ΟΆρατος ο Σικυώνιος (271–213 π.Χ.) ήταν σημαντικός πολιτικός και στρατιωτικός της Σικυώνας. Αφότου εκθρόνισε τον τύραννο Νικοκλή από την πόλη το 251 π.Χ. καιτην ενέταξε στην ένωση της Αχαϊκής Συμπολιτείας, μετέπειτα αποτέλεσε τον στρατιωτικό ηγέτη της ένωσης την οποία εξέλιξε σε σημαντική δύναμη του ελληνικού χώρου. Εκλέχθηκε στρατηγός της συμπολιτείας πολλές φορές επί 3 δεκαετίες, καθοδηγώντας τηστη σύγκρουση της μετο ισχυρό Μακεδονικό βασίλειοτουΑντίγονου Β´ Γονατάστον βορρά, αλλά και εναντίον τωνΛακεδαιμονίωντουΚλεομένη Γ´, καθώς καιτωνΑιτωλών. Μετά τη βαριά ήττα που γνώρισε από τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι σχεδόν κατέστρεψαν τη συμπολιτεία, στράφηκε για βοήθεια προς τονΑντίγονο Γ´ τον Δώσωνα της Μακεδονίας, μετον οποίο αργότερα ανέπτυξε θερμή φιλία. Μετά τον θάνατο του Αντίγονου το 222 π.Χ., ηγεμόνας της Μακεδονίας ανέλαβε οΦίλιππος Ε´μετον οποίο ο Άρατος αρχικά διατηρούσε καλές σχέσεις, οι οποίες αργότερα επιδεινώθηκαν σημαντικά, καθώς ο Φίλιππος αναμειγνυόταν όλο και περισσότερο στις υποθέσεις της Πελοποννήσου. Οι κύριες ιστορικές πηγές γιατον Άρατο είναι ο ιστορικός Πολύβιοςτου 2ου αιώνα π.Χ. -ο οποίος φέρεται να άντλησε τις πληροφορίες από τα απομνημονεύματα του ίδιου του Άρατου-,[2]καιο ιστορικός Πλούταρχοςτου 1ου αιώνα μ.Χ., οι οποίοι αναφέρουν πως τελικά ο Φίλιππος εξόντωσε τον Άρατο δηλητηριάζοντας τον.[3]
Γεννήθηκε το 271 π.Χ. στηΣικυώνακαιο πατέρας του ήταν οΚλεινίας, ο οποίος ήταν άρχοντας της πόλης και φρόντιζε γιατην ειρήνευση της μετά από τη μακρά διαδοχή τυραννίδων που είχε γνωρίσει η πόλη κατά την ιστορία της.[4]
Το 264 π.Χ., σημειώθηκε εξέγερση στην πόλη υπό τονΑβαντίδα, ο οποίος ανέτρεψε την κυβέρνηση και δολοφόνησε τον Κλεινία μετον οποίο είχαν συγγενική σχέση, ώστε να γίνει ο ίδιος τύραννος.[2] Αναζήτησε καιτον Άρατο, ο οποίος ήταν τότε μόλις 7 ετών, ώστε νατον εξολοθρεύσει επίσης και έτσι να στερεώσει την κυριαρχία του. Ο Άρατος ωστόσο φυγαδεύτηκε επιτυχώς στο σπίτι της αδερφής του ίδιου του Αβαντίδα, της Σωσούς, η οποία ήταν παντρεμένη μετον Πρόφαντο, αδερφό του Κλεινία. Η Σωσώ συγκινημένη από τον χαμό του πατέρα του Αράτου και από τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε σε τόσο μικρή ηλικία, τον έκρυψε μέχρι τη νύχτα της ίδιας ημέρας, και κατόπιν τον έστειλε στοΆργος.[4]
Κατά την παραμονή τουστο Άργος, ο Άρατος έλαβε φιλελεύθερη εκπαίδευση μαζί με τους άλλους εξορίστους της Σικυώνας, πολλοί εκτων οποίων ήταν φίλοι της οικογενείας του, και μεγάλωσε νιώθοντας μίσος γιατο καθεστώς της τυραννίας. Ο Άρατος επίσης αθλούνταν τακτικά στηνπαλαίστρακαι ανέπτυξε αθλητικό σωματότυπο, ενώ αναφέρεται από τονΠλούταρχο πως υπήρξε νικητής σε κάποια διοργάνωση πεντάθλου.
Καθώς ο Άρατος μεγάλωνε, η δημοτικότητα του αυξήθηκε, έγινε ηγετική μορφή κατά την περίοδο που βρισκόταν στην εξορία και έχαιρε θαυμασμού γιατην αριστοκρατική του καταγωγή καιγιατον ενθουσιασμό πουτον διακατείχε.
