Οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολημε ευκολία το 1453 και επεκτάθηκαν ακόμη περισσότερο στη Βαλκανική Χερσόνησο καταλαμβάνοντας τηνΑθήνατο 1458. Οι Έλληνες διατήρησαν τον έλεγχο της Πελοποννήσου μέχρι το 1460, ενώ κάποια νησιά παρέμεναν υπό τον έλεγχο τωνΕνετώνκαιΓενοβέζων, αλλά μέχρι το 1500 κυρίως. Οι περισσότερες πεδιάδες και νησιά της Ελλάδας έγιναν κτήσεις των Οθωμανών. Τα βουνά της Ελλάδας ήταν σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτα και αποτελούσαν καταφύγιο για τους Έλληνες που επιθυμούσαν να αποφύγουν την ξένη κυριαρχία καινα συμμετάσχουν σε ανταρτοπόλεμο.[1]
Στο πλαίσιο της ένθερμης επιθυμίας για ανεξαρτησία από την τουρκική κατοχή καιμετη ρητή επιρροή που δεχόταν από άλλες μυστικές εταιρείες σε άλλα μέρη της Ευρώπης, τρεις Έλληνες συναντήθηκαν το 1814 στην Οδησσόν σχεδιάζοντας τους κανονισμούς μιας μυστικής εταιρείας πουθα λειτουργούσε μεελευθεροτεκτονικό τρόπο. Σκοπός της ήταν να ενώσει όλους τους Έλληνες σεμια ένοπλη οργάνωση γιατην ανατροπή της Τουρκοκρατίας. Οι τρεις ιδρυτές ήταν οΝικόλαος Σκουφάς από τηνΆρτα, οΕμμανουήλ Ξάνθος από τηνΠάτμοκαιοΑθανάσιος Τσακάλωφ από Ιωάννινα.[2] Λίγο μετά εντάχθηκε ένα τέταρτο μέλος, οΠαναγιώτης Αναγνωστόπουλος από Ανδρίτσαινα.
Σχεδιάστηκαν πολλές εξεγέρσεις σε όλη την ελληνική περιφέρεια καιη πρώτη εξ αυτών ξεκίνησε στις 6 Μαρτίου 1821, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Η εξέγερση κατεστάλη από τους Οθωμανούς, αλλά η δάδα είχε ανάψει και μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα η Πελοπόννησος βρισκόταν σε ανοιχτή εξέγερση, η οποία επεκτάθηκε ακόμη καιστη Μικρά Ασία, αλλά οι Οθωμανοί κατάφεραν μέχρι το 1823-24 νατην καταστείλουν στο μεγαλύτερο μέρος των περιοχών από τη Θεσσαλία και πάνω.[3]
Το 1821, οιΕλληνόφωνοι πληθυσμοί στηνΠελοπόννησο εξεγέρθηκαν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά από έναν αγώνα σε ολόκληρη την περιοχή που διήρκεσε αρκετούς μήνες, ηΕλληνική Επανάσταση οδήγησε στην ίδρυση του πρώτου αυτόνομου ελληνικού κράτους από τα μέσα του 15ου αιώνα.
Τον Ιανουάριο του 1822, ηΑ΄ Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου πέρασε την Ελληνική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (μέρος τουΠρώτου Συντάγματος), η οποία επιβεβαίωσε την κυριαρχία της Ελλάδας. Ωστόσο, το νέο Ελληνικό Κράτος ήταν πολιτικά ασταθές καιδεν διέθετε τους πόρους γιανα διατηρήσει μακροπρόθεσμα την εδαφικότητά του. Τοπιο σημαντικό απ'όλα, η χώρα δεν είχε διεθνή αναγνώριση καιδεν είχε ισχυρές συμμαχίες στονδυτικό κόσμο.
Μετά την ανακατάληψη σημαντικού μέρους των ελληνικών εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής εκείνης (ηΒρετανική Αυτοκρατορία, ηΡωσική ΑυτοκρατορίακαιτοΒασίλειο της Γαλλίας) είδαν την Ελληνική αντεπίθεση ως ευκαιρία γιανα αποδυναμώσουν περαιτέρω την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επίσης αυτή η κίνηση συνέφερε και τις τρεις δυνάμεις γιατί ήταν μια ευκαιρία να επεκτείνουν την επιρροή τους στηνΑνατολική Μεσόγειο. Οι μεγάλες δυνάμεις στήριξαν την Ελλάδα στον αγώνα γιατην ανεξαρτησία και ακολουθώντας την αποφασιστική μάχη στον Κόλπο του Ναυαρίνου συμφωνήθηκε ηΣυνθήκη του Λονδίνουγιατην εκεχειρία στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η αυτονομία της Ελλάδας αναγνωρίστηκε στοΠρωτόκολλο του Λονδίνου του 1828καιη πλήρη ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνωρίστηκε από τοΠρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830.
Το 1831, δολοφονήθηκε οΙωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας. Αυτό το γεγονός δημιούργησε πολιτική και κοινωνική αστάθεια, σε εμφύλια σύγκρουση συγκεκριμένα, θέτοντας σε κίνδυνο τη σχέση της χώρας με τους συμμάχους της. Με στόχο την αποφυγή μιας μελλοντικής αστάθειας στην Ελλάδα καιτη σύσφιξη των σχέσεων με τις μεγάλες δυνάμεις, η Ελλάδα συμφώνησε να γίνει βασίλειο (βλέπε το λήμμα: Συνθήκη του Λονδίνου (1832)). Οπρίγκιπας Λεοπόλδος τωνΣαξ-Κόμπουργκ και Γκότα ήταν ο πρώτος υποψήφιος γιατον ελληνικό θρόνο αλλά απέρριψε την προσφορά. ΟΌθων των Βίτελσμπαχ, πρίγκιπας της Βαυαρίας επελέγη πρώτος Βασιλιάς της Ελλάδας. Ο Όθων έφτασε στην προσωρινή πρωτεύουσα της χώρας, τοΝαύπλιο, το 1833, πάνω σε ένα βρετανικό πολεμικό πλοίο.
Σύμφωνα μετο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1829), τα χερσαία σύνορα στα βόρεια αρχικά καθορίζονταν στη γραμμή Αμφιλοχία-Όθρυς. Οι Βρετανοί αντιτάχθηκαν έντονα στα σύνορα της Δυτικής Ελλάδας λόγω του ενδιαφέροντός τους να κρατήσουν την ηπειρωτική χώρα απέναντι από το βρετανικό προτεκτοράτο των Ιονίων Νήσων μακριά από τα ελληνικά χέρια, γιαναμην ενθαρρύνουν τις παράλογες φιλοδοξίες στα νησιά. Το επόμενο πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830), ωστόσο, επέστρεψε τα χερσαία σύνορα στη γραμμή Ασπροπόταμος-Σπερχειός.
Η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1832), που επιβεβαιώθηκε στη Διάσκεψη του Λονδίνου του 1832 για τη δημιουργία των νέων χερσαίων συνόρων του Βασιλείου της Ελλάδας επιτέλους στη γραμμή Αμφιλοχία-Όθρυς.
2 Ιουλίου 1881 (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης): Προσάρτηση της Θεσσαλίας (εκτός της περιοχής της Ελασσόνας) και μέρος της Ηπείρου (μεγάλο μέρος του Νομού Άρτας και μέρος του σημερινού Νομού Ιωαννίνων)
4 Δεκεμβρίου 1897 (Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης): Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, πραγματοποιήθηκαν μικρές εδαφικές προσαρμογές στην ελληνο-οθωμανική γραμμή των συνόρων υπέρ των Οθωμανών. ΗΚρήτη γίνεται αυτόνομο κράτος με έναν Έλληνα πρίγκιπα ως ανώτερο επίτροπο.
30 Μαΐου 1913 (Συνθήκη του Λονδίνου): Μετά τονΠρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, η Ελλάδα προσάρτησε μεγάλο μέρος της Μακεδονίας (από τις Πρέσπες ως τονΝέστο, περιλαμβάνοντας καιτη σημαντική πόλη και λιμάνι της Θεσσαλονίκης) και της Ηπείρου (από τον κάμπο της Άρτας, ως τηΧειμάρα, περιλαμβάνοντας καιτη σημαντική πόλη τωνΙωαννίνων), καθώς καιτηνΚρήτη. Το καθεστώς της Βόρειας Ηπείρου καιτων νησιών του ανατολικού Αιγαίου, που καταλαμβάνεται από τον ελληνικό στρατό, παραμένει απροσδιόριστο. Τα ελληνικά κέρδη αναγνωρίζονται από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Συνθήκη της Αθήνας στις 14 Νοεμβρίου 1913.
1 Ιουνίου 1913 (Ελληνική –Σερβική Συνθήκη Ειρήνης, Φιλίας και Αμοιβαίας Προστασίας): οριοθέτηση των ελληνο-σερβικών συνόρων, από τις Πρέσπες ως τοΜπέλλες (σημερινά σύνορα Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας).
