauch (Lüneburg, 3/1700); ed. in DDT, xlv (1911/R)
Μουσική γιατα εγκαίνια του Οίκου των Barmherzigkeit, Grahl, Lüneburg, (5 Δεκεμβρίου 1708, χαμένο)
ΟΜπεμ είναι κυρίως γνωστός για τις συνθέσεις τουγιαεκκλησιαστικό όργανοκαιτσέμπαλο. Πολλά από τα έργα του έχουν σχεδιαστεί μετην ευελιξία του οργάνου στο μυαλό: ένα συγκεκριμένο κομμάτι θα μπορούσε να εκτελεστεί στο όργανο, το τσέμπαλο ή το τσέμπαλο, ανάλογα μετην κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ίδιος ο ερμηνευτής. Η μουσική τουΜπεμ είναι αξιοσημείωτη γιατη χρήση τού stylus phantasticus (φανταστικό ύφος), που βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό του εκτελεστή.
Ωστόσο, η σημαντικότερη συμβολή τού Μπεμστη Βόρεια γερμανική μουσική γιατο πληκτρολόγιο, είναι η Χορωδιακή ή Κοράλ Παρτίτα, σύνθεση μεγάλης κλίμακας που αποτελείται από διάφορες παραλλαγές πάνω σε ένα συγκεκριμένο κοράλ. Αυτός ουσιαστικά εφηύρε την συγκεκριμένη φόρμα, γράφοντας πολλές παρτιτούρες διαφορετικής διάρκειας και μελωδίας. Αργότερα, διάφοροι συνθέτες θα εξελίξουν την κοράλ παρτίτα, με αποκορύφωμα τονΓιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Οι παρτίτες τουΜπεμ διαθέτουν σοφιστικέ πολυφωνική επεξεργασία πάνω στο κοράλ του θέματος. Έχουν, γενικά, κάποιον «ρουστίκ» χαρακτήρα και μπορούν να εκτελεστούν μετην ίδια επιτυχία είτε στο εκκλησιαστικό όργανο είτε στο τσέμπαλο.
«Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
McLean, Hugh J. "Böhm, Georg", Grove Music Online, ed. L. Macy, grovemusic.com (subscription access)
Neumann, W. & Schulze, H.-J. (eds.) (1969). Fremdschriftliche und gedruckte Dokumente zur Lebensgeschichte Johann Sebastian Bachs 1685–1750, Bach-Dokumente, ii. Leipzig
Williams, Peter F. 2007. J.S. Bach: A Life In Music. Cambridge University Press. 9780521870740
Wolff, Christoph (2000a). Bach: The Learned Musician. New York: W. W. Norton & Company.