Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 29/03/2009.
Μετά την κατάκτηση της ΠερσικήςΑυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών από τους αρχαίους Μακεδόνεςτο 330 π.Χ. καιτη διάλυσή της λίγο αργότερα, τα ελληνιστικά βασίλεια ιδρύθηκαν σε όλη τη νοτιοδυτική Ασία (Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, Βασίλειο της Περγάμου), τη βορειοανατολική Αφρική (Βασίλειο των Πτολεμαίων) καιτη νότια Ασία (Ελληνοβακτριακό Βασίλειο, Ινδοελληνικό Βασίλειο).[4][5] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εισροή Ελλήνων αποίκων καιτην εξαγωγή τουελληνικού πολιτισμούκαι της ελληνικής γλώσσας σε αυτά τα νέα βασίλεια, που εκτείνονται μέχρι τη σημερινή Ινδία. Αυτά τα νέα βασίλεια επηρεάστηκαν επίσης από τους αυτόχθονες πολιτισμούς, υιοθετώντας τοπικές πρακτικές όπου ήταν επωφελείς, αναγκαίες ή βολικές. Ο ελληνιστικός πολιτισμός αντιπροσωπεύει έτσι μια συγχώνευση του αρχαίου ελληνικού κόσμου με αυτόν της Δυτικής Ασίας, της Βορειοανατολικής Αφρικής και της Νοτιοδυτικής Ασίας.[6] Αυτό οδήγησε στη δημιουργία μιας κοινής ελληνικής διαλέκτου με βάση τηνΑττική, γνωστής ως Κοινή Ελληνική, η οποία έγινε ηlingua francaσε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο.
Κατά την ελληνιστική περίοδο, η ελληνική πολιτιστική επιρροή και ισχύς έφτασε στο απόγειό της στηΜεσόγειοκαι πέραν αυτής. Η ευημερία καιη πρόοδος στις τέχνες, τη λογοτεχνία, το θέατρο, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, τα μαθηματικά, τη φιλοσοφία καιτην επιστήμη χαρακτηρίζουν την εποχή. Στην ελληνιστική περίοδο υπήρξε άνοδος στηΝέα Κωμωδία, στηναλεξανδρινή ποίηση, και στις μεταφραστικές προσπάθειες, όπως οιΕβδομήκοντα, καιοι φιλοσοφίες τουστωικισμού, τουεπικουρειανισμούκαιτουπυρρωνισμού. Στην επιστήμη, τα έργα του μαθηματικού Ευκλείδηκαιτου πολυμαθούς Αρχιμήδη είναι υποδειγματικά. Η θρησκευτική σφαίρα επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε νέους θεούς, όπως ο ελληνοαιγυπτιακός Σέραπις, ανατολικές θεότητες όπως οΆττιςκαιηΚυβέλη, καθώς και έναν συγκρητισμό μεταξύ τουελληνιστικού πολιτισμού καιτου βουδισμούστηΒακτρίακαιτη βορειοδυτική Ινδία.
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής είναι τα εξής:
Η επέκταση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή. Είναι η τρίτη και τελευταία φορά στην αρχαία ελληνική ιστορία που επεκτάθηκε ο χώρος όπου δρούσαν οι Έλληνες. ΟΣτέφανος Βυζάντιος, ιστορικός του έκτου αιώνα μ.Χ., αναφέρει στα «Εθνικά» του 18 Αλεξάνδρειες. Οιιδρύσεις νέων πόλεων συνεχίστηκε και από τους διαδόχους και τους επιγόνους και οδήγησε στη δημιουργία δικτύου Ελληνίδων πόλεων, με κυρίαρχο πολιτισμικό στοιχείο το Ελληνικό. Στη συνέχεια, τα όρια της εξάπλωσης του ελληνισμού ταυτίστηκαν μετα όρια της εξάπλωσης της Ρώμης προς την Ανατολή.
Στην πολιτική οργάνωση, κυριάρχησε το σχήμα των μεγάλων εδαφικών βασιλείων στον χώρο της Ανατολής. Ιδρύθηκαν νέα βασίλεια, σε αντίθεση μετο παλαιό μακεδονικό, με καλά οργανωμένη διοίκηση, οικονομία και στρατιωτική ισχύ που τους επέτρεψε να έχουν πρωτεύοντα ρόλο στις διεθνείς σχέσεις. Σημαντικές πόλεις της εποχής ήταν η Αθήνα, η Ρόδος καιοι συμπολιτείες, αλλά απείχαν πολύ απ’ το ονομαστούν ρυθμιστές της κατάστασης.
Όλες οι παλαιές λατρείες εξακολούθησαν να υπάρχουν. Παράλληλα, όμως, και νέες, ανατολικές λατρείες διαδόθηκαν μεπιο χαρακτηριστικό φαινόμενο τη λατρεία της προσωπικής ευζωίας βασιλέων και άλλων επιφανών πολιτικών προσώπων. Μολονότι το φαινόμενο πρωτοεμφανίστηκε το404 π.Χ.μετονΣπαρτιάτηΛύσανδρο, αποτελεί γνώρισμα των ελληνιστικών χρόνων λόγω της συχνότητας της εμφάνισής του.
Διεθνής γλώσσα της εποχής σε όλο τον μεσογειακό χώρο και πέραν των ορίων των ελληνιστικών βασιλείων είναι ηκοινή ελληνική. Μετον όρο αυτόν εννοούμε την ελληνική όπως εξελίχθηκε μετά από τον συνδυασμό της αττικής διαλέκτου καιτου ιωνικού αλφαβήτου, πρώτα στοιχεία γιατον οποία συναντούμε το τέλος του 5ου αιώνα π.χ., ενώ τομή στην εξέλιξη αυτή αποτελεί η υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου από την Αθήνα το403/2 π.Χ.
Η διάταξη του γεωγραφικού και ιστορικού χώρου στην Ανατολή είχε ως αποτέλεσμα ένα νέο, εκτενή ζωτικό χώρο, που ευνοούσε τη μετακίνηση στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου υπήρχαν μεγαλύτερες δυνατότητες απασχόλησης. Μισθοφόροι, διοικητές, επαγγελματίες σε διάφορα επιτηδεύματα από τον παλαιό ελληνικό χώρο εγκαθίστανται σε πόλεις σε νέες περιοχές.
Την περίοδο αυτή λαμβάνουν χώρα πολλά ποικίλα παράλληλα φαινόμενα. Έχουμε μία πολύμορφη πολιτική θεωρία και πρακτική με δεσπόζουσα θέση, αλλά αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς η επιστήμη καιη τεχνολογία. Η εμπορική δραστηριότητα αποκτά αυτοτελή αξία. Η διεύρυνση των ορίων του κατοικούμενου κόσμου δημιουργεί την εντύπωση της οικουμένης παράλληλα μετην έννοια της πόλης-πατρίδα, αντίληψη η οποία θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι νέες ιστορικές συνθήκες αντανακλώνται στον χώρο της φιλοσοφίας, όπου κυριαρχούν οιστωικοίκαιοιεπικούρειοι φιλόσοφοι, στη διδασκαλία των οποίων κεντρική θέση κατέχουν οι αντιλήψεις περί οικουμένης.