10 Αυγούστου 1913 (Συνθήκη του Βουκουρεστίου): Μετά τονΔεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, η Ελλάδα εξασφαλίζει την Ανατολική Μακεδονία (Σέρρες, Δράμα και Καβάλα) από τη Βουλγαρία, μέχρι τηνΚαβάλα.
17 Δεκεμβρίου 1913 (Συνθήκη της Φλωρεντίας (1913)): Οι Μεγάλες Δυνάμεις αναθέτουν τη Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία και διατάζουν τα ελληνικά στρατεύματα να φύγουν.
27 Νοεμβρίου 1919 (Συνθήκη Νεϊγύ): ΗΔυτική Θράκη (από τον Νέστο, ως τονΈβρο, εκτός από τοΔιδυμότειχο, και ορισμένα χωριά του σημερνού Νομού Έβρου), πρώην Βουλγαρική περιοχή, προσαρτάται στην Ελλάδα.
10 Αυγούστου 1920 (Συνθήκη των Σεβρών): ΗΑνατολική Θράκη (από τον Έβρο μέχρι τηνΤσατάλτζα, πριν τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης) προσαρτάται στην Ελλάδα. η Ζώνη της Σμύρνης τίθεται υπό ελληνικό έλεγχο για πέντε χρόνια, μετά την οποία ένα δημοψήφισμα θα καθορίσει τη μελλοντική του μοίρα.
24 Ιουλίου 1923 (Συνθήκη της Λωζάνης): Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922, η Συνθήκη των Σεβρών ακυρώνεται. Η Ανατολική Θράκη καιη Σμύρνη επιστρέφουν στον τουρκικό έλεγχο, καθώς καιτο τρίγωνο Καραγάτς, κοντά στηνΑδριανούπολη αντί των αποζημιώσεων. Συμφωνείται μια ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών.
10 Φεβρουαρίου 1947 (Συνθήκη του Παρισιού): Τα Δωδεκάνησα προσαρτούνται, από τηνΙταλίαστην Ελλάδα.
Η βασιλεία του Όθωνα σημαδεύτηκε από ταραχές, αλλά κατάφερε να διατηρηθεί για 30 χρόνια μέχρις ότου αυτός καιηΒασίλισσα Αμαλία, αναχώρησαν το 1862 από τη χώρα μετον ίδιο τρόπο μετον οποίο ήρθαν στην Ελλάδα, πάνω σε ένα βρετανικό πολεμικό πλοίο. Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, μια ομάδα Βαυαρών αντιβασιλέων κυβερνούσαν στο όνομά τουκαι έγιναν πολύ αντιδημοφιλείς προσπαθώντας να επιβάλουν γερμανικές ιδέες άκαμπτης ιεραρχικής κυβέρνησης στους Έλληνες, διατηρώντας παράλληλα τα σημαντικότερα κρατικά αξιώματα για τους Βαυαρούς. Ωστόσο, έθεσαν τα θεμέλια μιας ελληνικής διοίκησης, στρατού, δικαστικού συστήματος και εκπαιδευτικού συστήματος. Ο Όθωνας ήταν ειλικρινής στην επιθυμία τουνα δημιουργήσει ένα καλό κυβερνητικό σύστημα γιατην Ελλάδα, αλλά υπέφερε από δύο μεγάλα μειονεκτήματα, τηΡωμαιοκαθολική θρησκεία τουκαι από το γεγονός ότι έμεινε άτεκνος από τον γάμο τουμετηΒασίλισσα Αμαλία. Επιπλέον, το νέο Βασίλειο προσπάθησε να εξαλείψει την παραδοσιακή ληστεία, κάτι πουσε πολλές περιπτώσεις οδηγούσε σε σύγκρουση με μερικούς παλαιούς μαχητές της Επανάστασης (κλεφτές) οι οποίοι συνέχισαν να ασκούν αυτή την πρακτική.
Οι Βαυαροί Αντιβασιλείς κυβέρνησαν μέχρι το 1837, όταν έπειτα από πιέσεις τωνΒρετανώνκαιτωνΓάλλων, παραιτήθηκαν. Ο Όθωνας διόρισε Έλληνες υπουργούς, ανκαιοι Βαυαροί αξιωματούχοι εξακολουθούσαν να διοικούν το μεγαλύτερο μέρος της διοίκησης καιτου στρατού. Αλλά η Ελλάδα δεν είχε νομοθετικό σώμα και Σύνταγμα. Η ελληνική δυσαρέσκεια αυξήθηκε και κορυφώθηκε μετηνεξέγερσηστηνΑθήνατον Σεπτέμβριο του 1843. Ο Όθωνας συμφώνησε να χορηγήσει Σύνταγμα, συγκαλώντας την Εθνοσυνέλευση που συνήλθε τον Νοέμβριο. Τονέο σύνταγμα δημιούργησε ένα διθάλαμο κοινοβούλιο, με Βουλή και Γερουσία. Η εξουσία πέρασε στα χέρια μιας ομάδας πολιτικών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν διοικητές στην Επανάσταση. Ο Όθωνας ήταν ανήλικος όταν έφθασε στην Ελλάδα και έτσι ένα Συμβούλιο των αντιβασιλέων κυβέρνησε στο όνομά του μέχρι 1835. Το 1835, ο Όθωνας άρχισε να κυβερνά ως απόλυτος Μονάρχης και επέλεγε έναν σύμβουλο (συνήθως Βαυαρό) πουνα εκτελεί χρέη προέδρου του Συμβουλίου του κράτους. Κατά περιόδους, ο ίδιος ήταν ο κύριος σύμβουλός του.
Η ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα κυριαρχήθηκε από το εθνικό ζήτημα. Οι Έλληνες ονειρεύονταν την απελευθέρωση όλων των ελληνικών εδαφών καιτην ανασύσταση ενός κράτους πουθατα καλύπτει όλα με πρωτεύουσα τηνΚωνσταντινούπολη. Αυτή η ιδεολογία έγινε γνωστή ως Μεγάλη Ιδέα, στηριζόμενη από συνεχείς εξεγέρσεις κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας σε ελληνόφωνες περιοχές, κυρίως στηνΚρήτη, τηΘεσσαλίακαιτηΜακεδονία. Κατά τη διάρκεια τουΚριμαϊκού Πολέμουοι Βρετανοί κατέλαβαν τονΠειραιάγιανα αποτρέψουν την Ελλάδα να κηρύξει τον πόλεμο στους Οθωμανούς συμμαχώντας με τους Ρώσους.
Μια νέα γενιά Ελλήνων πολιτικών είχε ολοένα καιπιο αρνητική στάση γιατην επιρροή του Βασιλιά Όθωνα στη διακυβέρνηση της χώρας. Το 1862, ο βασιλιάς απέλυσε τον πρωθυπουργό του, τον πρώην ναύαρχο Κωνσταντίνο Κανάρη, τον σημαντικότερο πολιτικό της περιόδου. Αυτή η απόλυση προκάλεσε μια στρατιωτική εξέγερση, αναγκάζοντας τον Όθωνα να δεχτεί το αναπόφευκτο καινα εγκαταλείψει τη χώρα. Οι Έλληνες ζήτησαν τότε από τη Βρετανία να στείλει τονπρίγκιπα Αλφρέδο, γιο της Βασίλισσας Βικτώριαςσαν νέο βασιλιά της χώρας, αλλά οι άλλες δυνάμεις άσκησαν βέτο.[4]Αντ'αυτού, ένας νεαρός Δανός πρίγκιπας, έγινε οΒασιλιάς Γεώργιος Α΄. Ο Γεώργιος Α΄ ήταν μια πολύ δημοφιλής επιλογή ως συνταγματικός μονάρχης και συμφώνησε ότι οιγιοιτουθα ανατρέφονταν ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Ως ανταμοιβή στους Έλληνες γιατην υιοθέτηση ενός φιλοβρετανικού βασιλιά, η Βρετανία παραχώρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσωνστην Ελλάδα.
