Τακτικός στρατός: 9,167 νεκροί[7] 2,474 νεκροί εκτός μάχης ή από τραύματα[7] 11,150 αγνοούμενοι 31,097 τραυματίες[7] 6,522 αιχμάλωτοι[8][σημ. 3]
Τακτικός στρατός: 19,362 νεκροί[9] 4,878 νεκροί εκτός μάχης ή από τραύματα 18,095 αγνοούμενοι 48,880 τραυματίες 10,000 αιχμάλωτοι[σημ. 4]Άμαχοι (ελληνικής καταγωγής): 264,000 νεκροί[10]
Σημειώσεις:
↑Ο Εθνικές Δυνάμεις (Κουβά-ι μιλιέ) λειτούργησε ανεξάρτητα μεταξύ 1919–1920 μέχρι να τεθεί υπό τον έλεγχο της Τουρκικής Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης.
↑Η Τουρκική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση ξεκίνησε το 1920.
↑Ahmet Özdemir (1990), Savaş esirlerinin Milli mücadeledeki yeri (2,6 έκδοση), Πανεπιστήμιο Άγκυρας, Türk İnkılap Tarihi Enstitüsü Atatürk Yolu Dergisi, σελ. 328–332, http://dergiler.ankara.edu.tr/dergiler/45/783/10069.pdf, ανακτήθηκε στις 2014-03-07: Η Ελλάδα πήρε 22.071 στρατιωτικούς και πολίτες αιχμάλωτους. Από αυτούς 520 ήταν αξιωματικοί και 6.002 στρατιώτες. Το 1923, κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής αιχμαλώτων, 329 αξιωματικοί, 6.002 στρατιώτες και 9.410 πολίτες αιχμάλωτοι επέστρεψαν στην Τουρκία. Οι υπόλοιποι 6.330, κυρίως πολίτες κρατούμενοι, προφανώς πέθαναν σε αιχμαλωσία.
↑Σειρά Μεγάλες Μάχες: Μικρασιατική Καταστροφή (Νο 8), συλλογική εργασία, έκδοση περιοδικού Στρατιωτική Ιστορία, Αθήνα: Εκδόσεις Περισκόπιο, Νοέμβριος 2002, σελ. 62–64: Σύμφωνα με τουρκικές πηγές ελήφθησαν αιχμάλωτοι 20.826 Έλληνες. Από αυτούς περίπου 10.000 έφθασαν στην Ελλάδα κατά την ανταλλαγή αιχμαλώτων το 1923. Οι υπόλοιποι πιθανώς πέθαναν σε αιχμαλωσία καιθα έπρεπε να περιλαμβάνονται μεταξύ των αγνοουμένων ή αυτών που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του πολέμου.
ΗΜικρασιατική Εκστρατεία, γνωστή διεθνώς ως Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1919–1922καιστηνΤουρκία ως Kurtuluş Savaşı Batı Cephesi (Δυτικό Μέτωπο τουτουρκικού πολέμου της Ανεξαρτησίας) ήταν μια σειρά στρατιωτικών γεγονότων, που συνέβησαν κατά το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τονΑ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ Μαΐου 1919 και Οκτωβρίου 1922. Ο πόλεμος διεξήχθη μεταξύ της Ελλάδας καιτου Τουρκικού Εθνικού Κινήματος, πουθα ίδρυε αργότερα τη Δημοκρατία της Τουρκίας.
Ο επονομαζόμενος Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919–1922, ονομάστηκε έτσι από το γενικευμένο πόλεμο τωνΣυμμάχων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τον οποίο και ενεπλάκη η Ελλάδα στη λεγόμενη Μικρασιατική εκστρατεία. Είναι επίσης γνωστός και ως Πόλεμος της Μικράς Ασίας, καιγιατηνΤουρκία αποτελεί κομμάτι τουΤούρκικου πολέμου της Ανεξαρτησίας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις κατοχής (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, θεωρούμενη ομοίως καιη Ελλάδα), όπως και εναντίον των πιστών στο σουλτάνο, τακτικών οθωμανικών στρατευμάτων.
Το 1919, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλοςκαιη κυβέρνησή του, έχοντας την υποστήριξη των νικητών Άγγλων και Γάλλων τουΑ΄ Παγκοσμίου Πολέμου [παρά τις αμφιβολίες των στρατιωτικών τους επιτελείων γιατην ελληνική απόβαση, π.χ. ο στρατάρχης Χένρι Ουίλσον του είπε "κατέστρεψες τη χώρα σου" ή τις εκτιμήσεις των επιτελείων -Τσόρτσιλ, υπόμνημα Φος- πουσε γενικές γραμμές υπολόγιζαν ότι ο έλεγχος της Μικράς Ασίας απαιτούσε στρατό 600,000 ανδρών] διέταξε την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στηνΜικρά Ασίαμε συμμαχική «εντολή» την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης, καθώς καιτην προστασία όλου του χριστιανικού (και όχι μόνο) πληθυσμού από αυθαιρεσίες. Η Ελλάδα στην ουσία προσδοκούσε την επικείμενη συνθήκη ειρήνης επί των ηττημένων Τούρκων. Και μπορεί μενο τελικός στόχος των Ελλήνων να ήταν η προσάρτηση περιοχών της Μικράς Ασίας στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας (κυρίως στα παράλια, όπου το ελληνικό στοιχείο, είτε ως πλειοψηφία είτε όχι, ζούσε και δραστηριοποιούνταν έντονα), πρωταρχική όμως μέριμνα της κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν, όντως, η προστασία των ελληνικών πληθυσμών από την τουρκική αυθαιρεσία. Μάλιστα αυτά γίνονται με νωπή την εμπειρία από την αισχρή μεταχείριση των πληθυσμών αυτών μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όταν δηλαδή χιλιάδες μη μουσουλμάνοι μικρασιάτες (και όχι μόνον Έλληνες) υπέστησαν απάνθρωπες πιέσεις και εκδιώχθηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους κατά τρόπο που άγγιζε και συχνά ξεπερνούσε τα όρια της εθνοκάθαρσης. Ο ελληνικός στρατός στάλθηκε εκεί από τους συμμάχους "δίκην χωροφύλακα", χωρίς η Ελλάδα να έχει εξασφαλίσει απτά δικαιώματα επί της Σμύρνης και της ευρύτερης ηπειρωτικής της περιοχής. Μόνο μετά από 5 χρόνια και αφού θα διενεργείτο δημοψήφισμα, θα αποφασιζόταν η τύχη της Σμύρνης καισεποια χώρα θα περνούσε. Προφανώς όμως η Ελλάδα πίστευε ότι, εκτων πραγμάτων, θα "κέρδιζε" το δημοψήφισμα. Η Σμύρνη εκείνη την εποχή είχε περίπου 270,000 πληθυσμό εκτων οποίων 140,000 Έλληνες (καιοι λοιποί μουσουλμάνοι Τούρκοι, φραγκολεβαντίνοι, Αρμένιοι, δυτικοί και Εβραίοι). Στο βιλαέτι Σμύρνης όμως το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν πλειοψηφία.[11]
Το 1920 υπογράφηκε ηΣυνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), η οποία καθόριζε τους όρους ειρήνης των Συμμάχων μετην ηττημένη Οθωμανική αυτοκρατορία.
Και ενώ ο Σουλτάνος δέχθηκε τη συνθήκη, οιΝεότουρκοιμε επικεφαλής τονΜουσταφά Κεμάλ ή Ατατούρκ, όπως ονομάστηκε από τους ομοεθνείς τουστη συνέχεια, δεντην αναγνώρισαν, ενώ ήδη βρίσκονταν σε ανταρτοπόλεμο μετην Αντάντ και τους Έλληνες συμμάχους της. Αυτό οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση στην ανάληψη δράσης προκειμένου να επιβάλει τα συμφωνηθέντα, μετην προοπτική να κερδίσει πιθανώς και επιπλέον εδάφη. Έτσι, τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν το καλοκαίρι του 1920 να προελαύνουν σε εδάφη έξω από τη ζώνη της Σμύρνης.
