Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 3/11/2023.
ΤαΠαλαιά Ανάκτορα είναι, από το1935 μέχρι σήμερα, η έδρα της Βουλής των Ελλήνων. Πρόκειται για νεοκλασικό κτίριο, σχεδιασμένο από τονΒαυαρό αρχιτέκτονα της Βασιλικής Αυλής της Βαυαρίας , Φρειδερίκο φον Γκέρτνερκαι βρίσκεται στηνΠλατεία ΣυντάγματοςστηνΑθήνα. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1836 και ολοκληρώθηκε το 1847. Χρησιμοποιήθηκε ως βασιλικό ανάκτορο πρώτα από τον Βασιλιά της Ελλάδος Όθωνακαιστη συνέχεια από τον Βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο τον Α΄ μέχρι το 1910 οπότε ο Γεώργιος Α' εγκαταστάθηκε σε νέα ανάκτορα, επί της οδού Ηρώδου Αττικού, το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο.
Στη δυτική πλευρά του κτιρίου διαμορφώθηκε ο χώρος σεΜνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ενώ οι εξωτερικοί χώροι τόσο της ανατολικής όσο και της νότιας πλευράς διαμορφώθηκαν σε μεγάλο ενιαίο εθνικό κήπο, που υφίσταται μέχρι σήμερα.
Το κτίριο κατασκευάστηκε στο διάστημα 1836 - 1847, προορισμένο να γίνει ανάκτορο του Όθωνα, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους από τοΝαύπλιοστην Αθήνα το 1834. Ανεγέρθηκε με έξοδα του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, ως προσωπικό δάνειο προς τον Όθωνα. Η τελική επιλογή του χώρου γιατην ανέγερση των παλαιών ανακτόρων έγινε από τον ίδιο τον Γκέρτνερ στα τέλη του 1835 μετά την απόρριψη των προτάσεων τωνΚλεάνθη, Σάουμπερτ, ΚλέντσεκαιΣίνκελπου προέβλεπαν στις θέσεις Ομόνοια, ΚεραμεικόκαιΑκρόπολη αντίστοιχα, όπου στην τελευταία είχε αντιδράσει καιο ίδιος ο Λουδοβίκος, ο πατέρας του Όθωνα.
Ειδικότερα, η περιοχή ανέγερσης που πρότεινε ο Γκέρτνερ ήταν η συνέχεια της διασταύρωσης των οδών Σταδίου, (περιφερειακής οδού τότε), καιΕρμού επί μικρού και ομαλού λόφου που εκτός του πλέον υγιεινού κλίματος που παρουσίαζε, δέσποζε και της τότε Αθήνας στο ανατολικότερο άκρο της. Έτσι, δόθηκε εντολή στον Γκέρτνερ να εκπονήσει τα σχέδια του κτιρίου, έργο που πραγματοποιήθηκε σε ελάχιστο διάστημα κατά τον μικρό χρόνο παραμονής τουστην Αθήνα, (από τον Δεκέμβριο του 1835 μέχρι τον Μάρτιο του 1836), και αποτέλεσε κατόρθωμα που μόνο η μεγάλη συγκέντρωση των ικανοτήτων του μπορούσε να φέρει σε πέρας.
Η θεμελίωση του κτιρίου έγινε στις 25 Ιανουαρίουπ.ημ./ 6 Φεβρουαρίουν.ημ. του1836 παρουσία του Λουδοβίκου Α΄ καιτων πρεσβευτών τωνΜεγάλων Δυνάμεων. Τον Μάρτιο ο Γκέρτνερ επέστρεψε στο Μόναχο αφήνοντας τη διεύθυνση της ανέγερσης της οικοδομής στους βαυαρούς ανθυπολοχαγούς Σλότερ και Χος. Ο Γκέρτνερ, στο γραφείο τουστο Μόναχο, αποπεράτωσε την εκπόνηση μελετώντας όλες τις λεπτομέρειες φθάνοντας τον αριθμό των 247 σχεδίων που αφορούσαν μόνο το κτίριο των ανακτόρων Αθηνών. Σήμερα τα σχέδια αυτά περιλαμβάνονται στη μεγάλη συλλογή Moniger του Μονάχου, ενώ ένας πολύ μικρός αριθμός εξ αυτών δόθηκε στο μουσείο της Βουλής που αποδεικνύουν την επιμέλεια της κάθε λεπτομέρειας.
Βασικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην ανέγερση του κτιρίου ήταν πέτρα, μάρμαρο και ξύλα τα οποία προέρχονταν η μέν πέτρα κυρίως από τονΥμηττό, τονΛυκαβηττόκαι από την περιοχή «Πινακωτά», περιοχή της Αθήνας κοντά στολόφο Στρέφη, ταδε μάρμαρα προέρχονταν κυρίως από τηνΠεντέλη, λίγα από τον Υμηττό, επίσης λίγα από τηνΤήνο, τηνΠάροκαιτηΝάξοκαι κάποια ελάχιστα από τηνΚαρράρακαιτηΓένοβα της Ιταλίας. Τέλος, τα ξύλα προέρχονταν από τηνΕύβοια. Συγκινητική υπήρξε η προσέλευση πολλών κατοίκων και ιδίως νησιωτών που ζητούσαν να εργαστούν αφιλοκερδώς στην ανέγερση των ανακτόρων όπως Τήνιοι, Σιφναίοι, Παριανοί, Ναξιώτες κ.ά. Τελικά μόλις ολοκληρώθηκαν τα κτίσματα των τοίχων τον Νοέμβριο του 1840 ο Γκέρτνερ επέστρεψε στην Αθήνα γιανα επιβλέψει τη συνέχεια της οικοδόμησης καθώς καιτη ζωγραφική διακόσμηση των εσωτερικών χώρων φέρνοντας επί τούτου μαζί του τους περίφημους ζωγράφους ιστορικών παραστάσεων της εποχής, Γιόχαν Σράουντολφ, Ούλριχ ΧαλμπρέιτερκαιΙωσήφ Κραντσμπούργεροι οποίοι και ανέλαβαν τις μεγάλες τοιχογραφίες με παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία, καιτην ελληνική επανάσταση του 1821, ειδικά στην αίθουσα των τροπαίων. Μετά από τρίμηνη παραμονή ο Γκέρτνερ επέστρεψε και πάλι στο Μόναχο αφήνοντας αυτή τη φορά στη θέση τουτον μηχανικό Ριέντελ ο οποίος και αποπεράτωσε το κτίριο με επιτυχία, το 1847.
Τα Παλαιά Ανάκτορα σύμφωνα μετα σχέδια του Γκέρτνερ αποτελεί τεράστιο ορθογώνιο τριώροφο οικοδόμημα, μετά του ισογείου, με δύο άξονες συμμετρίας από τους οποίους ο κύριος άξονας Ανατολής – Δύσης ταυτίζεται μετον άξονα της οδού Ερμού, της μεγαλύτερης σε μήκος της τότε Αθήνας, ενώ ο δευτερεύων άξονας κάθετος στο κέντρο του προηγουμένου κατά Βορρά – Νότο ταυτίζεται μετη διεύθυνση δυτικής πλαγιάς του Λυκαβηττού μεστύλους του Ολυμπίου Διός. Το κτίριο φέρει τέσσερις πτέρυγες (μία ανά πλευρά) και μία εσωτερική κεντρική κατά τον κύριο άξονα εκατέρωθεν της οποίας φέρονται δύο εσωτερικά αίθρια (αυλές). Η κεντρική πτέρυγα που έφερε δίκλινη κεραμοσκεπή επεκτείνονταν των προσόψεων, ανατολική και δυτική, κατά 0,58 εκατοστά του μέτρου δημιουργώντας στις άκρες δύο αετώματα. Τα κεντρικά τμήματα της βορινής και νότιας (μεσημβρινής) πτέρυγας δημιουργούν εσοχή περίπου 3,80 μέτρα από τις άκρες της ανατολικής και δυτικής πρόσοψης. Οι εξοχές της κεντρικής πτέρυγας καιοι παραπάνω εσοχές των πλευρικών πτερύγων δημιουργούν μια ιδιαίτερη πλαστικότητα σε βαρύ κλασικό τόνο που κάνει το κτίριο να ξεχωρίζει γιατην αρχιτεκτονική του μοναδικότητα. Η ανατολική και δυτική πρόσοψη έχουν μήκος έκαστη περίπου 90 μέτρα, ενώ οι δύο άλλες προσόψεις περίπου 80 μ. έκαστη.