Επί οθωμανικής κυριαρχίας, η Ελληνική Εκκλησία ήταν μέρος τουΟικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Οι Μουσουλμάνοι δεν είχαν κανέναν έλεγχο πάνω από την εκκλησία. Μετην ίδρυση του ελληνικού Βασιλείου, ωστόσο, η κυβέρνηση αποφάσισε να αναλάβει τον έλεγχο της εκκλησίας καιτην αποστασιοποίησε από τον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη. Η κυβέρνηση κήρυξε την εκκλησία αυτοκέφαλητο 1833. Ήταν μια πολιτική απόφαση των βαυαρών αντιβασιλέων που κυβερνούσαν για λογαριασμό τουΌθωνα, ο οποίος ήταν ανήλικος. Η απόφαση περιέπλεξε την ελληνική πολιτική για δεκαετίες καθώς οι βασιλικές αρχές έσφιγγαν σταδιακά τον έλεγχο τους στην εκκλησία. Το νέο καθεστώς αναγνωρίστηκε από το Πατριαρχείο το 1850, υπό συμβιβαστικές συνθήκες μετην έκδοση τόμου (ειδικού διατάγματος) πουτο επανέφερε σε κανονικό καθεστώς. Ως αποτέλεσμα, διατήρησε ορισμένους ειδικούς δεσμούς μετη "Μητέρα Εκκλησία". Υπήρχαν μόνο τέσσερις επίσκοποι και είχαν πολιτικούς ρόλους.[5]
Το 1833 το Κοινοβούλιο έκλεισε 400 μικρά μοναστήρια με λιγότερους από πέντε μοναχούς ή μοναχές. Οι ιερείς δεν ήταν μισθωτοί. Στις αγροτικές περιοχές οι ιερείς ήταν και αυτοί αγρότες, κερδίζοντας τα προς τοζην από την αγροτική εργασία τους, καθώς και από τις αμοιβές και προσφορές από τους ενορίτες του. Τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα περιορίζονταν στην εκτέλεση των μυστηρίων, στην εποπτεία των κηδειών, στις ευλογίες των καλλιεργειών καιστον εξορκισμό. Λίγοι κάτοικοι παρακολούθησαν σεμινάρια. Μέχρι τη δεκαετία του 1840, υπήρξε μια εθνική αναβίωση, την οποία διηύθηναν ταξιδιώτες ιεροκήρυκες. Η κυβέρνηση συνέλαβε αρκετούς και προσπάθησε να σταματήσει το κίνημα της αναβίωσης, αλλά το κίνημα της αναβίωσης αναδείχθηκε ισχυρό καθώς οι αναβιωτές κατήγγειλαν τρεις επισκόπους γιατην εξαγορά του αξιώματός τους. Μέχρι τη δεκαετία του 1880 το κίνημα της Ανάπλασης οδήγησε σε ανανεωμένη πνευματική ενέργεια και φώτιση. Αγωνίστηκε ενάντια στις ορθολογιστικές και υλιστικές ιδέες οι οποίες προέρχονταν από την κοσμική Δυτική Ευρώπη. Η Ανάπλαση προωθούσε τα κατηχητικά σχολεία και τους κύκλους γιατη μελέτη της Βίβλου.[6]
Από το 1843, η δημόσια δυσαρέσκεια γιατον Όθωνα καιτη "Βαυαροκρατία" είχε φτάσει σε σημείο αιχμής, ενώ παράλληλα ο λαός άρχιζε να προβάλλει τις απαιτήσεις για σύνταγμα. Αρχικά ο Όθωνας αρνήθηκε να παραχωρήσει σύνταγμα, αλλά μόλις αποσύρθηκαν τα βαυαρικά στρατεύματα από το βασίλειο, προωθήθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, το πεζικό, που οδηγήθηκε από τον συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργηκαιτον σεβαστό επαναστάτη καπετάνιο Ιωάννη Μακρυγιάννη συγκεντρώθηκε στο τετράγωνο μπροστά από το παλάτι στην Αθήνα. Οι επαναστάτες αρνήθηκαν να διασκορπιστούν έως ότου ο βασιλιάς συμφωνήσει να χορηγήσει σύνταγμα, το οποίο θα προέβλεπε να υπάρχουν Έλληνες στο συμβούλιο, να συγκαλέσει μια μόνιμη εθνική συνέλευση καιο Όθωνας να ευχαριστήσει προσωπικά τους ηγέτες της εξέγερσης. Ο βασιλιάς Όθωνας τότε πιεσμένος συμφώνησε με τις απαιτήσεις του πλήθους.
Μετην παρότρυνση των Βρετανών καιτουβασιλιά Γεωργίου, η Ελλάδα υιοθέτησε ένα πολύ πιο δημοκρατικό σύνταγματο 1864. Οι εξουσίες του βασιλιά μειώθηκαν καιη Γερουσία καταργήθηκε, ενώ το δικαίωμα ψήφου επεκτάθηκε σε όλους τους άρρενες ενήλικες ηλικίας 21 ετών και άνω. Παρ'όλα αυτά, η ελληνική πολιτική παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό δυναστική, όπως ήταν πάντα. Ορισμένες οικογένειες (Ζαΐμης, Ράλλης, Τρικούπης) έδιναν συχνά τον πρωθυπουργό της χώρας, μια τάση που συνεχίζεται ακόμη και στον 21ο αιώνα. Ανκαιτα κόμματα επικεντρώθηκαν γύρω από τους μεμονωμένους ηγέτες, φέροντας συχνά τα ονόματά τους, υπήρχαν δύο ευρείες πολιτικές τάσεις: η παράταξη των φιλελεύθερων, με επικεφαλή τονΧαρίλαο Τρικούπηκαι αργότερα τονΕλευθέριο Βενιζέλο, καιη παράταξη των συντηρητικών, με επικεφαλή τονΘεόδωρο Δεληγιάννηκαι αργότερα τονΘρασύβουλο Ζαΐμη.
Ο Τρικούπης καιο Δεληγιάννης κυριάρχησαν στην ελληνική πολιτική στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα με συνεχείς εναλλαγές στο πρωθυπουργικό αξίωμα. Ο Τρικούπης τάχθηκε υπέρ της συνεργασίας μετη Μεγάλη Βρετανία στον τομέα των εξωτερικών, της δημιουργίας υποδομών και μιας ελληνικής βιομηχανίας, αυξάνοντας τα προστατευτικά τιμολόγια και θέτοντας μια προοδευτική κοινωνική νομοθεσία, ενώ οπιο λαϊκιστής Δεληγιάννης εξαρτιόταν από την προώθηση του ελληνικού εθνικισμού καιτηΜεγάλη ιδέα.
Η Ελλάδα παρέμεινε μια αρκετά φτωχή χώρα καθ'όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η χώρα δεν διέθετε πρώτες ύλες, υποδομές και κεφάλαια. Τα γεωργικά προϊόντα χρησιμοποιούνταν κυρίως γιατη σίτιση της οικογένειας πουτα παρήγαγε, ενώ ησταφίδα, τα καπνά, το βαμβάκι, το ελαιόλαδο ήταν συχνά μεταξύ των κύριων εξαγωγών της χώρας. Μερικοί Έλληνες πλούτισαν ως έμποροι και εφοπλιστές, καιο Πειραιάς έγινε ένα σημαντικό λιμάνι, αλλά η μετάδοση του πλούτου προς την Ελληνική αγροτιά ήταν πολύ χαμηλότερη. Η Ελλάδα παρέμεινε υπερχρεωμένη προς τις τράπεζες του Λονδίνου.
Μέχρι τη δεκαετία του 1890 η Ελλάδα συγκέντρωνε ποσότητες χρέους πολλαπλάσιες τουΑΕΠ της (τη δεκαετία του 1880 ειδικά, δανειζόταν σχεδόν κάθε χρόνο, για υποδομές, εξοπλισμούς, καλύψεις των ελλειμάτων του προϋπολογισμού κ.ά.) καιτο 1893 κηρύχθηκε πτώχευση. Η φτώχεια ήταν έντονη στις αγροτικές περιοχές καιτα νησιά. Εκείνη την περίοδο εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες έφυγαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην ύπαιθρο το εκπαιδευτικό επίπεδο ήταν χαμηλό. Παρ'όλα αυτά, σημειώθηκε πρόοδος στην κατασκευή επικοινωνιών και υποδομών (π.χ. σιδηρόδρομοι, ενώ άρχιζε και ένα κύμα εκβιομηχάνισης) και ανεγέρθηκαν κομψά δημόσια κτίρια στην Αθήνα. Παρά την κακή οικονομική κατάσταση, η Αθήνα διοργάνωσε τηναναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνωντο 1896, η οποία αποδείχθηκε μεγάλη επιτυχία.
Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γεωργίου Α΄. Αρχικά, το βασιλικό προνόμιο στην επιλογή του πρωθυπουργού παρέμεινε και αυτό συνέβαλε στην κυβερνητική αστάθεια, μέχρι την εισαγωγή της αρχής της δεδηλωμένης γιατηνκοινοβουλευτική εμπιστοσύνητο 1875 από τον μεταρρυθμιστή Χαρίλαο Τρικούπη. Το πελατειακό κράτος καιοι συχνές εκλογικές ανακατατάξεις παρέμειναν ο κανόνας στην ελληνική πολιτική και έπληξαν αρνητικά την ανάπτυξη της χώρας. Η διαφθορά καιοι αυξημένες δαπάνες του Τρικούπη γιατη δημιουργία απαραίτητων υποδομών όπως ηΔιώρυγα της Κορίνθου πλήγωσε την αδύναμη ελληνική οικονομία, οδηγώντας σεπτώχευσητο 1893, μετην Ελλάδα να αποδέχεται την εγκατάσταση διεθνούς αρχής δημοσιονομικού ελέγχου γιατην αποπληρωμή των οφειλών της χώρας.[7]
Το παλάτι του Πρίγκιπα σε φωτογραφία του 1909. Σήμερα στεγάζει τοΠροεδρικό Μέγαρο.