Όλα τα είδη του γραπτού λόγου (γραμματειακές πηγές, επιγραφές σε παπύρους, όστρακα - κυρίως στο πτολεμαϊκό βασίλειο - και νομίσματα). Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι κανένα ιστοριογραφικό έργο της ελληνιστικής εποχής δεν έχει σωθεί ολόκληρο, αλλά ο μεγάλος αριθμός των σωζόμενων επιγραφών αναπληρώνει το κενό. Έχουμε αποσπάσματα ιστορικών έργων, που ασχολούνται με μία πληθώρα ειδών: παγκόσμια, θεματική, τοπική και ιστορία προσώπων.
Στον3οπ.Χ. αιώνα, σώζονται μόνο αποσπάσματα ιστορικών έργων συγγραφέων όπως οΙερώνυμος ο Καρδιανός, οΔούρις ο Σάμιος, οΦύλαρχος ο Αθηναίος, οΤίμαιος, ο οποίος έγραψε την ιστορία της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας. Οι ιστοριογράφοι αυτοί επηρέασαν τους μεταγενέστερους καιτα έργα τους έχουν μεγάλη σημασία.
Τον2οπ.Χ. αιώνα κυριαρχεί στην ιστοριογραφία οΠολύβιος ο Μεγαλοπολίτης (περίπου 200 π.Χ. - περίπου 118 π.Χ.), που έζησε τα έτη 168-150 π.Χ.στη Ρώμη ως όμηρος. Μετά τημάχη της Πύδνας, τα ελληνικά κράτη που είχαν τηρήσει ουδέτερη στάση τιμωρήθηκαν καιηΑχαϊκή Συμπολιτεία υποχρεώθηκε να στείλει 1000 επιφανείς πολίτες ως ομήρους στη Ρώμη, ανάμεσα στους οποίους καιο Πολύβιος. Το έργο του«Ιστορίαι» καλύπτει το χρονικό διάστημα 264-146 π.Χ., από την έναρξη τουΑ΄ καρχηδονιακού πολέμου ως την καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους, καιστην πλήρη μορφή του αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία σώθηκαν πλήρως μόνο τα πέντε και πολλά αποσπάσματα από τα υπόλοιπα. Κατά ένα μέρος τα απολεσθέντα τμήματα του έργου του αναπληρώνονται από τονΤίτο Λίβιο, που χρησιμοποίησε ως πηγή τουτον Πολύβιο. Ο Πολύβιος αφηγείται τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, την «πραγματική ιστορία», η οποία απαιτεί την αυτοψία του ιστορικού καιτη χρήση αρχείων γιατην τεκμηρίωση των γεγονότων. Μία πρωτότυπη εξέλιξη του Πολύβιου είναι ότι εξηγεί την ιστορική εξέλιξη μετα είδη των πολιτευμάτων. Πιστεύει ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του βαθμού ανάπτυξης καιτον τρόπο διακυβέρνησης ενός κράτους. Έτσι, συσχέτισε την άνοδο μίας δύναμης μετο πολίτευμα. Κεντρική ιδέα της πολιτικής του θεωρίας βρίσκεται στο έκτο βιβλίο όπου αναφέρεται στη Ρώμη, την Καρχηδόνα καιτη Σπάρτη.
Τους 1ους π.Χ.καιμ.Χ. αιώνες, Έλληνες και Λατίνοι ιστορικοί συνεχίζουν το έργο του Πολύβιου.
ΟΔιόδωρος ο Σικελιώτης (ακμή περί τα μέσα του 1ουπ.Χ. αιώνα) έγραψε τη«Βιβλιοθήκη ιστορική», μία παγκόσμια ιστορία από τη μυθολογία έως το60/59 π.Χ.Το πλήρες έργο αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία σώζονται τα πρώτα πέντε καιτα βιβλία έντεκα έως είκοσι (τα οποία αναφέρονται στην ιστορία των ετών 480-302) Ο Διόδωρος προτάσσει ένα γενικότερο προοίμιο στο οποίο εκθέτει τις απόψεις τουγια μία συγκροτημένη θεωρία της ιστορίας. Κάθε επιμέρους βιβλίο εισάγεται με ένα μικρό πρόλογο με γενικές απόψεις. Ο τρόπος γραφής του είναι συγχρονικός και διαχρονικός: αφηγείται τα γεγονότα κατ’ έτος, χρησιμοποιώντας γιατη χρονολόγηση τους καταλόγους των Ρωμαίων υπάτων καιτων επωνύμων αρχόντων, καιτα γεγονότα του ίδιου έτους κατά γεωγραφική περιοχή, π.χ. Ελλάδα, Ιταλία, Αφρική, Σικελία). Επειδή θεωρεί τηνιστορική γεωγραφία απαραίτητη γιατην κατανόηση των γεγονότων, κάνει συχνά γεωγραφικές παρεκβάσεις.
ΟΤίτος Λίβιος (59 π.Χ.-17 μ.Χ.) έγραψε τη ρωμαϊκή ιστορία από την ίδρυση της Ρώμης έως το έτος 9 π.Χ.στο έργο του«Ab urbe condita libri» (Βιβλία από ιδρύσεως της πόλης). Αναφέρεται στην ελληνική παράλληλα μετη ρωμαϊκή ιστορία. Για αυτά τα τμήματα της ιστορίας του χρησιμοποιεί ως πηγή το έργο του Πολύβιου.
Τον 1οκαι 2ομ.Χ. αιώνα, οΠλούταρχος από τηΧαιρώνεια της Βοιωτίας (περίπου 50 - περίπου 120 μ.Χ.) έγραψε ιστορικές βιογραφίες, του«Βίους» ιστορικών προσώπων.
Δύο ιστορικοί των αυτοκρατορικών χρόνων ξεχωρίζουν: ο πρώτος είναι οΦλάβιος Αρριανός (…-146 μ.Χ.) από τηΝικομήδεια της Μικράς Ασίας, που είχε ασκήσει και διοικητικά αξιώματα. Έγραψε την«Αλεξάνδρου Ανάβασις»καιμια σύντομη ιστορία των διαδόχων του, της οποίας σώζεται μία περίληψη.
ΟΑππιανός από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (τέλος 1ου- προ 165 μ.Χ.) που είναι γενικά σύγχρονος του Αρριανού. Έγραψε σε 24 βιβλία στα ελληνικά την ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καιτην ιστορία των ρωμαϊκών επαρχιών έως την ένταξή τους στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μετη χρονική σειρά που είχαν καταληφθεί. Η«Συριακή», που αναφέρεται στοβασίλειο των Σελευκιδών έως το63 π.Χ., είναι η μοναδική αφηγηματική πηγή που έχουμε γιατο βασίλειο αυτό.
Η περίοδος 323-30 π.Χ. διαχωρίζεται σε υποπεριόδους ανάλογα με τις εξελίξεις προκειμένου να επιτραπεί καλύτερη εποπτεία. Η διαμόρφωση των μεγάλων ελληνιστικών βασιλείων γίνεται μέχρι τημάχη της Ιψούτο301 π.Χ., αλλά το ζήτημα της εκκρεμότητας της Μακεδονίας έως την άνοδο του Αντίγονου Γονατά στον θρόνο καιτην παγίωση της κατάσταση μας αναγκάζει να οριοθετήσουμε την πρώτη υποπερίοδο ως εξής: 323-276 π.Χ.