Όλο το κτίριο φέρεται υπερυψωμένο κατά 1,5 μέτρο από τον περιβάλλοντα χώρο. Όλες οι εξωτερικές πτέρυγες έχουν ισόγειο και δύο υπερκείμενους ορόφους. Το ύψος του ισογείου είναι 7,16 μέτρα (μικτό), του πρώτου ορόφου 7,11 μέτρα (μικτό), καιτου δεύτερου ορόφου έχει ύψος 5,5 μ. Αντίθετα η μεσαία πτέρυγα είχε υπόγειο, ισόγειο με ύψος το αυτό των άλλων πτερύγων και μόνο ένα υπερκείμενο όροφο με ύψος 14,20 μ. (μεγαλύτερο δηλαδή από τα ύψη των 1ουκαι 2ου ορόφων μαζί, των άλλων πτερύγων). Στον χώρο αυτό ήταν οι επίσημες αίθουσες υποδοχής, η αίθουσα «δεξιώσεων – χορού – παιγνίων» και της μεγάλης τραπεζαρίας. Ήταν ο πλουσιότερα διακοσμημένος χώρος των ανακτόρων σε τοιχογραφίες, ζωγραφικούς πίνακες, χάρτες, αλλά καισε επίπλωση και άλλες διακοσμήσεις.
Για τις εξωτερικές όψεις των πτερύγων του κτιρίου ο Γκέρτνερ είχε εκπονήσει πολλά σχέδια με πλούσιες διακοσμήσεις εκτων οποίων τα περισσότερα αφορούσαν τη δυτική όψη της αντίστοιχης πτέρυγας που ήταν καιη επισημότερη. Υποβάλλοντας τα σχέδια προς επιλογή στον Βασιλιά Λουδοβίκο, που ήταν καιο χρηματοδότης του κτιρίου, για λόγους οικονομίας αφενός και λόγους εκτροπής της κλασικής λιτότητας σε αναγεννησιακό ρυθμό δεντα ενέκρινε. Στο σημείο δε αυτό όπως αναφέρει καιοΌσβαλντ Χέντερερ(Oswald Hederer)στο βιβλίο τουFriedrich von Gaertner:
«...όταν ο Βασιλιάς Λουδοβίκος (της Βαυαρίας) διέγραψε με κόκκινο μολύβι όλα τα εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία των όψεων φέρεται ο Γκέρτνερ να είπε με κάποια αγανάκτηση "ε! τώρα Μεγαλειότατε απομένει ένας στρατώνας!"»
Παρά τη λιτότητα όμως πουτου επεβλήθη, ο Γκέρτνερ κατάφερε, με κάποια λίγα σχετικά στοιχεία, πλην όμως σωστά επιλεγμένα, που χρησιμοποίησε, να δώσει στο ογκώδες κτίριο μια επιβλητική και γαλήνια εμφάνιση. Με δύο ταινίες ως νημάτια ένωσε τις ποδιές όλων των παραθύρων περιμετρικά ανά όροφο σπάζοντας έτσι τη μονοτονία των μεγάλων εξωτερικών επιφανειών των πτερύγων, ενώ μετα διάφορα δωρικά πρόπυλα των εισόδων του κτιρίου εκτός της μεσημβρινής πλευράς που είναι ιωνικά, τόνισε ακόμα περισσότερο το αρχιτεκτονικό νεοκλασικό ύφος αυτού.
Τα Παλαιά Ανάκτορα σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται ως ανάκτορα και παράλληλα επίσημη κατοικία της βασιλικής οικογένειας το 1910, αφού είχαν υποστεί και αρκετές ζημιές από πυρκαγιά το 1909. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1922, χρησιμοποιήθηκαν σαν κέντρο υποδοχής και περίθαλψης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το 1929 έγιναν έδρα του Ελληνικού Κοινοβουλίου, που προηγουμένως στεγαζόταν στο Βουλευτήριο της οδού Σταδίου (σήμερα γνωστό σανΠαλαιά Βουλή), και της Γερουσίας. Η μετατροπή του κτιρίου σε Κοινοβούλιο έγινε από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή. Στις 25 Μαρτίου 1932 έγιναν καιτα αποκαλυπτήρια τουΜνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, που άρχισε να κατασκευάζεται το 1929.
Σήμερα είναι έδρα του ελληνικού κοινοβουλίου, της Βουλής των Ελλήνων. Άλλα κτίρια της Βουλής των Ελλήνων είναι τοΚαπνεργοστάσιο (Βιβλιοθήκη και Αρχείο της Βουλής), το κτίριο της Λεωφόρου Αμαλίας (διοικητικές υπηρεσίες), τα κτίρια της οδού Βουλής 4 και Μητροπόλεως 2 όπου βρίσκονται τα γραφεία των Βουλευτών επαρχίας καιτο Εκθετήριο τουΙδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, μέρος τουΜεγάρου Αρβανίτη (διοικητικές υπηρεσίες) καιτο κτίριο επί της οδού Σέκερη 1Α (διοικητικές υπηρεσίες).