Ένα άλλο πολιτικό ζήτημα της Ελλάδα του 19ου αιώνα ήταν ιδιοτυπία της Ελλάδας: το γλωσσικό ζήτημα. Ο ελληνικός λαός ομιλεί τηδημοτική γλώσσα σήμερα, και αυτή μιλούσε καιτον 19ο αιώνα. Πολλά μέλη της εκαπιδευμένης ελίτ τη θεωρούσαν αγροτική διάλεκτο και ήταν αποφασισμένοι να αποκαταστήσουν τις δόξες τωναρχαίων ελληνικών. Τα κυβερνητικά έγγραφα και εφημερίδες γράφονταν σεκαθαρεύουσα, μια μορφή της ελληνικής την οποία λίγοι απλοί Έλληνες μπορούσαν να διαβάσουν. Οι φιλελεύθεροι ευνόησαν την αναγνώριση της Δημοτικής ως εθνικής γλώσσας, αλλά οι συντηρητικοί καιη Ορθόδοξη Εκκλησία αντιστάθηκαν σε όλες αυτές τις προσπάθειες, στον βαθμό που, όταν ηΚαινή Διαθήκη μεταφράστηκε στη Δημοτική το 1901, ξέσπασαν ταραχές στην Αθήνα καιη κυβέρνηση έπεσε (βλέπε Ευαγγελικά). Το θέμα αυτό συνέχισε να επηρεάζει την ελληνική πολιτική μέχρι τη δεκαετία του 1970.
Όλοι οι Έλληνες ήταν ενωμένοι στην αποφασιστικότητά τους να απελευθερώσουν τις ελληνόφωνες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ειδικά στηνΚρήτη, μιαπαρατεταμένη εξέγερση το 1866-1869 ξεσήκωσε εθνικιστική θέρμη. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ της Ρωσίας καιτων Οθωμανών το 1877, το λαϊκό ελληνικό συναίσθημα συσπειρώθηκε στην πλευρά της Ρωσίας, αλλά η Ελλάδα ήταν πολύ φτωχή και ανησυχούσε πολύ γιατο ενδεχόμενο βρετανικής παρέμβασης καιδεν εισήλθε επίσημα στον πόλεμο. Παρ'όλα αυτά, το 1881, ηΘεσσαλίακαι μικρά μέρη της Ηπείρου (γύρω από την Άρτα) παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο της Συνθήκης του Βερολίνου, απογοητεύοντας τους Έλληνες γιατημη προσάρτηση της Κρήτης.
Οι Έλληνες της Κρήτης συνέχισαν να διεξάγουν τακτικές εξεγέρσεις καιτο 1897 η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Θεόδωρο Δεληγιάννη, υποκύπτοντας στη λαϊκή πίεση, κήρυξε πόλεμο στους Οθωμανούς. Στονελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897ο κακώς εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος ελληνικός στρατός ηττήθηκε από τους Οθωμανούς. Μετην παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ωστόσο, η Ελλάδα έχασε κάποια λιγοστά εδάφη κατά μήκος των συνόρων στην Τουρκία, ενώ η Κρήτη έγινε αυτόνομο κράτοςμεΎπατο Αρμοστήνα είναι οπρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας.
Το εθνικιστικό συναίσθημα μεταξύ των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέχισε να αυξάνεται και από τη δεκαετία του 1890 υπήρχαν συνεχείς αναταράξεις στην περιοχή της Μακεδονίας. Εδώ οι Έλληνες ήταν σε ανταγωνισμό όχι μόνο με τους Οθωμανούς αλλά καιμε τους Βουλγάρους, η οποίοι ασχολούνταν με έναν ένοπλο αγώνα προπαγάνδας για τις καρδιές καιτα μυαλά των περιοχών με εθνολογικά μικτό πληθυσμό. Αυτή η περίοδος είναι γνωστή ως Μακεδονικός Αγώνας. Τον Ιούλιο του 1908, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ξέσπασε ηεπανάσταση των Νεότουρκων.
Αξιοποιώντας την οθωμανική εσωτερική αναταραχή, ηΑυστροουγγαρία προσάρτησε τηΒοσνία-Ερζεγοβίνη, ενώ ηΒουλγαρία διακήρυξε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην Κρήτη, ο τοπικός πληθυσμός, με επικεφαλής έναν νεαρό πολιτικό, τονΕλευθέριο Βενιζέλο, κήρυξε τηνΈνωση μετην Ελλάδα, προκαλώντας μια άλλη κρίση. Το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση, με επικεφαλής τονΔημήτριο Ράλλη, αποδείχθηκε ανίκανη ομοίως να εκμεταλλευτεί την κατάσταση καινα ενώσει την Κρήτη μετην Ελλάδα, τράβηξαν πολλούς Έλληνες, ειδικά τους νέους αξιωματικούς, υπέρ του Βενιζέλου. Αυτοί σχημάτισαν μια μυστική εταιρεία, τη "Στρατιωτική Ένωση", με σκοπό να μιμηθούν τους Οθωμανούς συναδέλφους τους καινα επιδιώξουν μεταρρυθμίσεις.[8]
Τοκίνημα στο Γουδί στις 15 Αυγούστου 1909 σηματοδότησε μια καμπή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία: καθώς οι στρατιωτικοί συνωμότες ήταν άπειροι στην πολιτική, ζήτησαν από τον Βενιζέλο, ο οποίος ήταν γνωστός εκπρόσωπος του φιλελευθερισμού, να ανέβει στην Ελλάδα ως πολιτικός σύμβουλός των συνωμοτών. Ο Βενιζέλος έγινε επιδραστικό πολιτικό πρόσωπο καιοι σύμμαχοί του κέρδισαν τις εκλογές του Αυγούστου του 1910. Ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός τον Οκτώβριο του 1910, ξεκινώντας μια εικοσαπενταετή περίοδο όπου η προσωπικότητά του κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική.
Ο Βενιζέλος ξεκίνησε ένα σημαντικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Εκδόθηκε ένα νέο καιπιο φιλελεύθερο Σύνταγμακαι έγιναν πολλές μεταρρυθμίσεις στους τομείς της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και της οικονομίας. Αγοράστηκαν όπλα και ήρθαν γάλλοι και βρετανοί εκπαιδευτές στην Ελλάδα. Εντω μεταξύ, οι αδυναμίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτέθηκαν από τονΙταλοτουρκικό πόλεμοστη Λιβύη, ο οποίος οδήγησε στην ιταλική προσάρτηση της Λιβύης καιτων Δωδεκανήσων.
Ξεκινώντας από την άνοιξη του 1912, τα βαλκανικά κράτη (Ελλάδα, Βουλγαρία, ΜαυροβούνιοκαιΣερβία) υπέγραψαν μια σειρά διμερών συμφωνιών και ίδρυσαν τηΒαλκανική Ένωση, η οποία κήρυξε πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Οκτώβριο του 1912.
