Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο. Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Γιατη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|25|07|2024}}
Έκρηξη
Έκρηξη είναι η απότομη μεταβολή (κατά κύριο λόγο αύξηση) τουόγκουπου καταλαμβάνει ηύληστονχώροπου συνεπάγεται απότομη απελευθέρωση ενέργειαςκαι συνοδεύεται ενίοτε από παραγωγή θερμότηταςκαιαερίων. Η απότομη μεταβολή του όγκου που καταλαμβάνει η ύλη προκαλεί απότομα διαφορά πίεσηςστον περιβάλλοντα χώρο και αυτή η διαφορά μεταφέρεται στην περιρρέουσα ύλη μετη μορφή ωστικού κύματος, γι' αυτό καιμια έκρηξη μπορεί να είναι καταστροφική.
Μια έκρηξη προκαλείται από μια ταχεία χημική αντίδραση, από υπερθέρμανση αερίου σε κλειστό δοχείο το οποίο σπάει, από ανεξέλεγκτες πυρηνικές αντιδράσεις, από αστρονομικά φαινόμενα (όπως ένα σουπερνόβα), από πέρασμα ανεμοστρόβιλου πάνω από σπίτι με κλειστές πόρτες και παράθυρα κλπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο όγκος, που καταλαμβάνει η ύλη που εκρήγνυται, αυξάνει απότομα.
Σε κάποια φυσικά φαινόμενα ο όγκος της ύλης θα μπορούσε να μειώνεται το ίδιο απότομα, π.χ. στην απότομη πτώση της θερμοκρασίας ενός αερίου, οπότε η διαφορά της πίεσης ακολουθεί την κατάρρευση του αερίου. Ομοίως μπορεί να έχουμε ένα γυάλινο έστω δοχείο που περιέχει αέριο υπό χαμηλή πίεση (σχεδόν κενό) το οποίο σπάει ενώ βρίσκεται εξωτερικά υπό υψηλή πίεση, π.χ. εντός άλλου δοχείου ή σε μεγάλο βάθος σε έναν ωκεανό. Ο αντίστοιχος αγγλικός όρος της έκρηξης «προς τα μέσα» είναι «implosion», σε αντίθεση μετην έκρηξη προς τα έξω («explosion»).
Μεταφορικά στις εκφράσεις ο όρος αυτός σημαίνει την απότομη μεταβολή ή μετάβαση από ηρεμία σε άλλη κατάσταση π.χ. έκρηξη οργής, έκρηξη πολέμουκ.λπ. Στις μεταφορικές αυτές έννοιες περιλαμβάνεται καιο επίσημος όρος έκρηξη αλγώνστηΒιολογία.