Στο μεταξύ στην Ελλάδα η κοινή γνώμη είχε αρχίσει να στρέφεται εναντίον του Βενιζέλου και στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 δεν εξελέγη ούτε καν βουλευτής, ενώ στην Τουρκία ο Μουσταφά Κεμάλ εδραιωνόταν όλο καιπιο γερά. Αυτό οδήγησε στην αποδυνάμωση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, το οποίο βασιζόταν κυρίως σε βενιζελικούς αξιωματικούς, και αντίστροφα, σε ενδυνάμωση του τουρκικού. Παράλληλα η άνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο έδωσε στις ήδη διστακτικές μεγάλες δυνάμεις το πρόσχημα να απαγκιστρωθούν πλήρως από τη μικρασιατική εκστρατεία, καθώς ο Κωνσταντίνος είχε άμεσες σχέσεις μετην έκπτωτη βασιλική οικογένεια της ηττημένης Γερμανίας.[12]
Το 1922 τα τουρκικά στρατεύματα άρχισαν την αντεπίθεση. Αφού επέτυχαν τη διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων καιτην αποκοπή και συντριβή μέρους αυτών, ο κεμαλικός τουρκικός στρατός ανάγκασε τον εναπομείνοντα ελληνικό να υποχωρεί διαρκώς, ενώ μαζί μετον ελληνικό στρατό έφευγαν άμαχοι Έλληνες, Αρμένιοι και Κιρκάσιοι (οι τελευταίοι είχαν πολεμήσει στο πλευρό του ελληνικού στρατού και ως εκ τούτου φοβόντουσαν αντίποινα από τους Τούρκους) γιανα γλυτώσουν τη ζωή τους. Ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τηΜ.Ασία καιο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει. ΜετηΣυνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), καθορίστηκαν τα νέα εδαφικά καθεστώτα του ελληνικού και τουρκικού κράτους αντίστοιχα.
Μαύρες σελίδες στην ιστορία του πολέμου αυτού αποτελούν ηπυρπόληση της Σμύρνης, η οποία σύμφωνα με τους Έλληνες αλλά και αρκετούς υπηκόους ξένων κρατών της Ευρώπης καιτωνΗΠΑπου ήσαν αυτόπτες μάρτυρες, προκλήθηκε από τους Τούρκους (η Σμύρνη αποτελούσε τότε μεγάλο φάρο του ελληνισμού) καιη ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα καιτην Τουρκία που ξεσπίτωσε 1.650.000 Έλληνες και 570.000 Τούρκους.
Τα πραγματικά αίτια της Μικρασιατικής καταστροφής παραμένουν μέχρι και σήμερα ένα περίπλοκο και πολύ αμφιλεγόμενο ζήτημα. Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν πως το γενικευμένο κλίμα διχόνοιας που είχε αφήσει στην Ελληνική κοινωνία ο Εθνικός Διχασμός εκτός άλλων δημιούργησε πολιτική αστάθεια και στέρησε από τον Ελληνικό στρατό έμπειρα στελέχη. Επίσης η γενικότερη υποτίμηση των Τούρκων μετά τις νίκες των Βαλκανικών Πολέμων καιτου Πρώτου Παγκοσμίου δημιούργησαν αισθήματα έπαρσης σε μεγάλο μέρος των Ελλήνων, οι οποίοι δεν πήραν στα σοβαρά ούτε την απειλή που συνιστούσε ο Κεμάλ, ούτε τα έξοδα της εκστρατείας, αλλά ούτε καιτη σταδιακή απομόνωση της χώρας σε διεθνές επίπεδο. Άλλοι πάλι όπως οΙωάννης Μεταξάς είχαν επιχειρηματολογήσει πως η μικρασιατική εκστρατεία θα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει εξαρχής, καθώς η Ελλάδα δεν είχε τα απαραίτητα μέσα γιανα κυριαρχήσει στα οροπέδια της κεντρικής Μικράς Ασίας όπου καιθα κρινόταν τελικά η έκβαση του πολέμου.
Η αιτία γιατην έναρξη του πολέμου ήταν οι μυστικές συμφωνίες των Δυτικών δυνάμεων γιανα διαμελίσουν τηνΟθωμανική αυτοκρατορία μετά τονΑ' Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, ηΑγγλία υποσχέθηκε στους Έλληνες εδαφικές προεκτάσεις εις βάρος των Τούρκων αν συμμαχούσαν με τους Συμμάχους στονΑ' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα εδάφη που υποσχέθηκαν οι Άγγλοι ήταν ηΊμβρος, ηΤένεδοςκαιταμικρασιατικά παράλια, ενώ παλαιότερα (1915) είχε προσφερθεί καιηΚύπρος, αλλά η προσφορά απορρίφθηκε από την ελληνική βασιλική κυβέρνησητουΑλ. Ζαΐμη[13].
Αυτή την περίοδο, οΜουσταφά Κεμάλ, στρατιωτικός και ηγέτης μίας ομάδας επαναστατών, ίδρυσε τοΤούρκικο Εθνικό Κίνημαστη Μικρά Ασία. Οι επαναστάτες θέλησαν να ελευθερώσουν τα μέρη που είχαν παραδοθεί στην Ελλάδα μετην απραξία της Υψηλής Πύλης.
Στις 2/15 Μαΐου1919 ελληνικά στρατεύματα της 1ης Μεραρχίας με διοικητή το στρατηγό Ζαφειρίου αποβιβάσθηκαν στηΣμύρνηκαικατέλαβαν την πόληκαι τις γύρω περιοχές, μετην κάλυψη του Ελληνικού, Γαλλικού, Βρετανικού και Ιταλικού ναυτικού, ενώ οι Γάλλοι ήδη είχαν καταλάβει μέρος της Κιλικίας καιοι Ιταλοί (από το Μάρτιο του 1919) τα νότια παράλια της Μικράς Ασίας. Αργότερα (Ιούλιο του 1920) ο ελληνικός στρατός θα καταλάβει καιτηνΑνατολική Θράκη εξουδετερώνοντας το κίνημα του Τζαφέρ Ταχιάρ.
Αιματηρά επεισόδια σημειώθηκαν από τις πρώτες στιγμές της παρουσίας του ελληνικού στρατού στην πόλη, καθώς πυροβολισμοί που ρίχτηκαν από την πλευρά των τουρκικών στρατώνων (χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί επακριβώς αν πρόκειτο για προβοκάτσια τρίτης δύναμης[14], αυθόρμητη ή εκτων προτέρων σχεδιασμένη τουρκική ενέργεια[15][16]) έφεραν σαν άμεσο αποτέλεσμα την αντίδραση των ελληνικών δυνάμεων. Υπήρξαν αρκετοί νεκροί και τραυματίες[17], ενώ η ελληνική διοίκηση, λίγες μέρες αργότερα εκτέλεσε δια τυφεκισμού δυο ευζώνους ως υπαίτιους από ελληνικής πλευράς. Η Διασυμμαχική Ανακριτική Επιτροπή που συστάθηκε καταλόγισε ευθύνες όμως μόνο στα ελληνικά στρατεύματα. Από τις πρώτες στιγμές παρατηρήθηκε μια γαλλική υπαναχώρηση όσον αφορά τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία, η οποία μετην αλλαγή της γαλλικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1920 θα γίνει ακόμα πιο έντονη, θεωρώντας λάθος την ελληνική απόβαση καθώς συνέβαλλε στην ανάπτυξη του κεμαλικού κινήματος. Η ελληνική πλευρά είχε παρ'όλα αυτά τη στήριξη τουΛόιντ Τζορτζ, που πίστευε στην ελληνική επικράτηση επί των κεμαλικών (έναντι των οποίων όμως καμία δύναμη της Αντάντ δεν είχε διάθεση να πολεμήσει, έχοντας ήδη πίσω τους τα 4 χρόνια παγκοσμίου πολέμου καιμετον κύριο στόχο -τη Γερμανία- να έχει ηττηθεί.)
Έλληνες καιΑρμένιοι της Σμύρνης υποδέχτηκαν τους Έλληνες ως σωτήρες, ενώ οι Τούρκοι έβλεπαν τους Έλληνες ως κατακτητές στον τόπο τους. Το μεγαλύτερο μέρος του τουρκικού στρατού στην περιοχή παραδόθηκε στα συμμαχικά στρατεύματα ή κατέφυγε στο εσωτερικό της Ανατολίας.
Την ίδια στιγμή οι Ιταλοί έλεγχαν τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, οι Γάλλοι βρίσκονταν στην Κιλικία, ενώ στη Ζώνη των Στενών διοικούσε Διασυμμαχική Επιτροπή (στην ουσία οι Βρετανοί).