Ο τρίτος αιώνας είναι η εποχή της ακμής και της ισχύος των ελληνιστικών βασιλείων και επικρατεί μία σχετική σταθερότητα, η οποία διαταράσσεται από 200 π.Χ.μετην έναρξη τουΒ’ μακεδονικού πολέμου, ο οποίος εγκαινιάζει τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις των Ρωμαίων στην ελληνική Ανατολή που ολοκληρώνονται το30 π.Χ.μετην ένταξη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία καιτου τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου.
Ο θάνατος τουΑλεξάνδρου σχεδόν προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο διαδοχής ανάμεσα στο ιππικό καιτο πεζικό του στρατού του.
ΟΠερδίκκας πρότεινε να περιμένουν να γεννηθεί το αγέννητο παιδί του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνηςκαινα χριστεί βασιλιάς, αν γεννιόταν αγόρι· ωστόσο, η φάλαγγα με ηγέτη τονΜελέαγρο έφερε στο προσκήνιο τον καθυστερημένο νόθο γιό τουΦιλίππου Β', τονΑρριδαίο, και μόνο χάρη στονΕυμένη έφτασαν σε συμβιβασμό διορίζοντας και τους δυοσυμβασιλείς. Αργότερα αναγνωρίσθηκαν ως Φίλιππος Γ'καιΑλέξανδρος Δ', αλλά από την αρχή καιοιδυο τους ήταν πιόνια στην πάλη γιατην εξουσία. Ο Περδίκκας τώρα συγκάλεσε συμβούλιο γιανα μοιράσει αξιώματα. Ο στρατός συμφώνησε ότι : "ΟΑντίπατροςθα ήταν στρατηγός της Ευρώπης, οΚρατερός "προστάτης της βασιλείας" του Αρριδαίου, οΠερδίκκαςχιλίαρχος της χιλιαρχίας που είχε οΗφαιστίων (δηλαδή επόπτης ολόκληρης της βασιλείας) καιο Μελέαγρος βοηθός του Περδίκκα."[11]
Ύστερα από αυτά ο Περδίκκας βρέθηκε αδιαμφισβήτητα στην κορυφή, μολονότι οΑρριανός σημειώνει ότι "όλοι τον υποψιαζόταν και αυτός όλους"[12]. Από τους υπόλοιπους, οΠτολεμαίος πήρε τηνΑίγυπτοκαι πολύ σύντομα εξωράισε τη θέση του εκεί, καταφέρνοντας με πανουργία να μεταφέρει στην επαρχία αυτή το σκήνωμα μετοταριχευμένο λείψανο του Αλεξάνδρου.
ΣτονΑντίγονο δόθηκε ολόκληρη ηδυτικήΜικρά Ασία (που περιλάμβανε τηΜεγάλη Φρυγία, τηΛυκίακαιτηνΠαμφυλία), οΛυσίμαχος πήρε τηΘράκη, οΛεοννάτοςτηνΕλλησποντική Φρυγίακαιο Ευμένης πήρε εντολή να διώξει από τηνΚαππαδοκίακαιτηνΠαφλαγονίατονΑριαράθη, ένα τοπικό δυνάστη.
Από τους άνδρες αυτούς, εκείνοι που αποδείχτηκαν ανθεκτικότεροι και διαδραμάτισαν τον σημαντικότερο ρόλο κατά τις επόμενες δεκαετίες ήταν οΠτολεμαίος, ο Αντίγονος, ο Ευμένης, καιοΛυσίμαχος.[13]
Η παρακμή των ελληνιστικών βασιλείων (2ος και 1ος π.Χ. αιώνας μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο 2ος καιο 1ος π.Χ. αιώνας είναι η εποχή της κατάκτησης της Ανατολικής Μεσογείου από τους Ρωμαίους. Στην ακόλουθη παρουσίαση τα ελληνιστικά βασίλεια παρουσιάζονται κατά τη χρονολογική διαδοχή των γεγονότων, το καθένα κατά την κατάκτησή του από τους Ρωμαίους.
Πρώτο βασίλειο που καταλύθηκε ήταν τομακεδονικό βασίλειο ή βασίλειο των Αντιγονιδών. Η Ρώμη κήρυξε τον πόλεμο στο μακεδονικό βασίλειο κατά τονΒ’ μακεδονικό πόλεμο (200-197). Ο λόγος της επιλογής αυτής της χρονικής περίστασης γιατην έναρξη του πολέμου ήταν ότι τότε οι Ρωμαίοι αποφάσισαν την επέκταση της πολιτικής τους ηγεμονίας, λόγω του ότι το 202 π.Χ. μετά τημάχη στη Ζάμα, που σηματοδότησε τη λήξη τουΒ’ καρχηδονιακού πολέμου, μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιήσουν τον στρατό που απασχολούνταν έως τότε εκεί. Η αφορμή δόθηκε το 203-202 π.Χ., όταν οΦίλιππος Ε’, βασιλιάς της Μακεδονίας, καιοΑντίοχος Γ’, βασιλιάς του βασιλείου των Σελευκιδών, έκαναν μεταξύ τους συμφωνία γιατην κατάλυση καιτη διαίρεση του πτολεμαϊκού βασιλείου, στον θρόνο του οποίου βρισκόταν ο, επιτροπευόμενος, λόγω του μικρού της ηλικίας του, Πτολεμαίος ΣΤ’. Η πολιτική της Ρώμης, όμως, αποσκοπούσε στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των ελληνιστικών βασιλείων. Σε εφαρμογή του σχεδίου που είχε συμφωνήσει μετον Αντίοχο Γ’, την άνοιξη του202 π.Χ. προχώρησε στην Προποντίδα και κατέλαβε τη Θάσο, το201 π.Χ.το ανατολικό Αιγαίο, εισέβαλε στοβασίλειο της Περγάμουκαι έφτασε μέχρι την Καρία. Το φθινόπωρο του201 π.Χ. απεσταλμένοι της Ρόδου καιτου Άταλλου τουΑ’ στη Ρώμη, διαμαρτυρήθηκαν γιατην πολιτική του Φιλίππου Ε’. Πρινοι Ρωμαίοι λάβουν επίσημα απόφαση, διεμήνυσαν δύο φορές στον Φίλιππο ότι δεν έπρεπε να επιτίθεται στο πτολεμαϊκό κράτος καινα αφήσει τις Πτολεμαϊκές κτήσεις που είχε καταλάβει, την περιοχή ανατολικά του Νέστου με τις μεγάλες πόλεις, Μαρώνεια, ΆβδηρακαιΑίνος, κατά τονΓ’ Συριακό πόλεμο (241-202 π.Χ.)
