Σύμφωνα μετηναυτική ορολογία, τααντιτορπιλικά (Α/Τ, αγγλικάdestroyer) είναι τύπος πολεμικών πλοίων, συνήθως ταχυκίνητων, ευέλικτων και μεγάλης αντοχής, που σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν με κύριο σκοπό τη συνοδεία μεγαλύτερων σκαφών ενός πολεμικού στόλου, νηοπομπής ή μάχιμης ομάδας, με σκοπό την υπεράσπισή τους εναντίον μικρότερων, αλλά (σχετικά) ισχυρών επιτιθέμενων μονάδων μικρής ακτίνας δράσης. Αρχικά αναπτύχθηκαν κατά τα τέλη του19ου αιώνα, με σκοπό την άμυνα εναντίον τωντορπιλοβόλων. Μάλιστα, μέχρι την εποχή τουΡωσοϊαπωνικού Πολέμουτου1904, η πλήρης ονομασία του τύπου αυτού ήταν αρχικά «καταστροφείς τορπιλοβόλων» (Torpedo Boat Destroyers, TBDs), που αποδόθηκε στα ελληνικά μετον τότε νεολογισμό ως «αντιτορπιλικά». Τα πρώτα αντιτορπιλικά ήταν καιτα ίδια τορπιλοβόλα, αλλά (σχετικά) μεγαλύτερα, αρκετά γρήγορα (ώστε να είναι εφικτή η καταδίωξη) και ισχυρότερα οπλισμένα από τον μέσο όρο των τότε τορπιλοβόλων, που ανέλαβαν τον ρόλο της άμυνας του στόλου έναντι των εχθρικών τορπιλοβόλων. Ο όρος TBD εμφανίστηκε περίπου το1892, αλλά συντομεύθηκε για μεγαλύτερη ευκολία σε σκέτο destroyerκαι υιοθετήθηκε με παρόμοιους όρους από το πολεμικό ναυτικό όλων των κρατών μέχρι την έναρξη τουΑ΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[1]
Μετην εμφάνιση τωνυποβρυχίωνκαιτωναεροσκαφώνστα θέατρα του πολέμου, τα αντιτορπιλικά ανέλαβαν επίσης τον ανθυποβρυχιακό καιτον αντιαεροπορικό ρόλο, τον τελευταίο κυρίως από τα μέσα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εξελίχθηκαν δηλαδή σε πολεμικά πλοία μέσου μεγέθους και γενικών καθηκόντων. Επίσης, μεγάλωσαν σταδιακά σε μέγεθος και ισχύ. Χαρακτηρίζονταν γενικά από μεγάλη ευελιξία και ταχύτητα σε σχέση με άλλα πλοία του μεγέθους τους. Έφεραν (αρκετά) βαρύ οπλισμό γιατην αντιμετώπιση τόσο θαλάσσιων, υποβρύχιων και εναέριων στόχων όπως πυροβόλα (4–5,5 ιντσών ως κύριο οπλισμό και έναν αριθμό από μικρότερα σε αντιαεροπορικό ρόλο), βόμβες βυθού, τορπιλοσωλήνεςκαιρουκέτες.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα αντιτορπιλικά εξελίχθηκαν σε ολοένα μεγαλύτερα αντιτορπιλικά κατευθυνόμενων βλημάτων, γεγονός που επέτρεψε στα νέου τύπου σκάφη τη δυνατότητα να έχουν και ρόλο κύριων μαχητικών σκαφών επιφανείας (ενώ προηγουμένως αυτός ο ρόλος ανήκε σταθωρηκτάκαιστακαταδρομικά), επιτρέποντάς τανα είναι πιο ικανά για ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Κάποια μεγάλα αντιτορπιλικά ορισμένων χωρών μεταφέρουν καιελικόπτερα.
Στις αρχές του21ου αιώνα, τα αντιτορπιλικά, μετα νέα παγκόσμια πρότυπα, αποτελούν τον κύριο τύπο πολεμικών πλοίων επιφανείας των σημαντικότερων ναυτικών δυνάμεων, ενώ πλέον μόνο οιΗΠΑκαιηΡωσία διαθέτουν και καταδρομικά, τα οποία τυπικά θεωρούνται βαρύτερος τύπος πολεμικών πλοίων, και έχουν πάψει να υπάρχουν ενεργοί εκπρόσωποι των ακόμη βαρύτερων τύπων των θωρηκτών καιτων αληθινών καταδρομικών μάχης.[2]
Τα σύγχρονα αντιτορπιλικά κατευθυνόμενων βλημάτων έχουν ισοδύναμο εκτόπισμαμετα καταδρομικά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ έχουν σαφώς πολύ μεγαλύτερη δύναμη πυρός από τα τελευταία, εφόσον μπορούν να μεταφέρουν ακόμη καιπυραύλους με πυρηνικές κεφαλές. Μάλιστα τα αντιτορπιλικά της κλάσης Arleigh Burke, με μήκος 160 μέτρα, εκτόπισμα 9.200 τόνωνκαι συνολικό οπλισμό μεγαλύτερο από 90 πυραύλους,[3] είναι μεγαλύτερα και βαρύτερα οπλισμένα από κάποιες προηγούμενες κλάσεις πολεμικών που ταξινομούνταν στακαταδρομικά κατευθυνόμενων βλημάτων.
ΤοΕλληνικό Πολεμικό Ναυτικό έχει πάψει να χρησιμοποιεί αντιτορπιλικά, που αντικαταστάθηκαν από φρεγάτες τύπου Standard και MEKO 200HN, στον ίδιο ακριβώς ρόλο καιμε εκτόπισμα μεγαλύτερο από τις κλάσεις αντιτορπιλικών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
↑Σημείωση: Παρόλο πουη Ρωσική κλάση Κίροβ μερικές φορές ταξινομείται από δυτικούς αναλυτές στα καταδρομικά μάχης, από την ίδια τη Ρωσία περιγράφεται ως βαρύ πυραυλοφόρο καταδρομικό. Μπορεί πάντως να θεωρηθούν ως η μοναδική «ζώσα» εξαίρεση της ανυπαρξίας βαρύτερων από τα καταδρομικά τύπων πολεμικών πλοίων στον παρόντα χρόνο. Τα αεροπλανοφόρα δεν θεωρούνται μαχητικά επιφανείας, γιατί ο κύριος ρόλος τους είναι να μεταφέρουν αεροσκάφη που εκείνα μάχονται και όχι άμεσα τα ίδια τα αεροπλανοφόρα.