Μέσα σε 15 μόλις μέρες από την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη, ολόκληρες οι περιοχές των σαντζακίων (διοικητική διαίρεση των Οθωμανών) Σμύρνης καιΑϊδινίου (Μενεμένη, Τσεσμέ, Πέργαμος, Αϊβαλί/Κυδωνίες) είχαν καταληφθεί από τους Έλληνες.[18]. ΟΜουσταφά Κεμάλ είχε ήδη αρχίσει να κινητοποιεί τους τουρκικούς πληθυσμούς καινα τους καλεί να αντισταθούν κυρίως στην ελληνική κατοχή, την οποία θεωρούσε τον μέγιστο κίνδυνο.
Παρέλαση τμήματος του Ελληνικού Στρατού στην προκυμαία της Σμύρνης, 2 Μαΐου 1919.
Τον Μάιο του1919η Ελλάδα (εκτων νικητών τουΑ’ Παγκοσμίου Πολέμου) εξασφάλισε από τις μεγάλες δυνάμεις της «Τριπλής Συνεννοήσεως» («Αντάντ») -και χάρις στις ενέργειες του πρωθυπουργού της Ελευθέριου Βενιζέλου- την άδεια να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη. Καταλυτικό ρόλο σε αυτή την απόφαση έπαιξε η απόβαση των Ιταλών, χωρίς να λάβουν συναίνεση των συμμάχων, στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Η Αντάντ είχε μεν υποσχεθεί εδαφικά ανταλλάγματα στην Ιταλία (μαζί καιμετη Σμύρνη), αλλά εκτων υστέρων δίσταζε στονα δώσει άδεια γιατη κατάληψή τους, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί συνοπτικά η ελληνική κατάληψη ώστε ναμη πέσει σε ιταλικά χέρια.
Οι διπλωματικές ικανότητες του Βενιζέλου είχαν άλλωστε ήδη δημιουργήσει γόνιμο έδαφος για τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία, καθώς καιη ανάγκη να προστατευτούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Ιωνίας από δολιοφθορές των Τούρκων ατάκτων. Η κατάληψη της πρωτεύουσας της Ιωνίας έγινε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα και χωρίς αντίσταση (ανκαι κατά τις πρώτες ημέρες καταγράφηκαν αρκετά αιματηρά επεισόδια με ευθύνη καιτων δύο πλευρών), τοποθετήθηκαν ελληνικές διοικητικές αρχές που υπήχθησαν στις εντολές του αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδηκαι ξεκίνησε η προσπάθεια να αναχαιτιστούν οι εχθρικές επιβουλές, με στρατιωτικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς τα ενδότερα. ΤοΦεβρουάριοτου1920 συγκροτήθηκε η «Στρατιά Μικράς Ασίας», αποτελούμενη από το Α΄Σώμα Στρατού καιτο Σώμα Στρατού Σμύρνης.
Μετη συμφωνία των Σεβρών (Αύγουστος 1920) που υπέγραψε η ηττημένη του πολέμου Οθωμανική αυτοκρατορία, αναγνωρίσθηκε η επικυριαρχία τουΣουλτάνουστην περιοχή Σμύρνης, πλην όμως το χρονοδιάγραμμα προέβλεπε ελληνική διοίκηση γιατην επόμενη πενταετία πέραν της οποίας παρεχόταν η δυνατότητα μέσω δημοψηφίσματος να περιέλθει οριστικά στην Ελληνική επικράτεια. Παράλληλα, ηΑνατολική Θράκη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα έως την Τσατάλζα, λίγα χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη, ενώ μετη ξεχωριστή συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι, ηΙταλία είχε συμφωνήσει να αποδώσει αργότερα καιταΔωδεκάνησαστην Ελλάδα (η συμφωνία αναιρέθηκε το καλοκαίρι του 1920 από την Ιταλία).
Η προώθηση του Ελληνικού στρατού στη μικρασιατική ενδοχώραΤμήμα Ελληνικού Πεζικού στις πλαγιές του Τμώλου.
Η συμφωνία των Σεβρών που υπεγράφη στις 28 Ιουλίου (σύμφωνα μετο παλαιό ημερολόγιο) του1920 αποτέλεσε μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία του Βενιζέλου, την οποία όμως δεν επικύρωσε καμία από τις πλευρές πουτην υπέγραψαν (λόγω των μετέπειτα πολιτικών εξελίξεων), καιτην οποία ουδέποτε αναγνώρισε οΜουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός και ως «Ατατούρκ» (περίφημος αξιωματικός του τουρκικού στρατού που είχε διακριθεί στην αντίσταση κατά των δυτικών δυνάμεων στη χερσόνησο της Καλλίπολης, όπου ηΑντάντ υπέστη πανωλεθρία). Ο Κεμάλ είχε ήδη οργανώσει ανταρτικό στρατό και ήδη ορίσει την έδρα της επαναστατικής του κυβέρνησης στηνΆγκυρα κηρύσσοντας αγώνα μέχρις εσχάτων. Επρόκειτο επομένως στην ουσία για "συνθήκη πολέμου" παρά για συνθήκη ειρήνης, καθώς το κέντρο εξουσίας στην Τουρκία είχε αλλάξει.
Ο Βενιζέλος, συνειδητοποιώντας πως η συνθήκη των Σεβρών κινδύνευε να παραμείνει «νεκρό γράμμα», αποφάσισε νατην επιβάλει. Το καλοκαίρι του 1920 διέταξε την εντατικοποίηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων (που γρήγορα μετατράπηκαν σε ολοκληρωτικό πόλεμο με εκατέρωθεν ωμότητες[19]) καιτην προώθηση του στρατού προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Το καλοκαίρι του 1920, ελληνικές δυνάμεις μαζί με βρετανικές, προέλασαν και κατέλαβαν μια σειρά από πόλεις (Πάνορμο, Μουδανιά, Προύσα, Νικομήδεια (Ιζμίτ), Ουσάκ). Ήταν η μόνη επιχείρηση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία που έγινε σε συνδυασμό με συμμαχικές δυνάμεις. Στις 6 Ιουνίουτου 1920 η ελληνική στρατιά άρχισε να προελαύνει προς βορρά και έως το τέλος τουΟκτωβρίου είχε πετύχει να καταλάβει τη γραμμή Νικομήδεια - Προύσα - Ουσάκ.
Η εκστρατεία έγινε υπό τη διοίκηση του στρατηγού Λεωνίδα Παρασκευόπουλου. Ο ελληνικός στρατός, παρά τον σκληρό ανταρτοπόλεμο των ατάκτων Τσετών κατόρθωσε να καταλάβει μια σειρά από πόλεις στις οποίες κατοικούσαν ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί καινα δώσει το δικαίωμα στην πολιτική ηγεσία να ελπίζει σε περιορισμό του τουρκικού στοιχείου στην κεντρική Μικρά Ασία. Παράλληλα, μια σειρά από πολιτιστικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες της ελληνικής διοίκησης της Μικράς Ασίας, όπως αρχαιολογικές ανασκαφές, ιδρύσεις εκπαιδευτικών και άλλων ιδρυμάτων αποσκοπούσαν στην εμπέδωση της ελληνικής συνείδησης των κατοίκων καιτη δημιουργία υποδομών γιατην οριστική ενσωμάτωση των απελευθερωμένων (κατακτημένων κατά την τουρκική πλευρά) περιοχών στην ελληνική επικράτεια.
Καθώς όμως η κεμαλική αντίσταση δεν εξασθενούσε, -αντιθέτως ο Κεμάλ είχε συνεχείς νίκες κατά Γάλλων και Αρμενίων στα ανατολικά-, το Σεπτέμβριο/Οκτώβριο του 1920 ο Βενιζέλος συνέταξε υπόμνημα προς τον Βρετανό πρωθυπουργό Λόυντ Τζορτζ προτείνοντας αναθεώρηση των όρων συνθήκης ειρήνης. Πρότεινε περαιτέρω συνδυασμένες επιχειρήσεις με τους Βρετανούς, επέλαση του ελληνικού στρατού προς τηνΆγκυρα, καθώς και αποστολή στρατευμάτων στον Πόντο γιατη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους (το ποντιακό ζήτημα έως τότε είχε υποτιμηθεί καιδεν είχε συμπεριληφθεί στους όρους ειρήνης - η συνθήκη προέβλεπε οι Έλληνες του Πόντου να συμπεριληφθούν στο ευρύτερο αρμενικό κράτος, με τους Ποντίους να αντιδρούν καινα απορρίπτουν αυτή τη λύση). Επίσης πρότεινε να διεθνοποιηθούν η Κωνσταντινούπολη καιτα στενά μετην ανακήρυξη ενδεχομένως ξεχωριστού κράτους. Οι επερχόμενες ελληνικές εκλογές, όμως καιη ήττα του Βενιζέλου σε αυτές, οδήγησαν σε εγκατάλειψη του σχεδίου.