Ο Φίλιππος και τις δύο φορές απέρριψε το αίτημα των Ρωμαίων πουτου μετέφερε επιτροπή της Συγκλήτου. Τα μέσα του θέρους 200 π.Χ. ελήφθη απόφαση να μεταβεί στρατός στην Ιλλυρία γιατη διεξαγωγή του πολέμου. Το 200 και το 199 π.Χ. δεν έγινε κάποια αποφασιστική επιχείρηση. Τα πράγματα πήραν νέα τροπή από το 198 π.Χ. όταν ο Φλαμινίνος ανέλαβε ως ύπατος την ευθύνη γιατη διεξαγωγή του πολέμου. Ενώ προηγουμένως λάμβαναν χώρα μικρότερες επιχειρήσεις, τώρα έγινε μία μεγάλη μάχη, τον Ιούνιο του 197 π.Χ., στις Κυνός Κεφαλαί, η οποία και έκρινε την έκβαση του πολέμου. Τη σημασία τουΒ’ μακεδονικού πολέμου και της μάχης αυτής διαπιστώνουμε κυρίως αν λάβουμε υπόψη τους όρους της συνθήκης που ανακοίνωσε ο Φλαμινίνος στον Φίλιππο καιπουτο 196 π.Χ. εστάλη για επικύρωση στη Ρώμη.
Οι όροι της ειρήνης δείχνουν τη σημασία της έκβασης του μακεδονικού πολέμου καιτην επέκταση της ρωμαϊκής πολιτικής, αφού για πρώτη φορά έχουμε ενεργό ανάμιξη στα ελληνικά πράγματα, έχουμε την έναρξη της ηγεμονικής πολιτικής της Ρώμης [Ο όρος ηγεμονία υποδηλώνει ότι δεν έχουμε κατάκτηση, αλλά ρυθμιστική παρέμβαση].
Οι όροι της ειρήνης ήταν οι εξής:
1. ο Φίλιππος υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει όλες τις κτήσεις τουστην Ασία καιστην Ευρώπη εκτός από τη Μακεδονία, να αποσύρει τις φρουρές που διατηρούσε εκτός των ορίων της Μακεδονίας μέχρι τα Ίσθμια του 196 π.Χ.
2. υποχρεούνταν να παραδώσει όλους τους αυτόμολους και τους αιχμαλώτους στη Ρώμη
3. υποχρεωνόταν να παραδώσει στη Ρώμη όλο τον στόλο του εκτός από πέντε ελαφρά πλοία καιτο βασιλικό πλοίο, μία τριήρη εκκαιδεκήρη.
4. έπρεπε να καταβάλει ως πολεμική αποζημίωση στη Ρώμη χίλια τάλαντα καινα συνάψει συνθήκη συμμαχίας μετον όρο να εκστρατεύει μαζί με τους Ρωμαίους. Επίσης ο μικρότερος γιος του, ο στάλθηκε ως όμηρος στη Ρώμη. Κατά τα Ίσθμια του 196 π.Χ. οΦλαμινίνος διακήρυξε στο στάδιο της Κορίνθου ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθος την «αυτονομία καιτην ελευθερία των ελληνικών πόλεων». Ο ίδιος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος στον οποίο αποδόθηκαν λατρευτικές τιμές από τους Έλληνες της νότιας Ελλάδας ως δείγμα ευγνωμοσύνης. Ο Φλαμινίνος παρέμεινε στην Ελλάδα έως το 194 π.Χ., οπότε ανακλήθηκε στη Ρώμη, όπου επέστρεψε παίρνοντας μαζί του πολλά έργα τέχνης μετα οποία κόσμησε τον θρίαμβό του. ΟΒ’ μακεδονικός πόλεμος, λοιπόν, αποτελεί σημαντική τομή, καθώς είναι η πρώτη φορά πουοι Ρωμαίοι παρεμβαίνουν ρυθμιστικά στα ελληνικά πράγματα.
Ο Φίλιππος Ε’ ήταν οπιο διάσημος από τους Αντιγονίδεςκαι είχε ως πρότυπο τουτον Φίλιππο Β’. Ήταν ο μόνος από τους Αντιγονίδες που επεκτάθηκε ανατολικά του Νέστου, το 202 π.Χ. καιτο 187 π.Χ. Ανκαι ηττήθηκε από τη Ρώμη, δεν ησύχασε και δεσμευόταν από ανασυγκρότησε το κράτος τουκαιτο 187 π.Χ. κατέλαβε τις πόλεις ανάμεσα στους ποταμούς Νέστο και Έβρο, Μαρώνεια, Άβδηρα και Αίνος. Όμως, στην ίδια περιοχή ζητούσε να κυριαρχήσει καιο Ευμένης Β’, ανταγωνιστής του Φιλίππου Ε’ και, αργότερα, του Περσέα. Ο Φίλιππος Ε’ διεξήγαγε εκστρατείες εναντίον των θρακικών φύλων κατά τα έτη 184, 183 και 181 π.Χ. Το 179 π.Χ., ενώ βρισκόταν σε εκστρατεία στη Θράκη κατευθυνόμενος από την Αμφίπολη προς τον βορρά πέθανε καιτον διαδέχτηκε στον θρόνο τουοΠερσέας, ο τελευταίος βασιλιάς του μακεδονικού βασιλείου (179-168).
Μετην άνοδό τουστον θρόνο, ο Περσέας ζήτησε από τους Ρωμαίους ανανέωση της συμμαχίας μαζί τους και αναγνώρισή του από τη ρωμαϊκή σύγκλητο. ΟΕυμένης, όμως, τον διέβαλε ότι δήθεν προετοίμαζε πόλεμο, κάτι πουδεν προέκυπτε από τη διπλωματική του δραστηριότητα, από την οποία φαίνεται ότι επιζητούσε καλές σχέσεις με όλα τα ελληνιστικά κράτη, βασίλεια και πόλεις. Ένα περιστατικό, ωστόσο, του172 π.Χ. δημιούργησε στη Ρώμη την άποψη ότι ο Περσέας είναι επικίνδυνος. Καθώς ο Ευμένης επέστρεφε από ένα ταξίδι τουστη Ρώμη, πέρασε από τους Δελφούς όπου και σημειώθηκε μία απόπειρα δολοφονίας του, ηθικός αυτουργός της οποίας θεωρήθηκε ο Περσέας. Σώζεται ένα μέρος της επιγραφής που αναφέρεται με αρνητικό γιατον Περσέα περιεχόμενο στο περιστατικό. Η επίσημη ρωμαϊκή άποψη ήταν ότι οΜακεδόνας βασιλιάς ήταν ο ηθικός αυτουργός ενίσχυσε το αρνητικό κλίμα εις βάρος τουκαι οδήγησε στην απόφαση των αρχών του 171 π.Χ. για πόλεμο εναντίον του.
Το 170 και 169 έλαβαν χώρα ελάσσονος σημασίας επιχειρήσεις στην Ιλλυρία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 22 Ιουνίου168 π.Χ.στην Πύδνα της Μακεδονίας και έληξε με νίκη του ρωμαϊκού στρατού, που είχε ως αρχηγό τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο. Λόγω της διάλυσης του στρατού του, ο Περσέας πέρασε στην Πέλλα και, στη συνέχεια, στηνΑμφίποληκαιστηΣαμοθράκη, όπου και παραδόθηκε στους Ρωμαίους. Ο ίδιος καιτα παιδιά του κόσμησαν το θρίαμβο του νικητή καιο Περσέας πέθανε στη Ρώμη το 165 π.Χ. Το 167 π.Χ. ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος συγκέντρωσε τους εκπροσώπους τωνμακεδονικών πόλεωνστην Αμφίπολη και τους ανακοίνωσε τις νέες ρυθμίσεις.