Τον βασιλιά Γεώργιο Α’ διαδέχθηκε ο γιος του, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’, ο οποίος είχε διακριθεί ως στρατιωτικός αρχηγός στις προσπάθειες της Ελλάδας να επεκτείνει το έδαφος της. Εκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, και παντρεύτηκε τη Σοφία την κόρη του Γερμανού αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος θεωρήθηκε ως γερμανόφιλος, σε αντίθεση μετονΕλευθέριο Βενιζέλοο οποίος υποστήριζε την Αντάντ. Ο Κωνσταντίνος έκανε προσπάθειες να κρατήσει την Ελλάδα ουδέτερη στονΠρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι δυνάμεις της Αντάντ υποστήριξαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μετά από το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης που έκανε, ξεκίνησε οΕθνικός Διχασμός, όπου υπήρχαν δύο χωριστές κυβερνήσεις στην Αθήνα καιτη Θεσσαλονίκη, η Ελλάδα προσχώρησε στο πλευρό της Αντάντ καιτο 1917 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Η Ελλάδα ανταμείφθηκε γιατην υποστήριξή της στον πόλεμο με εδάφη στη Μικρά Ασία συμπεριλαμβανομένης της Σμύρνης. Ο επόμενος βασιλιάς Αλέξανδρος (δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου) πέθανε το 1920 από ένα δάγκωμα πιθήκου καιο πατέρας του επέστρεψε ως βασιλιάς. Μετά από τον καταστρεπτικό ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919-1922), ο βασιλιάς Κωνσταντίνος καθαιρέθηκε και πάλι και πέθανε εξόριστος στη Σικελία. Τον βασιλιά Κωνσταντίνο διαδέχθηκε τώρα ο μεγαλύτερός του γιος, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, ο οποίος άφησε τη χώρα το 1924 όταν προκηρύχθηκε ηΔεύτερη Ελληνική Δημοκρατία. Το 1935 ένα στρατιωτικό χτύπημα που ηγήθηκε από τον στρατηγό Γεώργιο Κονδύλη κατάργησε τη Δημοκρατία και οργάνωσε ένα δημοψήφισμα που ενέκρινε την αποκατάσταση της μοναρχίας. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ επέστρεψε στη χώρα, όπου στη συνέχεια υποστήριξε το δικτατορικό καθεστώς τουΜεταξά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα το 1941, διέφυγε μετην κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1946 και βασίλεψε μέχρι τον θάνατό τουτο 1947. Τον βασιλιά Γεώργιο διαδέχθηκε ο μικρός αδελφός του, βασιλιάς Παύλοςπου βασίλεψε από το 1947 μέχρι τον θάνατό τουτο 1964. Ο γιος του, βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ ήταν βασιλιάς έως ότου διέφυγε στο εξωτερικό μετά από ένα αποτυχημένο αντιπραξικόπημα ενάντια στη στρατιωτική χούντα τον Δεκέμβριο του 1967. Η δικτατορία διόρισε τον Αντιστράτηγο Γ. Ζωϊτάκη ως αντιβασιλέα, τον οποίο διαδέχθηκε ο Παπαδόπουλος. Την 1η Ιουνίου 1973 οΓεώργιος Παπαδόπουλος κατήργησε τη μοναρχία και αυτοανακηρύχθηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ακολούθως οργάνωσε δημοψήφισματο οποίο με 78% υπερψήφισε την κατάργηση της μοναρχίας. Η εξουσία της στρατιωτικής χούντας τελείωσε πραγματικά το επόμενο έτος αλλά ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ δεν αποκαταστάθηκε στον θρόνο. Το θέμα αποκατάστασής του τέθηκε σε ένα άλλο δημοψήφισμα τον Δεκέμβριο του 1974, όπου 69% των Ελλήνων επικύρωσε την οριστική κατάργηση της μοναρχίας.
Το πρώτο σύνταγμα του Βασιλείου της Ελλάδας ήταν τοΕλληνικό Σύνταγμα του 1844. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, η στρατιωτική φρουρά της Αθήνας, μετη βοήθεια πολιτών, επαναστάτησεκαι απαίτησε από τονΌθωνανα παραχωρήσει στους Έλληνες πολίτες σύνταγμα.
Το Σύνταγμα του Μαρτίου 1844 προήλθε από τη λειτουργία της Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων της 3ης Σεπτεμβρίου στην Αθήνα και ήταν ένα συνταγματικό σύμφωνο, με άλλα λόγια, μια σύμβαση μεταξύ του μονάρχη καιτου έθνους. Το Σύνταγμα αυτό αποκατέστησε τη συνταγματική μοναρχία και βασίστηκε στο γαλλικό σύνταγμα του 1830 και στο βελγικό Σύνταγμα του 1831.
Οι κύριες διατάξεις του ήταν οι εξής: καθιέρωσε την αρχή της μοναρχικής κυριαρχίας, διότι ο μονάρχης, σύμφωνα μετο σύνταγμα του 1844, ήταν η αποφασιστική δύναμη του Κράτους. Η νομοθετική εξουσία ήταν αρμοδιότητα του βασιλιά, ο οποίος είχε το δικαίωμα να επικυρώνει τους νόμους τους οποίους ψήφιζε το κοινοβούλιο καιη γερουσία. Τα μέλη του Κοινοβουλίου έπρεπε να ήταν τουλάχιστον 80 και εκλέγονταν για τριετή θητεία με καθολική ψηφοφορία. Οι γερουσιαστές διορίζονταν από τον βασιλιά με ισόβια θητεία καιο αριθμός τους ορίστηκε σε 27, ανκαιο αριθμός αυτός μπορούσε να αυξηθεί εάν προκύψει ανάγκη και σύμφωνα μετη βούληση του μονάρχη, αλλά δενθα μπορούσε να υπερβεί το ήμισυ του αριθμού των μελών του Κοινοβουλίου.
Θεσπίζεται η υπουργική ευθύνη για τις πράξεις του βασιλιά καθιερώνεται, ο οποίος τους διορίζει και τους απολύει. Η δικαιοσύνη πηγάζει από τον βασιλιά και διανέμεται στο όνομά του από τους δικαστές πουο ίδιος ορίζει.
Η Β΄Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων έλαβε χώρα στηνΑθήνα (1863-1864) και ασχολήθηκε τόσο μετην εκλογή νέου μονάρχη όσο καιμετη σύνταξη νέου συντάγματος, ενώ το πολίτευμα της Ελλάδας άλλαξε από συνταγματική μοναρχίασεβασιλευόμενη δημοκρατία.
Μετά την άρνηση τουπρίγκιπα Αλφρέδου της Μεγάλης Βρετανίας (ο οποίος εξελέγη με συντριπτική πλειοψηφία ως νέος βασιλιάς της χώρας στο πρώτο δημοψήφισμα της Ελλάδας τον Νοέμβριο του 1862) να δεχτεί το στέμμα του ελληνικού Βασιλείου, η κυβέρνηση προσέφερε το στέμμα στον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο Α΄τουοίκου του Γκλύξμπουργκο οποίος στέφθηκε βασιλιάς της Ελλάδας μετην πλήρη ονομασία "Γεώργιος Α΄, βασιλιάς των Ελλήνων". Επίσης, η άρνηση του βρετανού πρίγκιπα προήλθε γιατί η βασίλισσα Βικτώρια ήταν κατά αυτής της ιδέας αλλά και γιατί απαγορευόταν ο βασιλιάς της Ελλάδας να προέρχεται από την Αγγλία, τη Ρωσία ή τη Γαλλία (Μεγάλες Δυνάμεις).
ΤοΣύνταγμα του 1864 συντάχθηκε ακολουθώντας τα πρότυπα των συνταγμάτων τουΒελγίουτου 1831 και της Δανίαςτου 1849, και καθιέρωσε με σαφείς όρους την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Επιπλέον, το άρθρο 31 επανέλαβε ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το έθνος και έπρεπε να ασκηθούν όπως προβλέπει το Σύνταγμα. Το άρθρο 44 καθιέρωσε την αρχή της λογοδοσίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο βασιλιάς διέθετε μόνο τις εξουσίες που περιέγραφε το Σύνταγμα.
Η συνέλευση επέλεξε το σύστημα του μονοθάλαμου κοινοβουλίου (Βουλή) με τετραετή θητεία και ως εκ τούτου κατάργησε τη Γερουσία, την οποία πολλοί κατηγόρησαν ότι ήταν εργαλείο στα χέρια της μοναρχίας. Οι άμεσες, μυστικές εκλογές με καθολικό δικαίωμα ψήφου έγινε ο τρόπος εκλογής των βουλευτών, ενώ οι εκλογές έπρεπε να διεξάγονται ταυτόχρονα σε ολόκληρο το έθνος.
Επιπροσθέτως, το άρθρο 71 απαγόρευσε στους βουλευτές να είναι είναι έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι ή δήμαρχοι κατά τη βουλευτική τους θητεία, αλλά τους επέτρεψε να εργάζονται ως αξιωματικοί του στρατού.
Το Σύνταγμα επανέλαβε διάφορες ρήτρες τουσυντάγματος του 1844, όπως ότι ο βασιλιάς διορίζει και απολύει τους υπουργούς και ότι οι τελευταίοι είναι υπεύθυνοι γιατο πρόσωπο του μονάρχη, αλλά επέτρεπε στο Κοινοβούλιο να δημιουργήσει "εξεταστικές επιτροπές". Επιπλέον, ο βασιλιάς διατήρησε το δικαίωμα να συγκαλεί το κοινοβούλιο τόσο σε τακτικές όσο καισε έκτακτες συνεδριάσεις καινατο διαλύσει κατά την κρίση του, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι το διάταγμα διάλυσης προσυπογράφεται επίσης από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Το Σύνταγμα επανέλαβε κατά λέξη τη ρήτρα του άρθρου 24 του Συντάγματος του 1844, σύμφωνα μετην οποία "ο βασιλιάς διορίζει και απολύει τους υπουργούς του". Αυτή η φράση υπονοούσε ότι οι υπουργοί ήταν πρακτικά υποδεέστεροι στον μονάρχη και έτσι λογοδοτούσαν όχι μόνο στον μονάρχη αλλά καισε αυτόν. Επιπλέον, το σύνταγμα δεν ανέφερε πουθενά ότι ο βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να διορίσει το υπουργικό συμβούλιο σύμφωνα μετη βούληση της πλειοψηφίας των βουλευτών στο κοινοβούλιο. Αυτή ήταν, όμως, η ερμηνεία που στήριξαν οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις αυτού του τόπου, επικαλούμενες την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας καιτο πνεύμα του κοινοβουλευτικού καθεστώτος.