Έφοδος τμήματος του Ελληνικού Στρατού κοντά στον ποταμό Ερμό.
Στην Ελλάδα ωστόσο παρά τον ενθουσιασμό της βενιζελικής πλευράς που θεωρούσε πλέον γεγονός τη καθιέρωση της χώρας ως μία περιφερειακή δύναμη των "δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών" καιτην ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης πλέον ζήτημα χρόνου, στη πράξη η δυσαρέσκεια του κόσμου που ήταν ήδη υπαρκτή λόγω τουΕθνικού Διχασμού αυξήθηκε από τις πολλές αυθαιρεσίες των βενιζελικών εναντίον των αντιβενιζελικών, εκτων οποίων πολλοί -αλλά όχι όλοι- ήταν φιλοκωνσταντινικοί. Ιδιαίτερα μεγάλο ρόλο στη πόλωση της κοινωνίας αλλά καιστη δυσαρέσκεια κατά του Βενιζέλου έπαιξε το πογκρόμ του Ιουλίου 1920, τα λεγόμενα "Ιουλιανά", που ξέσπασαν στην Αθήνα την επομένη της απόπειρας δολοφονίας κατά του πρωθυπουργού από δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς στοσιδηροδρομικό σταθμό της ΛυώντουΠαρισιού. Η απόπειρα κατά του πρωθυπουργού εξαγρίωσε τη Βενιζελική παράταξη και μέλη της οποίας μαζί με παρακρατικούς προέβησαν σε πλήθος βιαιοπραγιών προς γνωστούς αντιβενιζελικούς και βανδαλισμούς των περιουσιών τους. Ο φόνος του επιφανούς στελέχους της αντιβενιζελικής παράταξης και ενός από τους κυριότερους διεκδικητές της επόμενης πρωθυπουργίας, λογίου και πολιτικού Ίωνα Δραγούμη, που διέπραξε στρατιωτικό άγημα στη διάρκεια των επεισοδίων συντάραξε τη χώρα και συντέλεσε στη μείωση της λαϊκής αποδοχής της κυβέρνησης. Η πλέον εξοργισμένη και συνασπισμένη αντιπολίτευση δήλωνε ότι θα φρόντιζε να εξασφαλίσει την επιστροφή των ταλαιπωρημένων στρατιωτών που βρίσκονταν στα όπλα από το1912 χωρίς σχεδόν καμία διακοπή, ενώ η ξαφνική απώλεια από δάγκωμα πιθήκου του νεαρού βασιλιά (Αλέξανδρος Α'), που είχε διαδεχθεί τον έκπτωτο πατέρα του (Κωνσταντίνος Α') και είχε αρμονική συνεργασία μετο Βενιζέλο, επέτεινε την πολιτική αστάθεια.
Προπαγανδιστικός χάρτης που δημιουργήθηκε ενόψει των εκλογών του 1920 από υποστηρικτές του Ελευθέριου Βενιζέλου. Η ζώνη της Σμύρνης σύμφωνα μετη συνθήκη των Σεβρών θα γινόταν μέρος της ελληνικής επικράτειας μόνο μετά από μελλοντικό δημοψήφισμα ενώ η Βόρεια Ήπειρος ανκαι διεκδικήθηκε δεν έγινε ποτέ τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Η Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα βρισκόταν υπό τη κατοχή της Αντάντ καιδεν επρόκειτο για ελληνική επικράτεια.
Τον Οκτώβριο του1920, ο ελληνικός στρατός προχώρησε στην κεντρική Μικρά Ασία μετη διστακτική στήριξη των δυτικών οι οποίοι ήθελαν να επιβάλουν στην εθνικιστική τουρκική κυβέρνηση τηΣυνθήκη των Σεβρών, ανκαι παράλληλα είχαν αρχίσει να προχωρούν σε κρυφές διαπραγματεύσεις με τους νεότουρκους. Ο Βενιζέλος ύστερα από συνεχή αιτήματα της αντιπολίτευσης αποφάσισε να προσφύγει σεεκλογές (είχε προαναγγείλει ότι εκλογές θα γίνονταν μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης), όπου, χάρις στο εκλογικό σύστημα που εφαρμόσθηκε, η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» καιο επικεφαλής της Δημήτριος Γούναρης θριάμβευσαν, παρότι υπολείπονταν σε ψήφους. Έτσι οι πολεμικές επιχειρήσεις που ξεκίνησαν από τονΕλευθέριο Βενιζέλο, συνεχίστηκαν από τις νέες φιλοβασιλικές κυβερνήσεις.
Οι διοικητές του Τουρκικού Στρατού.
Την ίδια στιγμή, τα νέα από τα ανατολικά δεν ήταν θετικά, καθώς ο τουρκικός στρατός νικώντας τους Αρμένιους, καιμε σοβιετική υποστήριξη, τους ανάγκασε (μετη συνθήκη της Αλεξανδρούπολης/Γκιουμρί) να αποκηρύξουν τη συνθήκη των Σεβρών, περιορίζοντας δραστικά το αρμενικό κράτος.
Ο Βενιζέλος, χωρίς να έχει εκλεγεί βουλευτής, μετά από αυτή την εκλογική ήττα έφυγε γιατοΠαρίσι, ενώ η νέα κυβέρνηση, ενδίδοντας καιστη λαϊκή πίεση, αποφάσισε να διοργανώσει δημοψήφισμα γιατην επιστροφή του εξόριστου Κωνσταντίνου.
Η Ιταλία, πουαπ'την αρχή δυσφορούσε μετην ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία, και ιδίως η Γαλλία, γιατην οποία ο Κωνσταντίνος ήταν "κόκκινο πανί", βρήκαν σε αυτή την εξέλιξη το πρόσχημα που αναζητούσαν γιανα απαγκιστρωθούν από τη μεταπολεμική συμμαχική τους "αλληλεγγύη" και κατά συνέπεια και από τηΜικρά Ασία, στην οποία κατείχαν μεν σημαντικά εδάφη αλλά ήδη είχαν έλθει σε μυστικές συνεννοήσεις γιατην αποχώρησή τους με ανταλλάγματα, ενώ μετην αποχώρηση των στρατευμάτων τους συμφωνήθηκε όλο το πολεμικό υλικό τους να έμενε στα χέρια των Τούρκων.[20][21] Μάλιστα, απείλησαν την Ελλάδα ότι ενδεχόμενη παλινόρθωση του Κωνσταντίνου θα οδηγούσε σε ρήξη των σχέσεων, κάτι που όμως αγνόησε η νέα ελληνική κυβέρνηση. Το Νοέμβριο του1920ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο θρόνο ύστερα από δημοψήφισμα. Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία παρέδωσαν διακοινώσεις στη νέα κυβέρνηση με τις οποίες δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους και πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχαν δρομολογηθεί προς την Ελλάδα. Μόνο η Αγγλία συνέχισε πλέον, ανκαι μόνο σε διπλωματικό επίπεδο, να υποστηρίζει την Ελλάδα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, καθώς ο ελληνικός στρατός λειτουργούσε ως ασπίδα για τους ίδιους στα στενά.
Στην Τουρκία, ο Κεμάλ συνέχιζε τον αγώνα του κατά του Σουλτάνου (ο οποίος ήταν πρόθυμος να δεχθεί τη συμφωνία των Σεβρών, διατηρώντας τα προνόμιά του) αλλά καιτων ξένων στρατευμάτων (κυρίως Ελλήνων και Αρμενίων, δευτερευόντως Γάλλων και Βρετανών, ενώ κατά των Ιταλών δεν πραγματοποίησε καμία επίθεση). Η κυβέρνηση Γούναρη κρίνοντας πως η προεκλογική της υπόσχεση να αποσύρει τα στρατεύματα εν μέσω ολοκληρωτικού πολέμου θα ήταν εκτων πραγμάτων αυτοκτονική, αποφάσισε μετην παρότρυνση τωνΆγγλων (που εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα) να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου καινα κλιμακώσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ώστε να βάλει γρήγορα τέλος στη τουρκική αντίσταση, η οποία γινόταν μέρα μετη μέρα δυνατότερη. Την ελληνική ηγεσία απασχολούσε έντονα (σύμφωνα καιμε δηλώσεις του ίδιου του Γούναρη) η τύχη των ελληνικής καταγωγής πληθυσμών, σε περίπτωση που αποφασιζόταν η διακοπή της εκστρατείας, λόγω του μεγάλου φανατισμού των κεμαλικών, οι οποίοι είχαν δείξει πολλάκις ότι δεν χαρίζονταν στους αμάχους.