ΗΜακεδονία ήταν ένα παλαιό βασίλειο με εθνικό χαρακτήρα, σε αντίθεση μετα νεοσύστατα των Σελευκιδών καιτων Πτολεμαίων. Το βασίλειο των Ατταλιδών ή της Περγάμου ήταν ένα μικρό βασίλειο, που δημιουργήθηκε ως τμήμα του εδάφους του βασιλείου των Σελευκιδών καιγια πρώτη φορά απόκτησε σχετικά μεγάλη έκταση … στη Μαγνησία παρά τω Σιπύλω.
Οι Ρωμαίοι προέβλεπαν τον χωρισμό των εδαφών της Μακεδονίας σε τέσσερις διοικητικές περιοχές, που ονομάστηκαν μερίδες. Καθεμία από αυτές τις περιοχές ήταν αυτοδιοίκητη, ενώ δεν επιτρεπόταν επιγαμίες και ανταλλαγές ανάμεσα στους κατοίκους των περιοχών αυτών. Η πρώτη περιοχή ήταν μεταξύ του Νέστου καιτου Στρυμώνα με πρωτεύουσα την Αμφίπολη (σε αυτήν υπήχθησαν καιοι κτήσεις του Περσέα μεταξύ Νέστου και Έβρου), η δεύτερη τα εδάφη μεταξύ Στρυμώνα και Αξιού, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, η τρίτη, γνωστή ως κάτω ή παράλια Μακεδονία, περιλάμβανε την περιοχή μεταξύ Αξιού και Πηνειού με πρωτεύουσα την Πέλλα καιη τέταρτη, άνω Μακεδονία, με πρωτεύουσα την Ηράκλεια Λυγκηστίδα (η σημερινή πόλη Μοναστήρι-Bitola) που περιλάμβανε ολόκληρη την ορεινή βορειοδυτική Μακεδονία, την ενδοχώρα της τρίτης μερίδας. Με βάση τις νέες ρυθμίσεις οι Ρωμαίοι επέτρεψαν τη διατήρηση στρατού γιατην άμυνα από επιθέσεις, εκτός από την τρίτη μερίδα. Η απαγόρευση της μεταξύ των μερίδων επικοινωνίας ίσως οφείλεται στην αποτροπή της επιβίωσης του βασιλείου. Οι μερίδες διατηρήθηκαν υπό αυτό το καθεστώς από το 167 π.Χ. έως ότου οργανώθηκαν ως επαρχία του ρωμαϊκού κράτους.
Το 150 π.Χ. εμφανίστηκε κάποιος Ανδρίσκος ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν γιος του Περσέα, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς ως Φίλιππος και ξεκινώντας από τη Θράκη, ακολουθούμενος από πλήθη στρατιωτών, σχεδιάζοντας να αναβιώσει το βασίλειο της Μακεδονίας. Το 149 π.Χ. εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, ηττήθηκε, όμως, κοντά στο θέρος του 148 π.Χ. και κατέφυγε στη Θράκη, όπου χάνουμε καιτα ίχνη του.
Τότε άλλαξε καιο τρόπος διοίκησης της περιοχής, καθώς η Μακεδονία οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία διοικούμενη από έναν Ρωμαίο διοικητή μετο αξίωμα του ανθύπατου (proconsul) με έδρα τηΘεσσαλονίκη. Παράλληλα, από τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα και εξής, κατά την αυτοκρατορική περίοδο, δηλαδή, οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν και διατήρησαν το σύστημα αυτοδιοίκησης των πόλεων καιτο αντιπροσωπευτικό διοικητικό σύστημα, που αποδίδεται μετον όρο κοινό, που ήταν ομοσπονδιακά κράτη. Η επαρχιακή αυτοδιοίκηση στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας ο κύριος θεσμός που τους έδινε υπόσταση ήταν το λεγόμενο συνέδριο. Στη Μακεδονία, ενώ η έδρα της πολιτικής διοίκησης ήταν η Θεσσαλονίκη, έδρα του κοινού των Μακεδόνων και της επαρχιακής αυτοδιοίκησης ήταν η Βέροια. Σημασία έχει το ότι διατήρησαν θεσμούς που ενέταξαν στο σύστημα της αυτοκρατορίας. Το 148 π.Χ. οι μερίδες αντικαταστάθηκαν από την επαρχία.
Στη νότια Ελλάδα η μεταβολή συνέβη το146 π.Χ. Εκείνο που προκάλεσε τη ρωμαϊκή παρέμβαση ήταν οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ αχαϊκής συμπολιτείας και Σπάρτης. Η ένταση προέκυπτε απ’ το ότι ενώ ηη αχαϊκή συμπολιτεία έτεινε να εντάξει στις δομές της τη Σπάρτη, η Σπάρτη έκλινε προς την ανεξαρτησία, κάτι που συχνά προκαλούσε προβλήματα, γιατην επίλυση των οποίων απευθυνόταν στη Ρώμη. Την άνοιξη του 146 π.Χ. η αχαϊκή συμπολιτεία κήρυξε πόλεμο εναντίον της Σπάρτης, που ήταν σύμμαχος της Ρώμης, καιγι’ αυτό η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε ότι στρεφόταν εναντίον της Ρώμης. Μετά την ήττα του στρατού της αχαϊκής συμπολιτείας σε μάχη που έγινε στη Λευκόπετρα της Κορίνθου, ο ρωμαϊκός στρατός με αρχηγό τον Μόμμιο κατέστρεψε και λεηλάτησε την Κόρινθο. Η κατάσταση που προέκυψε διευθετήθηκε από μία δεκαμελή επιτροπή της συγκλήτου, κατά την απόφαση της οποίας όσα κράτη τήρησαν φιλική ή ουδέτερη στάση απέναντι στη Ρώμη (η Σπάρτη, η Αθήνα καιτα κοινά των Θεσσαλών, των Ακαρνάνων, των Αινιάνων, των Αιτωλών, καιτων Μαγνήτων), ενώ όσοι συντάχθηκαν μετην αχαϊκή συμπολιτεία υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του ανθυπάτου της Μακεδονίας με αυτοδιοίκηση. Επομένως, όλη η Πελοπόννησος, πλην της Σπάρτης, οι δύο Λοκρίδες, η Βοιωτία, η Φωκίδα, η Χαλκίδα καιτα Μέγαρα προσαρτήθηκαν στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ήδη η ρωμαϊκή κυριαρχία περιλάμβανε μέρος της νοτίου Ελλάδας όχι υπό χωριστή επαρχία.