Ο διορισμός των υπουργών με βάση τη θέληση της πλειοψηφίας των μελών της Βουλής τελικά έγινε πράξη μετην αρχή της δεδηλωμένης που εισήγαγε το 1875 οΧαρίλαος Τρικούπης. Την ίδια χρονιά, ο Γεώργιος Α΄ επισημοποίησε την υιοθέτηση της αρχής αυτής μετα εξής λόγια: "Απαιτώ ως προϋπόθεση, απ'όλους όσους προσκαλώ δίπλα μουγιαναμε βοηθήσουν στη διακυβέρνηση της χώρας, να έχουν τη προφανή υποστήριξη και εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των εκπροσώπων του έθνους. Επιπλέον, δέχομαι αυτή η έγκριση να προέρχεται από τη Βουλή, καθώς χωρίς αυτή η αρμονική λειτουργία της πολιτείας θα ήταν αδύνατη".
Η καθιέρωση της αρχής της "δεδηλωμένης" προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας της βασιλευόμενης δημοκρατίας, συνέβαλε στην εξαφάνιση μιας συνταγματικής πρακτικής η οποία, με πολλούς τρόπους, επαναλάμβανε τις αρνητικές εμπειρίες της βασιλείας τουΌθωνα. Πράγματι, από το 1864 έως το 1875 είχαν λάβει χώρα πολλές μη ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, ενώ υπήρξε ενεργή εμπλοκή του βασιλιά στην πολιτική, διορίζοντας κυβερνήσεις που υποστήριζε μια μειονότητα των βουλευτών, ή υποχρεώνοντας τις κυβερνήσεις που λάμβαναν την υποστήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών όταν οι πολιτικές τους απόψεις έρχονταν σε αντίθεση με τις πολιτικές απόψεις του βασιλιά.
Ως προς την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οιπιο αξιοσημείωτες τροποποιήσεις που έγιναν στοσύνταγμα του 1864 ήταν η αποτελεσματικότερη προστασία της προσωπικής ασφάλειας, η ισότητα στις φορολογικές επιβαρύνσεις, το δικαίωμα της συνάθροισης καιη θέσπιση του απαραβίαστου της κατοικίας. Επί πλέον, το Σύνταγμα διευκόλυνε την απαλλοτρίωση γεωργικών εκτάσεων για αναδιανομή τους σεακτήμονες αγρότες, ενώ ταυτόχρονα προστάτευε δικαστικά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας.
Στις λοιπές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνεται η ίδρυση εκλογικού δικαστηρίου γιατην επίλυση των εκλογικών διαφορών που προέκυψαν από τις βουλευτικές εκλογές, η προσθήκη νέων απαγορεύσεων απασχόλησης για τους βουλευτές, η αποκατάσταση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου (το οποίο όμως συγκροτήθηκε και λειτουργούσε μόνο υπό τις διατάξεις τουσυντάγματος του 1927), ενώ βελτιώθηκε η προστασία της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και καθιερώθηκε η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Τέλος, για πρώτη φορά, το Σύνταγμα προέβλεπε υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση για όλους, ενώ ηΚαθαρεύουσα έγινε η επίσημη γλώσσα του κράτους.
Η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητη σε ένα κάπως διαφορετικό καθεστώς από τη Σερβία, ενώ οι δύο χώρες αντιμετώπιζαν σημαντικά προβλήματα μετην ανεξαρτησία, όπως η αγροτική μεταρρύθμιση. Το 1833, οι Έλληνες πήραν τον έλεγχο μιας υπαίθρου η οποία κατεστράφη από τον πόλεμο, η οποία σε κάποια μέρη είχε ερημωθεί καιη ανάπτυξη παρεμποδιζόταν από τις πρωτόγονες μεθόδους γεωργίας καιτην έλλειψη εδαφών. Όπως καιστη Σερβία, οι επικοινωνίες ήταν κακές, ένα εμπόδιο για οποιοδήποτε ευρύτερο εξωτερικό εμπόριο. Ακόμη καιστα τέλη του 19ου αιώνα η γεωργική ανάπτυξη δεν είχε προχωρήσει τόσο σημαντικά όσο είχε προβλεφθεί, όπως εξηγεί καιο Ουίλιαμ Μόφετ, Πρόξενος τωνΗΠΑστην Αθήνα:
"Εδώ η γεωργία βρίσκεται στηνπιο υπανάπτυκτη κατάσταση. Ακόμη καιστα κοντινότερα περίχωρα της Αθήνας, είναι συνηθισμένο να βρούμε το ξύλινο άροτρο την αξίνα η οποία ήταν σε χρήση πριν από 2000 χρόνια. Τα χωράφια οργώνονται ή γρατζουνίζονται καιοι καλλιέργειες αναφυτεύονται σεζόν μετά την εποχή έως ότου το εξαντλημένο έδαφος δεν μπορεί να αντέξει τις καλλιέργειες. Τα λιπάσματα δεν χρησιμοποιούνται σε σημαντικό βαθμό καιτα εργαλεία εκμετάλλευσης έχουν τηνπιο άσχημη περιγραφή. Η άρδευση χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιοχές και, όσο μπορώ να διαπιστώσω, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται μπορούν εύκολα να μαθευτούν από μια μελέτη των πρακτικών των αρχαίων Αιγυπτίων. Η Ελλάδα έχει ελιές και σταφύλια σε αφθονία και ποιότητα πουδεν ξεπερνιέται, αλλά το ελληνικό ελαιόλαδο καιτο ελληνικό κρασί δενθα αντέξουν να μεταφερθούν."
Η Ελλάδα είχε μια ισχυρή πλούσια εμπορική τάξη αγροτικών προύχοντων και νησιωτών εφοπλιστών. Επίσης είχαν πρόσβαση σε 36.000 τ.χλμ. (9 εκατομμύρια στρέμματα) γης η οποία απαλλοτριώθηκε από τους μουσουλμάνους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι εκδιώχθηκαν κατά την Επανάσταση.
Στιγμιότυπο από την κατασκευή της Εθνικής Οδού Αθηνών-Πειραιά από μηχανικούς του στρατού, 1835-36
Η αγροτική μεταρρύθμιση αποτέλεσε την πρώτη πραγματική δοκιμασία γιατο νέο ελληνικό βασίλειο. Η νέα ελληνική κυβέρνηση υιοθέτησε σκόπιμα αγροτικές μεταρρυθμίσεις γιατην αναδιανομή της γης που αποσκοπούσαν στη δημιουργία μιας τάξης ελεύθερων αγροτών. Ο Νόμος γιατην Επιχορήγηση των Ελληνικών Οικογενειών του 1835 έδωσε πίστωση 2.000 δραχμών σε κάθε οικογένεια, γιανα χρησιμοποιηθεί γιανα αγοράσει ένα αγρόκτημα 12 στρεμμάτων σε δημοπρασία στο πλαίσιο ενός σχεδίου δανείου χαμηλού κόστους. Η χώρα ήταν γεμάτη από εκτοπισμένους πρόσφυγες και κενά οθωμανικά κτήματα.
Σταφίδες προς εξαγωγή στο λιμάνι της Πάτρας στα τέλη του 19ου αιώνα.
Μεμια σειρά μεταρρυθμίσεων γης που διήρκεσαν αρκετές δεκαετίες, η κυβέρνηση διένειμε αυτή την κατασχεθείσα γη μεταξύ βετεράνων και φτωχών, έτσι ώστε μέχρι το 1870 οι περισσότερες ελληνικές αγροτικές οικογένειες είχαν περίπου 20 στρέμματα γης. Αυτά τα αγροκτήματα ήταν πολύ μικρά γιανα ευημερήσουν, αλλά η αγροτική μεταρρύθμιση σηματοδότησε τον στόχο μιας κοινωνίας στην οποία οι Έλληνες ήταν ίσοι και μπορούσαν να υποστηρίξουν τον εαυτό τους, αντί να εργάζονται με μείσθωση στα κτήματα των πλουσίων. Η ταξική βάση της αντιπαλότητας μεταξύ των ελληνικών παρατάξεων μειώθηκε, ενώ συνέβαλλε θετικά η τάση των κεφαλαιούχων να αγοράζουν ιδιοκτησίες στην πόλη. Κατά την περίοδο 1870-1911 παραδόθηκαν 2.650.000 στρέμματα γης σε 370.000 παραχωρητήρια, επιβεβαιώνοντας την τάση της απόκτησης ιδιοκτησιών χαμηλής έκτασης λόγω του πολυτεμαχισμού τους.[9]
Οι πόλεμοι μεταξύ 1912 και 1922 αποτέλεσαν καταλύτη γιατην ελληνική βιομηχανία, μεμια σειρά βιομηχανιών να αναπτύσσονται (οι οποίες ασχολούνταν με κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, πυρομαχικά και μπότες γιατην προμήθεια του στρατού). Μετά τους πολέμους οι περισσότερες από αυτές τις βιομηχανίες συνέχισαν να υπάρχουν παράγοντας μη πολεμικά προϊόντα. Οι έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, μεπιο γνωστό τονΑριστοτέλη Ωνάση από τη Σμύρνη είχαν επίσης τεράστιο αντίκτυπο στην εξέλιξη της ελληνικής βιομηχανίας καιτου τραπεζικού τομέα. Οι Έλληνες κατείχαν το 45% του κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν από το 1914,[10]και πολλοί από τους πρόσφυγες που εκδιώχθηκαν από την Τουρκία είχαν κεφάλαια και δεξιότητες τις οποίες χρησιμοποίησαν γρήγορα στην Ελλάδα.