Οι νέες κυβερνήσεις έκαναν στρατηγούς του ελληνικού στρατού κωνσταντινικούς, ενώ απομάκρυναν πολλούς βενιζελικούς αξιωματικούς από το στράτευμα, ιδίως όσους είχαν συμμετάσχει στο κίνημα Εθνικής Αμύνης. Η πρακτική ενώ ήταν συνηθισμένη γιατην εποχή και αναμενόμενη, στη πράξη δημιούργησε σύγχυση και πολλά προβλήματα, αφού πολλοί βενιζελικοί στρατιωτικοί είχαν πολυετή εμπειρία στο πεδίο της μάχης. Πολλοί αποχώρησαν μόνοι τους χωρίς εντολές (π.χ. Κονδύλης). Η Κωνσταντινούπολη έγινε το κέντρο των απόστρατων βενιζελικών που μέσω της "Δημοκρατικής Άμυνας" άρχισαν να ασκούν κριτική στις νέες κυβερνήσεις.
Οι ελληνικές δυνάμεις εντω μεταξύ είχαν μία αποστολή. Να νικήσουν τον στρατό των κεμαλικών καινα τους αναγκάσουν σε αποδοχή της συνθήκης ειρήνης.
Στις 28 Δεκεμβρίουτου1920, σύμφωνα μετο ανακοινωθέν που εξέδωσε ο νέος διοικητής της ελληνικής στρατιάς Μικράς Ασίας, Αναστάσιος Παπούλας, είχε επιτευχθεί πλήρως οαντικειμενικός σκοπόςτων στρατιωτικών επιχειρήσεων στα ενδότερα της Μικράς Ασίας. Αυτός ήταν, σύμφωνα πάντοτε μετην ίδια ανακοίνωση[22] «η διασκόρπισις τωνπροτου Σώματος Στρατού Αμύνης εχθρικών δυνάμεων, αίτινες είχον συγκεντρωθή αυτόθι με επιθετικάς κατ’ αυτόν διαθέσεις». Οι ελληνικές μονάδες, κατά το διήμερο 27 – 28 Δεκεμβρίου είχαν απωθήσει τις τουρκικές μονάδες, που υποχώρησαν άτακτα προς το Εσκή Σεχίρ. Αναφέρεται ότι υπήρξαν πολλοί αιχμάλωτοι Τούρκοι στρατιώτες, ότι στα ελληνικά χέρια περιήλθε πολεμικό υλικό (εξοπλισμός και πολεμοφόδια) και ότι καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο της τουρκικής αεροπορίας το οποίο καταστράφηκε εντελώς. Οι ελληνικές απώλειες από τη διήμερη μάχη, με βάση τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, ήταν 39 νεκροί και 138 τραυματίες. Η προώθηση των ελληνικών στρατευμάτων έφτασε έως τα οχυρά υψώματα της περιοχής Κοβαλίτσα, τα οποία καταλήφθηκαν από το 6ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους (διοικητής Σταυριανόπουλος).[23]
Ωστόσο το γεγονός ότι οι ελληνικές μονάδες καταδίωξαν τους υποχωρούντες Τούρκους μόνο έως την περιοχή Ινονού, καιεν-συνεχεία επέστρεψαν στις θέσεις τους δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές του σταθμού τουΚαράκιοϊ προς Βαγδάτη[24], επέτρεψε στον τουρκικό τύπο να κάνει προπαγανδιστικά λόγο γιατην πρώτη ελληνική ήττα[25]. Τους παραπάνω όμως τουρκικούς ισχυρισμούς ανατρέπει δημοσίευμα της γαλλικήςεφημερίδας «Ματαίν» (1884 – 1944) η οποία παραθέτει «τηλεγράφημαεξ’ Αγκύρας, αγγέλων ότι ο Κεμάλ δι’ ανακοινωθέντος, αναγνωρίζει την νίκην του ελληνικού στρατού. Το ανακοινωθέν τονίζει, ότι η ελληνική νίκη οφείλεται εις το γεγονός, ότι αι Ελληνικαί δυνάμεις ήσαν υπέρτεραι»[26]
Σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές, η πρώτη ήττα για τους Έλληνες ήρθε στηνπρώτη μάχη του Ινονού, η οποία διεξήχθηκε από τις 6 έως και τις 11 Ιανουαρίου1921, κάτι εντούτοις πουδεν αποδεικνύεται από τα ντοκουμέντα της εποχής. Στηδεύτερη μάχη του Ινονού (23 Μαρτίου - 1 Απριλίου 1921) αντίθετα, όντως η ελληνική ολιγωρία καιη έλλειψη εφεδρειών οδήγησε την ελληνική πλευρά στην πρώτη ουσιαστικά καθήλωσή της στην τοποθεσία Αβγκίν - Κοβαλίτσα[27][28] από τον κεμαλικό στρατό, που πλέον εμφανιζόταν πλήρως οργανωμένος, σε αντίθεση μετην εικόνα που παρουσίαζε τα προηγούμενα δύο έτη (άτακτοι). Έτσι, η δεύτερη μάχη του Ινονού κατέληξε σε επιτυχία των τούρκικων δυνάμεων[29]που πέτυχαν να ανακόψουν την ελληνική προέλαση. Η εξέλιξη αυτή προβλημάτισε την ελληνική ηγεσία, η οποία αποφάσισε να γίνουν επιχειρήσεις γιατην κατάληψη των σιδηροδρομικών γραμμών της γραμμής Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ-Κιουτάχεια, με στόχο τη διακοπή του ανεφοδιασμού του εχθρού.
Οι δυτικές δυνάμεις εντω μεταξύ ήθελαν να επισπεύσουν τον διπλωματικό διάλογο φοβούμενες χειροτέρευση της κατάστασης και επιδιώκοντας πλέον ειρήνευση και όχι εξόντωση του κεμαλικού στρατού.[30]. Στις 8 Φεβρουαρίου 1921 συγκλήθηκε στοΛονδίνο διεθνής διάσκεψη με πρωτοβουλία των Δυνάμεων και εκπροσώπηση της ελληνικής πλευράς από τονπρωθυπουργόΝ. Καλογερόπουλοκαι της τουρκικής από τοΜπεκήρ Σαμή, προκειμένου να αναζητηθεί κάποια λύση[31]. Μετά από διάφορες αμφιταλαντεύσεις της στάσης των Συμμάχων[32][33]οι οποίες έφτασαν έως του σημείου να προταθεί, αφενός, δημογραφικός έλεγχος από διασυμμαχική επιτροπή σεΘράκηκαιΣμύρνη, αφετέρου ακόμη και αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών,[34]η Διάσκεψη διακόπηκε απότομα στις 3 Μαρτίου 1921 χωρίς να ληφθεί απόφαση, ενώ η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε επιστράτευση[35]. Στις 10 Μαρτίου 1921 άρχισε νέα επιθετική ενέργεια από ελληνικής πλευράς[36]Οι ελληνικές δυνάμεις αφού πρώτα κατέλαβαν το Αφιόν - Καραχισάρ, έφτασαν τελικά προτουΕσκισεχίρ συναντώντας επίμονη τουρκική αντίσταση.[37]ΟιΒρετανοί, ανκαι ήταν μετο μέρος της Ελλάδος, αρνήθηκαν τη στρατιωτική στήριξη, γιαναμην προκαλέσουν τη Γαλλική κυβέρνηση. Εντω μεταξύ, η Τουρκία έλαβε σημαντική στρατιωτική και χρηματική βοήθεια από τηΣοβιετική ένωση[38].