Προχωρώντας με χρονική σειρά, το επόμενο ελληνιστικό βασίλειο που προσάρτησε η Ρώμη στην επικράτειά της ήταν αυτό της Περγάμου ή των Ατταλιδών. Ο Άτταλος Γ΄ (139/8-133 π.Χ.) πεθαίνοντας το 133 π.Χ. κληροδότησε με διαθήκη το κράτος τουστο ρωμαϊκό δήμο, εκτός από την πόλη της Περγάμου καιτη χώρα της πόλης. Το 133 π.Χ. έφτασε στη Μικρά Ασία επιτροπή της Συγκλήτου γιατην εφαρμογή της διαθήκης, αλλά το επόμενο έτος ξέσπασε αναταραχή. Μετά τον θάνατο του Αττάλου Γ΄, ο νόθος γιος του Ευμένη του Β΄, Αριστόνικος, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς μετο όνομα Ευμένης Γ΄ και προσπάθησε να καταλάβει το βασίλειο της Περγάμου. Ο Αριστόνικος έδωσε στο υπό ίδρυση βασίλειο το όνομα ‘Ηλιόπολις’, που παραπέμπει σε ουτοπίες. Η εξέγερση του Αριστόνικου δεν υποστηρίχθηκε από ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά από τους εγχώριους κατοίκους της Μικράς Ασίας και απελεύθερους. Οι οπαδοί του συμπεριφερόταν σαν συμμορίες ληστών καιδεν ήταν ικανοί να αντιμετωπίσουν τον ρωμαϊκό στρατό, ο οποίος κατέφθασε το 130 π.Χ. στη Μικρά Ασία. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Ρώμη μαζί μετον θησαυρό των Ατταλιδών. Η εξέγερση του Αριστόνικου καθυστέρησε την εφαρμογή της διαθήκης. Το 129 π.Χ. τα εδάφη του βασιλείου της Περγάμου οργανώθηκαν ως ρωμαϊκή επαρχία μετο όνομα Asia.
Το επόμενο ελληνιστικό βασίλειο που καταλύθηκε από τους Ρωμαίους ήταν αυτό τωνΣελευκιδών. Η σύγκρουση ξεκίνησε επί βασιλείας του Αντίοχου Γ’ εναντίον του οποίου στράφηκαν οι Ρωμαίοι μετά την ήττα του Φιλίππου Ε’. οι αφορμές ήταν οι εξής:
α) την άνοιξη του 197 π.Χ., ο Αντίοχος εκστράτευσε εναντίον των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και τις έθεσε υπό την κυριαρχία του. Την άνοιξη του 196 π.Χ. αποβιβάστηκε στη Θρακική χερσόνησο καιμε κέντρο στα ευρωπαϊκά εδάφη τη Λυσιμάχεια διεξήγαγε επιχειρήσεις έως το 194 π.Χ. επεξέτεινε την κυριαρχία τουστο βόρειο Αιγαίο έως τη Μαρώνεια.
β) το τέλος του 195 π.Χ. οΑννίβας ζήτησε καταφύγιο στην αυλή του, όπου και έγινε δεκτός ως σύμβουλος
γ) επειδή οι Αιτωλοί είχαν δυσαρεστηθεί από τις ρυθμίσεις που επικράτησαν μετά το 197 π.Χ. αποφάσισαν να πολεμήσουν εναντίον της Ρώμης και κάλεσαν τον Αντίοχο στην Ελλάδα καιτον εξέλεξαν στρατηγό αυτοκράτορα. Το 192 π.Χ. ξεκίνησε την εκστρατεία τουστην Ελλάδα. Την άνοιξη του 191 π.Χ. ο ρωμαϊκός στρατός έφτασε στην Απολλωνία και εντός του έτους αυτού ο Αντίοχος ηττήθηκε στις Θερμοπύλες και αποχώρησε στη Μικρά Ασία.
Μετά τις Θερμοπύλες, οι Αιτωλοί έστειλαν πρεσβεία στη Ρώμη γιανα συνθηκολογήσουν. Το 191 π.Χ. συμφωνήθηκε προσωρινή ειρήνη καιτο 189 π.Χ. συνήφθη ειρήνη.
Το 190 π.Χ. ανέλαβε ως ύπατος τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον του Αντιόχου ο Κορνήλιος Σκιπίων, που συνόδευε ο αδελφός του Παύλος Σκιπίων. Περνώντας την Ελλάδα, τη θρακική χερσόνησο καιτον Ελλήσποντο, έφθασε στη Μικρά Ασία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις αρχές του 189 π.Χ. στη Μαγνησία κοντά στο όρος Σίπυλο, όπου ανκαιο Αντίοχος παρέταξε 72 και οι Ρωμαίοι 30 χιλιάδες στρατού, νίκησαν οι Ρωμαίοι λόγω των εύστοχων συμβουλών του Ευμένη. Ο Σκιπίωνας υπαγόρευσε στον Αντίοχο τους όρους της ειρήνης, οι οποίο επικυρώθηκαν από τη Σύγκλητο το 189 π.Χ. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης, η οροσειρά του Ταύρου αποτελούσε το δυτικό όριο του βασιλείου των Σελευκιδών, που αποσύρθηκε από τη Μικρά Ασία, και απαγορεύθηκε να στρατολογεί από περιοχές δυτικά της οροσειράς. Τον υποχρέωσε ακόμη να περιορίσει τον αριθμό των ελεφάντων που κατείχε καινα παραδώσει τον στόλο, εκτός από δέκα πλοία, 20 ομήρους και πολεμική αποζημίωση ύψους δεκαπέντε χιλιάδων ταλάντων. Οι μεγάλες απώλειες ως συνέπεια της ήττας και πέθανε το 187 π.Χ. Τον διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του Σέλευκος Δ’, που δολοφονήθηκε καιτον αντικατέστησε ο νεότερος αδελφός του, Αντίοχος Δ’, ο επονομαζόμενος Επιφανής (175-164/3 π.Χ.). Ενώ το βασίλειο δεν υπέστη εδαφικές απώλειες, ένα χαρακτηριστικό της βασιλείας του ήταν οι αναταραχές που ξέσπασαν στην Ιουδαία. Ήδη στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., υπήρχε ένα χάσμα ανάμεσα τους ελληνιστές, τους Ιουδαίους, δηλαδή, που είχαν ελληνική παιδεία, και τους ορθόδοξους Εβραίους. Το 175-170 επικράτησαν ταραχές στην Ιερουσαλήμ διότι στον Ναό … οι ελληνιστές, μετον Ιάσονα, ο οποίος ίδρυσε Γυμνάσιο, κάτι που αποτελούσε πρόκληση για τους ορθόδοξους Ιουδαίους και οδήγησαν σε ταραχές τα έτη 169-167 π.Χ. που έληξαν με προσωρινή ήττα των ορθοδόξων Ιουδαίων. Την αρχή του 169 π.Χ., καθώς εκστράτευε εναντίον της Αιγύπτου, πέρασε από τον Ναό και αφαίρεσε τον θησαυρό ως αντιστάθμισμα φόρων τριών ετών πουδεν είχαν καταβληθεί. Το 168 π.Χ. άρχισε εξέγερση των ορθοδόξων Ιουδαίων, ο Αντίοχος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και εγκατέστησε φρουρά ;στην ύπαιθρο;. Ο Ναός μεταβλήθηκε σε ναό του Ολυμπίου Διός. Μία άλλη προκλητική ενέργεια ήταν η απαγόρευση του Ιουδαϊκού νόμου τον Δεκέμβρη; Του 167 π.Χ. επιβάλλοντας τα ελληνικά ήθη. Η αφαίρεση από τους Ιουδαίους τουεξ έθους δικαιώματός τους ναζουν κατά τον μωσαϊκό νόμο συνιστούσε μία ήττα των ορθόδοξων Ιουδαίων. Το 166 π.Χ. ξέσπασε και άλλη εξέγερση στην Ιουδαία, όπου εκστράτευσε ο Αντίοχος το 164 π.Χ. και ηττήθηκε. Αναγκάστηκε να ανακαλέσει το διάταγμα του 167 π.Χ., να επαναφέρει τη λατρεία τουΓιαχβέστον Ναό καινα παράσχει αμνηστία. Πέθανε το 164/3 π.Χ. Μετά τον θάνατό του ξεκίνησε η παρακμή του βασιλείου των Σελευκιδών, λόγω των συνεχών δυναστικών ερίδων και της εδαφικής συρρίκνωσης, ως αποτέλεσμα των αποσχιστικών τάσεων που εκδηλώθηκαν και κυρίως της επέκτασης του παρθικού βασιλείου.