Οι μικρασιάτες πρόσφυγες τροφοδότησαν τη ραγδαία ανάπτυξη των αστικών περιοχών στην Ελλάδα, καθώς η συντριπτική τους πλειοψηφία εγκαταστάθηκε σε αστικά κέντρα όπως η Αθήνα καιη Θεσσαλονίκη. Η απογραφή του 1920 ανέφερε ότι το 36,3% των Ελλήνων ζούσε σε αστικές ή ημιαστικές περιοχές, ενώ η απογραφή του 1928 ανέφερε ότι το 45,6% των Ελλήνων ζούσε σε αστικές ή ημιαστικές περιοχές. Έχει υποστηριχθεί από πολλούς Έλληνες οικονομολόγους ότι αυτοί οι πρόσφυγες κράτησαν την ελληνική βιομηχανία ανταγωνιστική κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, καθώς το πλεόνασμα της εργασίας κράτησε πολύ χαμηλά τους πραγματικούς μισθούς. Ανκαι αυτή η θέση έχει οικονομικό νόημα, υπήρξε καθαρή κερδοσκοπία καθώς δεν υπήρχαν αξιόπιστα στοιχεία για τους μισθούς και τις τιμές στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.[11]
Η ελληνική βιομηχανία άρχισε να υποχωρεί λίγο πριντην ένταξη της Ελλάδας στηνΕΟΚκαιη τάση αυτή συνεχίστηκε. Ανκαιη παραγωγικότητα των Ελλήνων εργαζομένων αυξήθηκε σημαντικά, το κόστος εργασίας αυξήθηκε πολύ γρήγορα, εξέλιξη πουδεν επέτρεψε στην ελληνική μεταποιητική βιομηχανία να παραμείνει ανταγωνιστική στην Ευρώπη. Υπήρξε επίσης πολύ μικρός εκσυγχρονισμός στις ελληνικές βιομηχανίες λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.[12]
Τα δημοσιονομικά προβλήματα έφεραν την ελληνική κυβέρνηση στη θέση να ξεκινήσει ένα ενδιαφέρον οικονομικό πείραμα, τη διχοτόμηση της δραχμής. Η Ελλάδα ήταν ανίκανη να εξασφαλίσει άλλα δάνεια από το εξωτερικό γιατη χρηματοδότηση του πολέμου μετην Τουρκία. Το 1922 ο Υπουργός Οικονομικών Πρωτοπαπαδάκης δήλωσε ότι κάθε δραχμή έπρεπε ουσιαστικά να κοπεί στη μέση. Το ήμισυ της αξίας της δραχμής θα κρατηθεί από τον ιδιοκτήτη καιτο άλλο μισό θα παραδοθεί από την κυβέρνηση με αντάλλαγμα ένα εικοσαετές δάνειο με επιτόκιο 6.5%. Ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε στημη αποπληρωμή αυτά τα δάνεια, αλλά ακόμη καιανδεν είχε συμβεί ο πόλεμος, είναι αμφίβολο ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα ήταν σε θέση να εξοφλήσει αυτά τα ογκώδη χρέη προς στον λαό της. Η στρατηγική αυτή οδήγησε σε μεγάλα έσοδα γιατο ελληνικό δημόσιο καιοι επιπτώσεις του πληθωρισμού ήταν ελάχιστες.[13]
Το 1926 το ελληνικό κράτος επανέλαβε αυτή στρατηγική λόγω της αδυναμίας της κυβέρνησης να αποπληρώσει τα δάνεια από τους δεκαετείς πολέμους καιτην επανεγκατάσταση των προσφύγων. Μετά τη δεύτερη διχοτόμηση της δραχμής υπήρξε αποπληθωρισμός και αύξηση των επιτοκίων.[14] Εξαιτίας αυτών των πολιτικών μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχασε την πίστη τουστην κυβέρνησή τουκαιοι επενδύσεις μειώθηκαν καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να σταματούν να διατηρούν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε ασταθές νόμισμα, ξεκινώντας να κατέχουν πραγματικά αγαθά.
Το 1932 η Ελλάδα άρχισε να επηρεάζεται περισσότερο από τη μεγάλη ύφεση. Η Τράπεζα της Ελλάδος προσπάθησε να υιοθετήσει αποπληθωριστικές πολιτικές γιανα αποτρέψει τις κρίσεις που λάμβαναν χώρα σε άλλες χώρες, αλλά αυτές οι πολιτικές απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό. Γιαμια σύντομη περίοδο, η δραχμή συνδέθηκε μετο δολάριο ΗΠΑ, αλλά αυτή η λύση δεν απέδωσε (ούτε ήταν βιώσιμη) δεδομένου του μεγάλου εμπορικού ελλείμματος της χώρας καιτο 1932 η Ελλάδα απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγματικών της αποθεμάτων. Τα εμβάσματα από το εξωτερικό μειώθηκαν κατακόρυφα καιη αξία της δραχμής άρχισε να πέφτει κατακόρυφα από 77 δραχμές ανά δολάριο τον Μάρτιο του 1931 σε 111 δραχμές ανά δολάριο τον Απρίλιο του 1931.[15]
Αυτό ήταν ιδιαίτερα επιβλαβές γιατην Ελλάδα, καθώς η χώρα βασιζόταν σε εισαγωγές από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία καιτη Μέση Ανατολή για πολλές από τις ανάγκες των περίπου 7 εκατομμυρίων κατοίκων της την εποχή εκείνη. Η Ελλάδα εγκατέλειψε το πρότυπο του χρυσού τον Απρίλιο του 1932 και κήρυξε μορατόριουμ σε όλες τις πληρωμές τόκων. Η χώρα υιοθέτησε προστατευτικές πολιτικές όπως οι ποσοστώσεις εισαγωγής, πολιτική την οποία εφάρμοζαν ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Οι πολιτικές προστατευτισμού σε συνδυασμό μεμια αδύναμη δραχμή, η οποία κατέπνιγε της εισαγωγές, επέτρεψαν στην ελληνική βιομηχανία να διευρυνθεί κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Το 1939 η Ελληνική βιομηχανική παραγωγή ήταν 179% εκείνη του 1928.[16]
Οι βιομηχανίες αυτές ήταν ως επί το πλείστον "χτισμένες στην άμμο" όπως έλεγε καιμια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς χωρίς αυτή τη μαζική προστασία δενθα μπορούσαν να επιβιώσουν. Παρά την παγκόσμια ύφεση, η Ελλάδα κατάφερε να επηρεαστεί συγκριτικά ελάχιστα, καταγράφοντας κατά μέσο όρο έναν μέσο ρυθμό ανάπτυξης 3,5% από το 1932 έως το 1939. Το φασιστικό καθεστώς του Γιάννη Μεταξά ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ελλάδας το 1936 και η οικονομική ανάπτυξη ήταν ισχυρή τα χρόνια που προηγήθηκαν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια επιτυχημένη βιομηχανία της Ελλάδας ήταν η ναυτιλία. Η γεωγραφία της Ελλάδας έκανε τη χώρα σημαντικό παράγοντα στις θαλάσσιες υποθέσεις από την αρχαιότητα καιη Ελλάδα έχει μια ισχυρή σύγχρονη παράδοση που χρονολογείται από τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774, η οποία επέτρεψε στα ελληνικά πλοία να ξεφύγουν από την οθωμανική κυριαρχία τοποθετώντας τη ρωσική σημαία. Η συνθήκη οδήγησε στη δημιουργία πολλών ελληνικών εμπορικών οίκων σε ολόκληρη τη Μεσόγειο καιτηΜαύρη Θάλασσα, και μετά την ανεξαρτησία, η ναυτιλιακή βιομηχανία της Ελλάδας ήταν ένα από τα λίγα φωτεινά σημεία της σύγχρονης ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους η ελληνική ναυτιλιακή βιομηχανία χτυπήθηκε σκληρά από την πτώση του παγκόσμιου εμπορίου, αλλά ανέκαμψε γρήγορα. Η ελληνική κυβέρνηση βοήθησε την αναβίωση της ελληνικής ναυτιλιακής βιομηχανίας με ασφαλιστικές υποσχέσεις μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεγιστάνες όπως οΑριστοτέλης Ωνάσης συνέβαλλαν στην ενίσχυση του ελληνικού εμπορικού στόλου καιη ναυτιλία παρέμεινε ένας από τους λίγους τομείς στους οποίους η Ελλάδα εξακολουθεί να υπερέχει.