Η ελληνική κυβέρνηση είχε αντιληφθεί ότι η προεκλογική δέσμευσή της γιατον τερματισμό της Μικρασιατικής εμπλοκής δεν μπορούσε να τηρηθεί εκτων πραγμάτων, έτσι αποφάσισε τη συνέχεια των επιχειρήσεων. Μάλιστα, στις 16 Απριλίουτου1921, ο πρωθυπουργός Γούναρης έφτασε στηΣμύρνη, συνοδευόμενος από τον υπουργό επί των Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκηκαι είχε συνεργασία μετον αρχιστράτηγο Αν. Παπούλα, τον αρχηγό του επιτελείου Β. Δούσμανηκαιτον επιτελάρχη Ξ. Στρατηγό. Επίσης, συναντήθηκε μετοΜητροπολίτη Χρυσόστομοκαιμετον Αρμοστή Αρ. Στεργιάδη[39]. Νέα συμβιβαστική πρόταση των Δυνάμεων, απορρίφθηκε από την κυβέρνηση Γούναρη το Μάιο του 1921[40]. Στις 29 Μαίου του 1921 (σε μία συμβολικά επιλεγμένη χρονική στιγμή, 468 χρόνια από τηνΆλωση της Κωνσταντινούπολης) οΒασιλιάς Κωνσταντίνος αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη και συμμετείχε σε ευρεία στρατιωτική σύσκεψη[41], όπου ορίστηκε ως στόχος η κατάληψη της Άγκυρας καιη καταστροφή του σταθμού ανεφοδιασμού του εχθρού, ενέργεια η οποία σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ελληνικού επιτελείου θα οδηγούσε τον Κεμάλ σε συνθηκολόγηση. Έπειτα ανέλαβε τυπικά την αρχιστρατηγία του εκεί Ελληνικού Στρατού, αντικαθιστώντας εν μέρει τον Αναστάσιο Παπούλα. Η κατάσταση της υγείας του όμως επιδεινώθηκε και επέστρεψε στην Αθήνα.
Στις 28 Ιουνίουτου 1921 και ενώ είχε σταματήσει κάθε διπλωματική πρωτοβουλία, η ελληνική επίθεση επαναλήφθηκε από 4 σημεία: 4 Μεραρχίες που εξόρμησαν από την Προύσα προσέβαλαν τους τομείς Ουσάκ, μοίρα αεροπλάνων βομβάρδισε τηνΚιουτάχεια, ενώ τα ελληνικά τμήματα έδωσαν σφοδρή μάχη γιά το Εσκή Σεχίρ, με αποτέλεσμα τελικά αυτό να πέσει στα χέρια των Ελλήνων στις 6 Ιουλίου,[42], εν συνεχεία δε, οι ίδιες δυνάμεις -ενισχυμένες από 2 ακόμη μεραρχίες πεζικού καιτην ταξιαρχία Ιππικού που είχαν εξορμήσει από Τουμλού Μπουνάρκαι Ουσάκ- αφού προηγουμένως (4 Ιουλίου) είχαν καταλάβει τηνΚιουτάχεια[43], ενώ από την30 Ιουνίου κρατούσαν ήδη τοΑφιόν Καραχισάρ[44], κατέλαβαν μετηΜάχη του Εσκί Σεχίρκαιτο σημαντικότατο αυτόν σιδηροδρομικό κόμβο.[45].
Σε πολεμικό συμβούλιο που έγινε στην Κιουτάχεια, η ελληνική ηγεσία αποφάσισε τη συνέχιση της προέλασης προς κατάληψη της Άγκυρας.
Η προέλαση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος (120.000 άνδρες) μέσω της Αλμυρής Ερήμου ξεκίνησε την1 Αυγούστου 1921[46]μετη συμμετοχή των Α΄, Β' και Γ΄ Σωμάτων και της Ταξιαρχίας Ιππικού (συνολικά 9 Μεραρχίες) και έφερε τις ελληνικές δυνάμεις προτων πυλών της Άγκυρας, στις 8 Αυγούστουμετη διάβαση του ποταμού Σαγγαρίου. Εκεί, στην κρίσιμη μάχη που ακολούθησε τον Αύγουστο του 1921 με έναρξη τις 11 Αυγούστου, ο ελληνικός στρατός παρότι διέσπασε τις δυο πρώτες αμυντικές ζώνες των Τούρκων αλλά όχι καιτην τρίτη και τελευταία, αναγκάσθηκε να καθηλωθεί, καθώς οι αντίπαλοι Τούρκοι στρατιώτες -έχοντας εντολές απαγόρευσης υποχώρησης, με απειλή θανάτου- προέβαλαν λυσσαλέα αντίσταση. Διαθέτοντας επίσης πολλές μονάδες ιππικού, προέβαιναν σε καταδρομικές επιθέσεις μέχρι τα μετόπισθεν της Ελληνικής Στρατιάς, χτυπώντας εφοδιοπομπές, σιδηροδρομικούς σταθμούς και νοσοκομεία. Μάλιστα την 14η Αυγούστου τρία τουρκικά συντάγματα ιππικού επιτέθηκαν στο Αρχηγείο της Στρατιάς που βρισκόταν στο χωριό Ουζούνμπεη, μετον Αρχιστράτηγο, τον συνταγματάρχη και Διάδοχο Γεώργιο, το επιτελείο τους και δύο χειρουργεία εκστρατείας πλαισιωμένα καιμε Αθηναίες εθελόντριες νοσοκόμες[47]. Στις 28 Αυγούστουο τουρκικός στρατός αντεπιτέθηκε με δύναμη[48]καιτη νύχτα της 30ης προς 31η Αυγούστουη ελληνική στρατιά αναγκάσθηκε να συμπτυχθεί (τακτική υποχώρηση), επιστρέφοντας στις θέσεις εξόρμησής της (Νικομήδεια-Εσκή Σεχίρ-Σεϊντί Γαζή-Κιουτάχεια-Αφιόν Καραχισάρ-ποταμός Μαίανδρος)[49][50]. Παράλληλα, ο Κεμάλ -που σύμφωνα με τους βιογράφους του ήταν έτοιμος να οπισθοχωρήσει καινα μεταφέρει το κέντρο επιχειρήσεων στηνΚαισάρεια- αναθάρρησε και συνέχισε τον ανεφοδιασμό, τη στρατολόγηση νέων ανδρών (που συνέρρεαν στις τάξεις του) και τις μυστικές συμφωνίες, τόσο μετη νεοπαγή Σοβιετική Ένωση (καθώς οιΜπολσεβίκοι, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο περιοχών πουθα τους απέδιδε ο Κεμάλ μετά από ενδεχόμενη επικράτησή του επί των Ελλήνων, του παραχώρησαν πολύτιμο εξοπλισμό), όσο καιμεΚούρδους αυτονομιστές.
Μετά την εγκατάσταση του Ελληνικού Στρατού σε ενεργητική άμυνα γύρω από το Εσκί Σεχήρ - Κιουτάχεια - Αφιόν Καραχισάρ, για ένα ολόκληρο χρόνο συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, με τους Τούρκους να απορρίπτουν προτάσεις των Δυνάμεων της Αντάντ για ειρήνη και απαιτώντας τη συνθηκολόγηση και αποχώρηση της Ελληνικής στρατιάς, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα την επίθεσή τους. Ταυτόχρονα, ο Κεμάλ με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους (Συνθήκη της Αγκύρας, 20 Οκτωβρίου του 1921) ακύρωσε τησυνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκατέλειψαν τηνΚιλικία[51] αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι απέκτησαν πλέον και αεροπλάνα.
Στις 5 Απριλίου 1922 ηΙταλία εκκένωσε τις κτήσεις της στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, ουσιαστικά εξαναγκάζοντας έτσι τον Ελληνικό στρατό να στείλει μέρος των στρατευμάτων γιατη κατάληψή τους. Τον Μάιο του 1922 ο διοικητής της Στρατιάς Αναστάσιος Παπούλας υπέβαλε την παραίτηση του, διαφωνώντας μετην πολιτική της κυβέρνησης στη Μικρά Ασία και ιδιαίτερα μετον Αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη και αντικαταστάθηκε από τον Γεώργιο Χατζανέστη. Μετά από ένα χρόνο αδράνειας είχε γίνει σαφές πως ήταν αδύνατο ο Κεμάλ να νικηθεί διατων όπλων, τουλάχιστον υπό τις παρούσες συνθήκες, ενώ η παραμονή των στρατευμάτων στη Μικρά Ασία χωρίς κανένα εδαφικό ή στρατηγικό κέρδος συνέχιζε να αποδυναμώνει οικονομικά το Ελληνικό κράτος καινα εκθέτει τη χώρα διεθνώς. Σε μία ύστατη προσπάθεια να παγιώσουν τις κτήσεις τους στην Ανατολή οι κυβερνώντες κατέληξαν πως ο μόνος τρόπος να αναγνωριστούν διπλωματικά ως οι κυρίαρχοι της Δυτικής Μικράς Ασίας ήταν να καταλάβουν τη Κωνσταντινούπολη η οποία βρισκόταν υπό κατοχή της Αντάντ, εξαναγκάζοντας έτσι τις Μεγάλες Δυνάμεις να συμβιβαστούν μετην ύπαρξη της Μεγάλης Ελλάδας. Την ιδέα αυτή είχε προτείνει σε επιστολή προς τη κυβέρνηση οΙωάννης Μεταξάςτον Απρίλιο του 1921, αλλά μέχρι τότε την απέρριπταν ως έσχατη λύση.