Κατάληξη της κατάστασης που ξεκίνησε με γεγονότα μετά τον θάνατο του Αντιόχου Δ’, ήταν η εξής: περί το τέλος του 2ουκαι τις αρχές του 1ου αιώνα ολόκληρη η Μεσοποταμία, η περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη, ανήκε στους Πάρθους περιορίζοντας το βασίλειο των Σελευκιδών στην ανατολική Κιλικία καιστη Συρία. Τελευταίος Σελευκίδης βασιλιάς ήταν ο Αντίοχος ΙΓ’ (69-64). Επί αυτού του βασιλιά καταλύθηκε το βασίλειο των Σελευκιδών. Ο Πομπήιος, μετά τη νίκη τουτο 66 π.Χ. επί του Μιθριδάτη ΣΤ’ καιτου υποτελή του Τιγράνη, κατευθύνθηκε προς τη Συρία καιτο θέρος του 64 π.Χ., όταν έφτασε το θέρος του 64 π.Χ. ο Αντίοχος ΙΓ’ ζήτησε νατον αναγνωρίσουν. Ο Πομπήιος αρνήθηκε καιτο 64/3 π.Χ. μετέτρεψε το βασίλειό τουσε ρωμαϊκή επαρχία, μετο όνομα Syria, θέτοντας τέλος στην ύπαρξη του βασιλείου των Σελευκιδών.
Το βασίλειο τωνΠτολεμαίων γνώρισε τον 2οκαιτον 1οπ.Χ. αιώνα μία προϊούσα παρακμή, συμπτώματα της οποίας ήταν οι συνεχείς δυναστικές έριδες, η συνεχής πτώση της οικονομίας καιη ενδυνάμωση του εγχώριου πληθυσμού, λόγω της ελάττωσης της ισχύος του βασιλείου. Συχνά η Ρώμη επενέβαινε στα εσωτερικά του, διότι πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια κατέφθαναν στη Ρώμη. Η ιστορία του βασιλείου χωρίζεται σε δύο ενότητες: την περίοδο διάσπασης του βασιλείου καιτην περίοδο της βασιλείας της Κλεοπάτρας Ζ’.
Το 163 π.Χ. για πρώτη φορά το βασίλειο των Πτολεμαίων διανεμήθηκε. Ο Πτολεμαίος οΙΣΤ’ έλαβε το Αιγαίο καιτην Κύπρο καιο Πτολεμαίος Φίσκων την Κυρηναϊκή. Ένα άλλο σύμπτωμα της ασθενούς κατάστασης του βασιλείου ήταν η κληροδότησή του στους Ρωμαίους κατά τη διαθήκη του Πτολεμαίου Φίσκωνος το 155 π.Χ. Σε επιγραφή που έχει βρεθεί στον ναό του Απόλλωνα στην Κυρήνη αναφέρεται ότι σε περίπτωση θανάτου τουη Κυρηναϊκή περιέρχεται στην ιδιοκτησία του ρωμαϊκού δήμου. Η σύγκλητος δεν εφάρμοσε τη διαθήκη. Το 96 π.Χ. ο Πτολεμαίος Απίων στην Κυρηναϊκή άφησε το βασίλειο στον ρωμαϊκό δήμο καιη Σύγκλητος το 74 π.Χ. αποφάσισε να στείλει ένα Ρωμαίο διοικητή καινα οργανώσει ως επαρχία την περιοχή. Ο Πτολεμαίος I' με διαθήκη του άφηνε την Αίγυπτο στον ρωμαϊκό δήμο. Αυτά είναι συμπτώματα και χαρακτηριστικά της κατάσταση που επικρατούσε.
Κατά τη διάρκεια, όμως, της βασιλείας της Κλεοπάτρας Ζ’, σημειώνεται μία αναβίωση της ισχύος του βασιλείου. Η Κλεοπάτρα Ζ’ (51-30 π.Χ.) ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα της Πτολεμαίου ΙB’, ο οποίος με διαθήκη άφηνε το βασίλειό τουστην κόρη τουκαιτονγιοτου, Πτολεμαίο ΙΓ’ μετον όρο ότι θα παντρευτούν. Αντίγραφο της διαθήκης στάλθηκε στη Ρώμη, μετην παράκληση να επιβλεφθεί η χρονική εφαρμογή της διαθήκης. Η Κλεοπάτρα, που ανήλθε στον θρόνο σε ηλικία 17 ετών, (ο αδερφός της Πτολεμαίος ήταν τότε ένδεκα ετών) κυβέρνησε ουσιαστικά μόνη της, αφού οι σύζυγοί της άλλαζαν (Πτολεμαίος ΙΓ’ [51-47], Πτολεμαίος ΙΔ’ [47-44], γιος της Πτολεμαίος ΙΕ’ Καισαρίων [44-30]). Τυπικά είχε τον τίτλο της συμβασιλείας, ουσιαστικά, όμως, κυβερνούσε μόνη της. Το γεγονός ότι η εξουσία της είχε πραγματικό αντίκρισμα φαίνεται απ’ το ότι εικονίζεται μόνη της σε νομίσματα και καθιέρωσε τη λατρεία της ως ‘νέας Ίσιδος’, διαχωρίζοντάς την από τη λατρεία του βασιλιά. Ήταν ευφυής, μορφωμένη και ασκούσε υψηλή πολιτική μέσω των διαπροσωπικών της σχέσεων.
