ΟΑριαράθης Γ' (3ος αιώνας π.Χ.) ήταν ηγεμόνας του βασιλείου της Καππαδοκίας κατά τηνελληνιστική περίοδο (255 π.Χ.-220 π.Χ.), μέλος της Δυναστείας των Αριαραθιδών. Πατέρας του ήταν ο προκάτοχός του, Αριαράμνης Β'. Οι απόψεις των νεότερων ερευνητών γιατην έναρξη της ηγεμονίας του Αριαράθη ποικίλλουν, με αποτέλεσμα να τοποθετείται είτε στο255 είτε στο240 είτε στο230 π.Χ. περίπου. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του εμφανίζεται στην καππαδοκική νομισματοκοπία για πρώτη φορά ο βασιλικός τίτλος, ίσως δεκαιτο διάδημα.[2]
Ο Αριαράμνης Β' περιγράφεται από τοΔιόδωρο ιδιαίτερα αφοσιωμένος στα παιδιά του. Όσο ήταν ακόμη εν ζωή, όρισε γύρω στο255 π.Χ.τον πρωτότοκο γιοτου, Αριαράθη Γ', συμβασιλιά τοποθετώντας στο κεφάλι τουτο βασιλικό διάδημα και αναγνωρίζοντάς του ίσα δικαιώματα στην άσκηση της αρχής. Μετά το θάνατό του, ο Αριαράθης κυβέρνησε μοναχός τουτην Καππαδοκία.[3]
Ο πατέρας του, όσο βρισκόταν εν ζωή, φρόντισε να συσφίξει τους δεσμούς του οίκου τουμε τους Σελευκίδες, κανονίζοντας γάμο ανάμεσα στον Αριαράθη καιτηΣτρατονίκη, κόρη τουΑντιόχου Β' του Θεούκαι της Λαοδίκης Α'.[3]Οι Σελευκίδες, έχοντας εμπλακεί στοΔεύτερο Συριακό πόλεμο (260-253 π.Χ.), είχαν κάθε συμφέρον να αναγνωρίσουν τη Μεγάλη Καππαδοκία την περίοδο αυτή ως ανεξάρτητο βασίλειο προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συνεργασία της.[2] Κατά μία εκδοχή την περίοδο αυτή πέρασε στους Αριαραθίδες η περιοχή της Καταονίας, ίσως ως προίκα της πριγκίπισσας Στρατονίκης ή μέσω κατακτητικών πολέμων.[2]
Από τις πηγές είναι γνωστό πως ο Αριαράθης Γ' είχε εξ αγχιστείας συγγένεια μετον πρίγκιπα των Σελευκίδων, Αντίοχο Ιέρακα. Ο τελευταίος ενεπλάκη σε μακρόχρονο πόλεμο μετον αδερφό του, Σέλευκο Β' τον Καλλίνικο, στον οποίο η Καππαδοκία δεν έμεινε αμέτοχη, σύμφωνα πάντα μετο συμφέρον της.[4]
Ο Αριαράθης Γ' πεθαίνοντας κληροδότησε το βασίλειό τουστογιοτου, Αριαράθη Δ' τον Ευσεβή, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν ακόμη σε νηπιακή ηλικία.[3]
Η Καππαδοκία ανεξαρτητοποιείται οριστικά από τους Σελευκίδες. Την ίδια περίοδο ο Αριαράθης Γ' παντρεύεται τηΣτρατονίκη, κόρη τουΑντιόχου Β' του Θεούκαι ορίζεται από τον πατέρα του συμβασιλιάς.