Σε συννενόηση με τους κυβερνώντες ο Χατζανέστης παρά το γεγονός ότι ο στρατός βρισκόταν ήδη σε υπερέκταση, επέτρεψε στα τέλη Ιουνίου τη μεταφορά τριών συνταγμάτων καιδυο ταγμάτων από την Ανατολία στη Θράκη, όπου ενίσχυσαν την ελληνική παρουσία εκεί αλλά ταυτόχρονα αποδυνάμωσαν περεταίρω το μικρασιατικό μέτωπο. Ο Γεώργιος Μπαλτατζής, είχε ήδη ενημερώσει τους αντιπροσώπους των συμμαχικών δυνάμεων στην Αθήνα, πως μόνο μια ελληνική κατοχή της Οθωμανικής πρωτεύουσας (Κωνσταντινούπολης) θα έφερνε την ειρήνη. Ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης ορίστηκε η 16η Ιουλίου. Το σχέδιο προέβλεπε την ταχεία κατάληψη της νοητής γραμμής που ένωνε τη λίμνη Δέρκων μετο Μπουγιούκ Τσεκμετζέ καιτην ταχύτατη προέλαση προς την Κωνσταντινούπολη. Μετην επικείμενη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης αυξήθηκε πολύ η πίεση προς τους Κεμαλικούς. Ο Άγγλος Βουλευτής Γκλην πήρε τηλεγράφημα από τον Άγγλο στρατηγό Τάουνσεντ από την Άγκυρα που ανάφερε ότι ο «Κεμάλ είναι διατεθειμένος διαπραγματευτεί ειρήνην» σε περίπτωση πουοι Έλληνες καταλάμβαναν τη Πόλη. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ τόνιζε ότι: "...η Ελλάς ζήτησε από τους Συμμάχους την άδεια να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν οι Έλληνες σε θέση νατο κάνουν και μόνη δεη απειλή της επιχείρησης κατετάραξε τους Τούρκους στην Άγκυρα...".
Ωστόσο, ενώ η Ελληνική κυβέρνηση υπολόγιζε στη σχετική αδιαφορία των συμμάχων μπροστά στο σχέδιο τους, καθώς εκτός άλλων τα συμμαχικά στρατεύματα στην ουδέτερη ζώνη ήταν λιγοστά σε σχέση μετα Ελληνικά, οι τελευταίοι σύσσωμοι και κυρίως η Γαλλία καιη Ιταλία απαγόρευσαν την εισβολή των Ελληνικών στρατευμάτων, δίνοντας στα λίγοστά μεν αλλά ταυτόχρονα συμμαχικά στρατεύματα την εντολή να υπερασπιστούν τη Πόλη διατων όπλων. Ο Βρετανικός τύπος αποδοκίμασε τη στάση της Αντάντ και της κυβέρνησής τους, χωρίς ωστόσο κάποιο αποτέλεσμα. Τελικά στις 18 Ιουλίου αποφασίστηκε η οριστική εγκατάλειψη του σχεδίου καθώς η κυβέρνηση δε θέλησε να βρεθεί αντιμέτωπη μετην οργή των Μεγάλων Δυνάμεων, ρίχνοντας ταυτόχρονα το ηθικό όλων των Ελλήνων και ιδίως αυτών που βρίσκονταν στο Μικρασιατικό μέτωπο.[52][53] Ταυτόχρονα, οι σχέσεις της Ελλάδας με τις δυνάμεις τις Αντάντ είχαν γίνει πιο τεταμένες από ποτέ, καθώς από άλλοτε συμμαχικές τώρα είχαν φτάσει στο παραπέντε να συγκρουστούν έξω από τη Κωνσταντινούπολη. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με τις διάφορες συμφωνίες που είχε συνάψει η Γαλλία καιη Ιταλία με τους Νεότουρκους ίσως μπορεί να εξηγήσει εν μέρει την παγερή στάση ουδετερότητας που ακολούθησαν μπροστά στις σφαγές και ιδιαίτερα στηνκαταστροφή της Σμύρνης.
Η υπερέκταση των Ελληνικών γραμμών που είχε διαμορφωθεί, τα οποία δηλαδή εκτείνονταν σε μία τεράστια απόσταση χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη αλληλοκάλυψη των τμημάτων, σε συνδυασμό μετην εξάντληση των στρατιωτών από την πολύχρονη παραμονή τους σε κατάσταση εκστρατείας μέσα σε ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον πολύ μακριά από τα φιλικά παράλια, η ενδυνάμωση του αντιπάλου καιοι σχεδόν εχθρικές σχέσεις με τους πρώην "συμμάχους" ήταν τα άμεσα αίτια που οδήγησαν στην ξαφνική αλλά και απολύτως λογική κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο. Όπως περιέγραψε ο βρετανός στρατηγός Τιμ Χάρινγκτον, τα ελληνικά στρατεύματα κατέρρευσαν "σαν τραπουλόχαρτα".[54]
Στις 13 Αυγούστου του1922και ενώ δύο ημέρες πριν είχε εκδηλωθεί παραπλανητική επίθεση στην τοποθεσία του Ντερέκιοϊ της περιοχής Μελετζίκ[55][56], ο ενισχυμένος Κεμαλικός στρατός πραγματοποίησε την κύρια προσβολή των ελληνικών γραμμών με γενική επίθεση στην πλέον αδύναμη θέση τους, στο νότιο τομέα καιΒΔτου Αφιόν Καραχισάρ[57]. Τα Α΄και Β΄ Σώματα Στρατού προέβαλαν σκληρή αντίσταση αλλά την επομένη ημέρα (14 Αυγούστου 1922) η γραμμή του μετώπου διασπάστηκε και ξεκίνησε η σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων[58]. Ωστόσο, πολύ γρήγορα κάποιες από τις ελληνικές δυνάμεις περικυκλώθηκαν, υποχρεούμενες είτε να παραδοθούν καινα υποστούν ταπεινωτική αιχμαλωσία, είτε να υποχωρήσουν άτακτα προς τα παράλια, καταδιωκόμενα από τις εχθρικές μονάδες. Αντίθετα, το Γ΄ Σώμα Στρατού καιη 6η Μεραρχία που κάλυπταν το βόρειο τομέα του μετώπου υποχώρησαν συντεταγμένα καθώς δεν είχαν δεχτεί ιδιαίτερη πίεση. Οι τουρκικές μονάδες εισήλθαν στηνΠρούσακαιτην ανακατέλαβαν στις 24 Αυγούστου σύμφωνα με ανακοινωθέν του ειδησεογραφικού σταθμού «Χόρσεϊ» τουΛονδίνου, το οποίο εκδόθηκε την 23η βραδυνή ώρα[59]. Το τουρκικό επιτελείο ανακοίνωσε ότι η πρώτη φάση των επιθετικών του ενεργειών ολοκληρώθηκε μετην κατάληψη του Εσκί Σεχίρ καιτου Ουσάκ, όπως μετέδωσε το γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων «Βορδώ» του Παρισιού, στις 24 Αυγούστου 1922[60]Οι ίδιες, επίσημες πηγές της Άγκυρας ανέφεραν ότι ο ελληνικός στρατός πυρπόλησε, αποχωρώντας, τη μουσουλμανική συνοικία του Αφιόν Καραχισάρ[60]. Πανικόβλητη, η κυβέρνηση των Αθηνών υπό τονΠ. Πρωτοπαπαδάκη αποφάσισε την αντικατάσταση του αρχιστράτηγου Χατζανέστη μετον αντιστράτηγο Πολυμενάκο[61]και διέταξε εκκένωση της Μικράς Ασίας. Στις 5 Σεπτεμβρίου τα τελευταία τμήματα του Ελληνικού Στρατού εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία.
Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη και στις 13 ξεκίνησε ηκαταστροφή. Οι νικητές προέβησαν σε εκτεταμένες βιαιοπραγίες και ωμότητες εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού όλης της Μικράς Ασίας. Ηγενοκτονία των Ελλήνωνπου ξεκίνησε το 1906 από τη Θράκη[62] ολοκληρωνόταν στηΣμύρνη από τους Νεότουρκους[63]. Οι ελληνικές και αρμενικές συνοικίες της Σμύρνης παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ οι κάτοικοί τους αναζητούσαν απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής προς τοΑιγαίο, κάτω από τα αδιάφορα (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) βλέμματα των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων τα οποία τηρούσαν στάση αυστηρής ουδετερότητας (όπως είχαν διαταχθεί) μπροστά στη σφαγή, ενώ καταγράφηκαν και περιπτώσεις όπου οι άνδρες των πληρωμάτων ράβδιζαν τα χέρια των ικετεύοντων χριστιανών που προσπαθούσαν να ανεβούν στα καταστρώματα γιανα σωθούν, συμμετέχοντας έτσι στο έγκλημα των Τούρκων.[64]
Η αρνητική έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας οδήγησε στη μεγάλη καταστροφή, την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών καιτην προσφυγοποίηση 1,5 εκατομμυρίου άλλων. Σύμφωνα μετα στοιχεία που έδωσε οΕλ. Βενιζέλος μετο υπόμνημά τουστη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη καιτην περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού των περιοχών, αλλά που κυριαρχούσαν οικονομικά, είχαν δε καταφέρει να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά, παρ' ότι αποτελούσαν μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον, έχοντας 2.177 σχολεία με 177.505 μαθητές και 4.596 δασκάλους, καθώς και 2.232 εκκλησίες.
Οι διασωθέντες έφτασαν στο Βασίλειο της Ελλάδας ως πρόσφυγες και τραγικές αποδείξεις μιας ανολοκλήρωτης πορείας. Ερωτηματικό παραμένει ως σήμερα, ο μεγάλος αριθμός κρυπτοχριστιανών οι οποίοι παραμένουν ως και σήμερα, αφανείς. Στα συντρίμια της Σμύρνης τερματίσθηκε η ελληνική παρουσία 2.500 ετών στη Μικρά Ασία και ενταφιάστηκε η ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», η οποία είχε αποτελέσει επί σχεδόν έναν αιώνα τον κεντρικό άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής καιτη βασική πηγή τροφοδότησης της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας.
↑The Place of the Turkish Independence War in the American Press (1918-1923) από τον Bülent BilmezΑρχειοθετήθηκε 2018-06-02 στοWayback Machine.: «...η κατοχή της δυτικής Τουρκίας από τον ελληνικό στρατό υπό τον έλεγχο των Συμμαχικών Δυνάμεων καιη διαμάχη ανάμεσά τους ήταν προφανής και δημοσίως γνωστή. Καθώς οι Ιταλοί ήταν κατά αυτής της κατοχής από την αρχή, άρχισαν «μυστικά» να βοηθούν τους κεμαλιστές. Αυτή η σύγκρουση μεταξύ των Συμμαχικών Δυνάμεων, καιη ιταλική υποστήριξη για τους κεμαλιστές αναφέρονταν τακτικά από τον Αμερικανικό τύπο.»
↑Cevizoğlu,Hulki (2007).1919'un Şifresi.(Gizli ABD İşgalinin Belge ve Fotoğrafları).Ceviz Kabuğu Yayınları,ss.66-67.
↑ 7,07,17,2Sabahattin Selek: Millî mücadele - Cilt I (engl.: National Struggle - Edition I), Burçak yayınevi, 1963, page 109, (Τουρκικά)
↑Taşkıran, Cemalettin (2005). "Kanlı mürekkeple yazın çektiklerimizi ... !": Milli Mücadelede Türk ve Yunan esirleri, 1919–1923. σελ. 26. ISBN978-975-8163-67-0.
↑Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919–1922, Athens: Directorate of Army History, 1967.
↑ΟΓάλλος καθηγητής Εντουάρ Ντριόο οποίος ανέλαβε κατόπιν εντολής της Ελληνικής Κυβέρνησης να συγγράψει την ελληνική διπλωματική ιστορία της περιόδου 1908 - 1923, στο πόνημά του "Ελλάδα και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος" (ελληνική έκδοση "Πελασγός", Β΄ έκδοση, Νοέμβριος2000, σελ. 322) κάνει λόγο για 42 νεκρούς εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, εκτων οποίων οιδυο ήταν στρατιώτες καιγια 66 τραυματίες εκτων οποίων έξι ήταν στρατιώτες, γιαδετην τουρκική πλευρά αναφέρει έναν συνολικό αριθμό 300-400 νεκρών και τραυματιών τη συγκεκριμένη ημέρα (15 Μαΐου1919
↑Ο Εντουάρ Ντριό (όπως πριν, σελ. 323) αναφέρει ότι το βράδυ της 29 προς 30 Μαΐου 1919 οι ελληνικής καταγωγής υπήκοοι εκκένωσαν το Αϊδίνι στα περίχωρα του οποίου είχαν σχηματιστεί ήδη ομάδες ένοπλων τούρκων ατάκτων οι οποίοι στη συνέχεια πυρπόλησαν ολόκληρη τη χριστιανική συνοικία της πόλης. Τα θύματα τα υπολογίζει σε 1.500-2.000 από την ελληνική πλευρά και 1.200-1.500 από την τουρκική. Στις 4 Ιουνίου ισχυρές μονάδες του ελληνικού στρατού κινήθηκαν και κατόπιν προσωπικής εντολής του Βενιζέλου προέβησαν σε αντίποινα πυρπολώντας την τουρκική συνοικία, με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα 2/3 της πόλης. Στις 17 ΙουνίουστηΜαινεμένηπου απείχε σημαντική απόσταση από τη Σμύρνη, ο ελληνικός στρατός έχασε τον έλεγχο κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης τούρκων που διαδήλωναν και άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους με απολογισμό 200 νεκρούς και ισάριθμο περίπου αριθμό τραυματιών
↑Εφημερίδα «Εμπρός», φύλλο της 3 Ιανουαρίου1921, σελ. 4: «Θέσεις απόρθητοι εκυρ/θησαν δια της ελληνικής λόγχης»
↑Εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», φύλλο της 4 Ιανουαρίου 1921, σελ. 4: «Ανακοινωθέν του Επιτελείου διατον σκοπόν των τελευταίων επιχειρήσεων»
↑Εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», φύλλο της 13 Ιανουαρίου 1921, σελ. 4: «Αι Ελληνικαί επιχειρήσεις εσημείωσαν σημαντικάς επιτυχίας – Βεβαίωσις εγκύρου αγγλικής πηγής. Λονδίνον, 12 Ιανουαρίου (τηλ.)- Ο ‘Εωθινός Ταχυδρόμος’ δημοσιεύει τηλεγραφήματα εκ Κωνσταντινουπόλεως αγγέλοντα ότι κατά τας βεβαιώσεις εγκύρων αγγλικών κύκλων, αι Ελληνικαί πολεμικαί επιχειρήσεις επερί το Εσκή Σεχίρ εσημείωσαν σημαντικάς επιτυχίας. Κατά τα ίδια τηλεγραφήματα, ο τουρκικός τύπος, μη δυνάμενος να κρύψη τας συμπαθείας του προς την κυβέρνησιν του Κεμάλ, δημοσιεύει κύρια άρθρα εξυμνών τας δήθεν νίκας των Τούρκων εθνικοφρόνων, ζητών συνάμα όπως αι Δυνάμεις αναγνωρίσουν την κυβέρνησιν της Αγκύραςκαι αναθεωρήσουν τηνΣυνθήκην των Σεβρών»
↑Εφημερίδα «Μακεδονία», φύλλο της 11 Ιανουαρίου 1921, σελ. 2: «Ο Κεμάλ αναγνωρίζει την ήτταν του».
↑Vansittart, The Mist Procession, 289-90. Harington, Tim Harington Looks Back, 110
↑Εφημερίδα "Μακεδονία", φύλλο της 13 Αυγούστου 1922, σελ. 2: "Αι Επιχειρήσεις εις την Μικράν Ασίαν - Επίθεσις και Αντεπίθεσις - Αθήναι (12) - Ανακοινωθέν 11 Αυγούστου - Χατζηανέτης (υπογραφή)" Ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, στις 13/8/2021