Πληροφορίες γι’ αυτήν έχουμε από πτολεμαϊκούς παπύρους και νομίσματα και από ρωμαϊκές πηγές. Από τις ελληνικές πηγές, τη συναντάμε στο βίο του Πλουτάρχου ‘Αντώνιος’. Η σύνδεση Κλεοπάτρας μετα ρωμαϊκά πράγματα έγινε μέσω της σύνδεσής της μετον Ιούλιο Καίσαρα. Οι ρωμαϊκοί εμφύλιο πόλεμοι διεξήχθησαν κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα. Μετά τη μάχη στα Φάρσαλα, ο ηττηθείς Πομπήιος κατέφυγε στην Αίγυπτο όπου δολοφονήθηκε. Όταν οΙούλιος Καίσαρας κατέφθασε στην Αλεξάνδρεια, ούτε ο Πτολεμαίος ΙΓ’ ούτε η Κλεοπάτρα Ζ’ βρισκόταν εκεί και τους κάλεσε εκεί ώστε να τους συμφιλιώσει. Το 48 π.Χ. ανακοίνωσε ότι θα συμβάλλει όπως όριζε η διαθήκη. Όταν το 47 π.Χ. υποκινήθηκε μία εξέγερση του πτολεμαϊκού στρατού γιατον Πτολεμαίο ΙΓ’ και έγινε μάχη στην Αλεξάνδρεια, τότε, επειδή στο λιμάνι υπήρχαν πενήντα ρωμαϊκά πλοία, ο Ιούλιος Καίσαρας διέταξε να πυρποληθούν γιαναμη χρησιμοποιηθούν από τους εξεγερμένους, η φωτιά μεταδόθηκε στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, η οποία και καταστράφηκε. Όταν καταπνίγηκε η εξέγερση καιο Πτολεμαίος ΙΓ’ ?, βασίλισσα ήταν η Κλεοπάτρα μετον αδερφό της, Πτολεμαίο ΙΔ’. Ο Καίσαρας άφησε εκεί τέσσερις λεγεώνες φεύγοντας. Η Κλεοπάτρα βρισκόταν στη Ρώμη στις Ειδούς του Μαρτίου 44 π.Χ. μαζί μετον τρίτο γιο της Καισαρίωνα. Η γνωριμία της μετον Μάρκο Αντώνιο αργότερα σε σχέση μετα γεγονότα μετά τη δολοφονία του Καίσαρα. Μετά τη μάχη στους Φιλίππους, το 42 π.Χ., οΜάρκος Αντώνιος έδειξε ενδιαφέρον γιατη διοίκηση της ανατολής & Αιγύπτου και έμεινε εκεί. Όπως ο Πλούταρχος περιγράφει, αποδέχτηκε τον ελληνικό τρόπο ζωής Στην Ταρσό της Κιλικίας … καιτον χειμώνα του 41-40 βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια. Αν εξαιρέσουμε τα έτη 40-38, ο Αντώνιος πέρασε όλη την υπόλοιπη περίοδο από το 42 έως το 31 π.Χ. στην ελληνική ανατολή μαζί μετην Κλεοπάτρα. Οι πολιτικές βλέψεις του Αντωνίου ήταν άλλες από την επίσημη πολιτική της Ρώμης. Το 34 π.Χ. σε μία εκδήλωση στο κατάμεστο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας ο Μάρκος Αντώνιος καιη Κλεοπάτρα παρουσιάστηκαν καθισμένοι σε χρυσούς θρόνους μετα παιδιά τους στα πόδια τους. Τότε ο Μάρκος Αντώνιος διένειμε τα εδάφη της Ανατολής στην Κλεοπάτρα, που ονομάστηκε ‘βασίλισσα των βασιλέων’, καιστα παιδιά της. Ειδικότερα, ο Καισαρίων, γιος του Καίσαρα και της Κλεοπάτρας, ονομάστηκε βασιλέας των βασιλέων, στον Αλέξανδρο Ήλιο αποδόθηκε η Αρμενία καιτα εδάφη ανατολικά του Ευφράτη, στην Κλεοπάτρα Σελήνη η Λιβύη καιη κυρηναϊκή καιστον Πτολεμαίο Φιλάδελφο τα εδάφη δυτικά του Ευφράτη. Η πράξη αυτή με έντονο πολιτικό συμβολισμό, επιβεβαίωσε την πρόθεσή τουνα ιδρύσει μία αυτοκρατορία με κέντρο την Αλεξάνδρεια, κάτι πουτον έφερνε αυτομάτως σε ρήξη μετη Ρώμη καιτον Οκταβιανό. Η σύγκλητος αφαίρεσε όλους του δημόσιους τίτλους από τον Αντώνιο, ώστε ο Οκταβιανός να έχει αντιμέτωπο ένα απλό ιδιώτη, καιο πόλεμος επίσημα διεξαγόταν εναντίον της Κλεοπάτρας. Η τελική μάχη δόθηκε στο Άκτιο, στη νότια είσοδο του Αμβρακικού κόλπου. Στη βόρεια πλευρά βρισκόταν ο Οκταβιανός με ένα στόλο ελαφρών και γρήγορων πλοίων καιστη νότια ο στόλος της Κλεοπάτρας εντός του Αμβρακικού καιο στρατός του Αντωνίου. Τα πλοία του Οκταβιανού επιτηρούσαν τη θαλάσσια είσοδο του κόλπου, με αποτέλεσμα ελλείψεις σε τρόφιμα και αυτομολήσεις. Τότε αποφασίστηκε η έξοδος από τον κόλπο στις 2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ. Η Κλεοπάτρα με 60 πλοία που διασώθηκαν κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια καιμε ένα πλοίο την ακολούθησε ο Μάρκος Αντώνιος. Λόγω θαλασσοταραχής??. Ο Οκταβιανός πέρασε τον χειμώνα του 31/30 π.Χ. στην Αθήνα και επέστρεψε στην Ιταλία. Την άνοιξη του 30 π.Χ. πραγματοποίησε ένα ταξείδι στη Μικρά Ασία, τη Συρία καιτην Αίγυπτο. Η Κλεοπάτρα ζήτησε να διαπραγματευτεί μαζί του. Ο Οκταβιανός αρνήθηκε, διότι ήθελε και θησαυρό και Αίγυπτο. Την 1 Αυγούστου 30 π.Χ. ο Αντώνιος αυτοκτόνησε. Η Κλεοπάτρα βρέθηκε νεκρή στον τάφο της, ανκαι υπάρχουν διάφορες εκδοχές γιατον θάνατό της, από τις οποίες μία κάνει λόγο για θάνατο από δηλητήριο φιδιού. Το 30 π.Χ. σημειώθηκε το τέλος του πτολεμαϊκού βασιλείου. Το 29 π.Χ. ο Οκταβιανός πραγματοποίησε θρίαμβο, οΠτολεμαίος Καισαρίων εκτελέστηκε, τα υπόλοιπα παιδιά συνόδευσαν τον θρίαμβο του Οκταβιανού και, πέρα από τηνΚλεοπάτρα Σελήνη Β’, που δόθηκε ως σύζυγος στον βασιλιά της Μαυριτανίας Ιούδα, δε γνωρίζουμε τι απέγινε Ο Αλέξανδρος Ήλιος καιο Πτολεμαίος Φιλάδελφος.
Στις 13 Ιανουαρίου27 π.Χ. εγκαινιάζεται μία νέα μορφή διακυβέρνησης του ρωμαϊκού κράτους καιη ρωμαϊκή κυριαρχία λαμβάνει νέα μορφή. Πρόκειται γιατο principatus, στα ελληνικά ηγεμονία ή αυτοκρατορικό καθεστώς του Αυγούστου. Το 27 π.Χ. δίδεται στον Οκταβιανό ο τίτλος Αύγουστος (=ανορθωτής). Το νέο πολίτευμα είναι έναs συνδυασμός αρμοδιοτήτων παλαιών θεσμών σε ένα μόνο πρόσωπο.