Ο τουρισμός (ο οποίος σήμερα αντιπροσωπεύει το 30% τουΑΕΠ της Ελλάδας) άρχισε να γίνεται σημαντική πηγή ξένου συναλλάγματος κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Πολλοί στην ελληνική κυβέρνηση αντιτάχθηκαν στην πρακτική αυτή, καθώς θεωρήθηκε ως μια ασταθής πηγή εισοδήματος ευάλωτη σε περιόδους πολιτικής αστάθειας. Η εκκλησία και πολλοί συντηρητικοί θεωρούσαν την επέκταση του τουρισμού κακή γιατα ήθη της χώρας. Παρά τις ανησυχίες, ο τουρισμός αυξήθηκε σημαντικά στην Ελλάδα και ενθαρρύνθηκε από διαδοχικές κυβερνήσεις, καθώς ήταν μια απλή πηγή αναγκαίων εσόδων από συνάλλαγμα.
Η επίλυση της Μικρασιατικής Εκστρατείας καιη μετέπειτα Συνθήκη της Λωζάνης οδήγησε σε ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, γεγονός με τεράστιες επιπτώσεις στον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα. Τα τσιφλίκια καταργήθηκαν και έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία εγκαταστάθηκαν σε αυτά τα εγκαταλελειμμένα και διαμελισμένα κτήματα. Το 1920 μόνο το 4% των εκτάσεων γης είχαν μέγεθος άνω των 24 στρεμμάτων και μόνο το 0,3% των γεωργικών εκτάσεων είχε έκταση πάνω από 123 στρέμματα. Αυτό το μοτίβο γεωργικής ιδιοκτησίας μικρής κλίμακας συνεχίστηκε μέχρι σήμερα, μετον μικρό αριθμό μεγαλύτερων εκμεταλλεύσεων να μειώνεται ελαφρώς.[17]
Εργάτες ισιώνουν τον δρόμο μπροστά από νέες κατοικίες οι οποίες κατασκευάστηκαν μετη βοήθεια της χρηματοδότησης από τοΣχέδιο Μάρσαλ.
Συγκριτικά, η Ελλάδα υπέφερε πολύ περισσότερο από τις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου λόγω πολλών παραγόντων. Η μεγάλη ελληνική αντίσταση οδήγησε σε εκτεταμένα γερμανικά αντίποινα εναντίον αμάχων. Η Ελλάδα εξαρτιόταν επίσης από τις εισαγωγές τροφίμων καιο βρετανικός ναυτικός αποκλεισμός μαζί με τις μεταφορές γεωργικών προϊόντων στη Γερμανία οδήγησαν σε λιμό. Εκτιμάται ότι ο ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 7% κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τις γεννήσεις να μειώνονται σε περίπου 120.000 από 180.000 με 200.000 που ήταν πριν. Η Ελλάδα επλήγη από υπερπληθωρισμό κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το 1943, οι τιμές ήταν κατά 34.864% υψηλότερες σε σύγκριση με εκείνες του 1940. Το 1944, οι τιμές ήταν κατά 163.910.000.000% υψηλότερες σε σύγκριση με τις τιμές του 1940. Ο ελληνικός υπερπληθωρισμός είναι ο πέμπτος χειρότερος στην οικονομική ιστορία, μετά τον υπερπληθωρισμό της Ουγγαρία αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτόν στηΖιμπάμπουεστα τέλη της δεκαετίας του 2000, αυτόν στηΓιουγκοσλαβίαστη δεκαετία του 1990 και αυτόν στη Γερμανία από το 1918-19 έως το 1923, αμέσως μετά την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έπειτα η Ελλάδα επλήγη από εμφύλιο πόλεμο επιδεινώνοντας την κακή οικονομική κατάσταση.[18]
Η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση το 1950 (μετά το τέλος του Εμφυλίου), μετη σχετική της θέση να επηρεάζεται δραματικά. Εκείνη τη χρονιά η Ελλάδα είχε κατά κεφαλήν ΑΕΠ ύψους 1.951 δολαρίων, το οποίο ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό της Πορτογαλίας (2.132 δολάρια), της Πολωνίας (2.480 δολάρια) καιτου Μεξικού (2.085 δολάρια). Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν συγκρίσιμο με αυτό της Βουλγαρίας (1.651 δολάρια), της Ιαπωνίας (1.873 δολάρια) ή του Μαρόκου (1.611 δολάρια).
Τα τελευταία 50 χρόνια, η Ελλάδα αναπτύχθηκε πολύ πιο γρήγορα από τις περισσότερες χώρες με συγκρίσιμο κατά κεφαλήν ΑΕΠτο 1950, φτάνοντας σήμερα σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ ύψους 30.603 δολαρίων. Αυτό μπορεί να συγκριθεί με τις χώρες που αναφέρθηκαν προηγουμένως: 17.900 δολάρια στην Πορτογαλία, 12.000 δολάρια στην Πολωνία, 9.600 δολάρια στο Μεξικό, 8.200 δολάρια στη Βουλγαρία και 4.200 δολάρια στο Μαρόκο.[19]Η ανάπτυξη της Ελλάδας είχε ετήσιο ρυθμό 7% μεταξύ 1950 και 1973, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Ιαπωνία κατά την ίδια περίοδο. Το 1950 η Ελλάδα κατετάγη 28ηστον κόσμο γιατο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ το 1970 κατετάγη 20η.
Τα περισσότερα μέλη της βασιλικής οικογένειας ζουνστο εξωτερικό. ΟΚωνσταντίνος Β'καιη σύζυγος τουΆννα-Μαρίαμετα ανύπαντρα παιδιά του ζούσαν στοΛονδίνο έως ότου επέστρεψαν στην Ελλάδα το 2013 για να κατοικήσουν μόνιμα.[20] Καθώς οι από την αρσενική γραμμή απόγονοι του βασιλιά Χριστιανού Θ' της Δανίας έχουν τον τίτλο του πρίγκιπα/πριγκίπισσας της Δανίας, παραδοσιακά είναι γνωστοί ως πρίγκιπες/πριγκίπισσες της Ελλάδας και της Δανίας.[20]
↑Cavendish, Marshall (2009). World and Its Peoples. Marshall Cavendish. σελ. 1478. ISBN978-0-7614-7902-4. The klephts were descendants of Greeks who fled into the mountains to avoid the Turks in the fifteenth century and who remained active as brigands into the nineteenth century.
↑Clogg, Richard (2013). A Concise History of Greece. Cambridge University Press. σελ. 55. ISBN978-1-107-03289-7. The Greeks themselves, in an unofficial plebiscite, expressed a strong preference for Prince Alfred, the second son of Queen Victoria.
↑Kenneth Scott Latourette, Christianity in a Revolutionary Age, II: The Nineteenth Century in Europe: The Protestant and Eastern Churches. (1959) 2: 479–481
↑Latourette, Christianity in a Revolutionary Age (1959) 2: 481–83
↑Maria Christina Chatziioannou, "Relations between the state and the private sphere: speculation and corruption in nineteenth-century Greece 1." Mediterranean Historical Review 23#1 (2008): 1–14.
↑Zorka Parvanova, "Crete and Macedonia Between National Ideals and Geopolitics (1878–1913)." Etudes balkaniques 1 (2015): 87–107.
↑Issawi, Charles, The Economic History of the Middle East and North Africa, Columbia University Press 1984
↑Freris, A. F., The Greek Economy in the Twentieth Century, St. Martin's Press 1986
↑Elisabeth Oltheten, George Pinteras, and Theodore Sougiannis, "Greece in the European Union: policy lessons from two decades of membership", The Quarterly Review of Economics and Finance Winter 2003
↑Freris, A. F., The Greek Economy in the Twentieth Century, St. Martin's Press 1986
↑Freris, A. F., The Greek Economy in the Twentieth Century, St. Martin's Press 1986
↑Freris, A. F., The Greek Economy in the Twentieth Century, St. Martin's Press 1986
↑Freris, A. F., The Greek Economy in the Twentieth Century, St. Martin's Press 1986
↑Freris, A. F., The Greek Economy in the Twentieth Century, St. Martin's Press 1986
↑Freris, A. F., The Greek Economy in the Twentieth Century, St. Martin's Press 1986