Το 251 π.Χ., και ενώ ο Άρατος ήταν πλέον 20 ετών, στηΣικυώναοΝικοκλής έγινε ο νέος τύραννος, αφού κατέπνιξε βίαια την οποιαδήποτε αντίσταση εναντίον του. Φοβούμενος ωστόσο τον Άρατο, έστειλε κατασκόπους νατον παρακολουθήσουν στοΆργος όπου βρίσκονταν εξόριστος.[4]
Ο Άρατος αναλογιζόμενος το μέλλον του, ένιωσε πως δεν υπήρχε κάτι πουτον τραβούσε να αναζητήσει την τύχη τουστηΜακεδονίατουΑντίγονου Β´ Γονατά, ούτε καιστηνΑίγυπτοτουΠτολεμαίου Β´ Φιλάδελφου, έτσι αποφάσισε να τερματίσει την εξορία τουκαινα αποπειραθεί να απελευθερώσει τη Σικυώνα μετη βοήθεια καιτων άλλων εξορίστων της πόλης, κάνοντας σχέδια γιαμια γρήγορη ανατροπή της τυραννίδος και αποφεύγοντας οποιουδήποτε είδους παρατεταμένη σύγκρουση γιατην οποία δεν είχαν τις απαραίτητες δυνάμεις.[4]
Λίγο καιρό αργότερα κατά το ίδιο έτος, ο Άρατος καιοι σύντροφοι του κατάφεραν να εισέλθουν στη Σικυώνα τις νυκτερινές ώρες χωρίς να εντοπιστούν, ανεβαίνοντας την απόκρημνη πλαγιά των τειχών με σκάλες. Από αυτή τη θέση, και λίγο πριντην αυγή, εξουδετερώσαν τους σκοπούς και έστειλαν αγγελιοφόρους στην πόλη να διαδώσουν την έναρξη της επανάστασης έτσι ώστε να έχουν καιτη στήριξη του δυσαρεστημένου μετο παρόν καθεστώς πληθυσμού. Μετον ερχομό της αυγής, οι πολίτες της Σικυώνας κύκλωσαν το παλάτι και, μετά την αρχική τους αγόρευση μέσω κήρυκα ως προς τον σκοπό της εξέγερσης, εισέβαλαν στο παλάτι καιτο έκαψαν. Κατά τημ αφήγηση του περιστατικού, λέγεται πως οι φλόγες φαίνονταν έως καιτηνΚόρινθο, η οποία βρισκόταν σε απόσταση 12 χιλιομέτρων. Ο Νικοκλής ωστόσο κατάφερε να δραπετεύσει μέσω υπόγειας διαδρομής.
Μετά την επιτυχημένη ανατροπή του καθεστώτος, ο Άρατος διαμοίρασε τη λεία από το παλάτι μεταξύ των συντρόφων τουκαιτου λαού, ενώ μόλις ένας πολίτης σκοτώθηκε κατά την όλη σύγκρουση.[4] Κατόπιν προσκάλεσε και τους υπόλοιπους εξορίστους να επιστρέψουν στηΣικυώνα, ωστόσο μετά από 50 χρόνια συνεχών τυραννίδων οι περισσότεροι εξόριστοι βρίσκονταν πλέον υπό καθεστώς φτώχειας. Έτσι απαίτησαν να τους επιστραφούν οι ιδιοκτησίες καιτα σπιτικά τους τα οποία πλέον είχαν δοθεί σε άλλους κατοίκους. Φοβούμενος το ενδεχόμενο εμφυλίου πολέμου, ο Άρατος αποφάσισε πως η Σικυώνα θα είχε καλύτερες τύχες εάν ενώνονταν μετη γειτονική Αχαϊκή Συμπολιτεία. Η ένωση της με τις πόλεις-κράτη της Αχαΐας, ενώ η Σικυώνα ήταν κανονικά μέρος της Κορινθίας, απεμπόλησε την ταυτότητα της πόλης ως Δωρικής. Μετην είσοδο στη συμπολιτεία, ο Άρατος στρατολογήθηκε στο ιππικό της ενώσεως, ξαφνιάζοντας τους διοικητές του καθώς ανταποκρινόταν άψογα στα στρατιωτικά καθήκοντα του ως απλός στρατιώτης.[4]
Έπειτα, ο Άρατος αποφάσισε να επικοινωνήσει μετονΠτολεμαίο Β´γιανατου ζητήσει να βοηθήσει τηΣικυώνα. Διατηρούσαν ήδη φιλικές σχέσεις καθώς ο Άρατος του προμήθευε τακτικά έργα ζωγραφικής και άλλα καλλιτεχνήματα των τεχνιτών της Σικυώνας, η οποία κατά την εποχή εκείνη ήταν σημαντικό κέντρο των καλών τεχνών. Ο Πτολεμαίος είχε ανταποκριθεί στέλνοντας 25 τάλαντα, ωστόσο το ποσό αυτό δεν ήταν αρκετό για τις ανάγκες της πόλης. Ο Άρατος, μετά από ένα επικίνδυνο ταξίδι κατά το οποίο διακινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί από τους Μακεδόνες τουβασιλείου της Μακεδονίας -οι οποίοι βρισκόταν σε διαμάχη μετον Πτολεμαίο στην Αίγυπτο-, κατόρθωσε να φτάσει στηνΑλεξάνδρεια, όπου καιο Πτολεμαίος τελικά του πρόσφερε το ποσό των 150 ταλάντων. Το ποσό αυτό βοήθησε σημαντικά τη Σικυώνα, καιγιατο λόγο αυτό ανεγέρθηκε ορειχάλκινος ανδριάντας προς τιμή του Αράτου ο οποίος κατάφερε νατο εξασφαλίσει.[4]
Οι κινήσεις αυτές σε σχέση μετην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο, έκαναν τονΑντίγονο Β´ Γονατά της Μακεδονίας να αντιδράσει ξεκινώντας εκστρατεία εναντίον του Αράτου, ώστε να διασπάσει τη συμμαχία τουμε τους Πτολεμαίους, ενώ μετη σειρά τουο Πτολεμαίος μαθαίνοντας τις εξελίξεις έστειλε αντιπροσώπους τουστη Σικυώνα γιανατον βεβαιώσει πως δενθατον εγκατέλειπε.[4]
Το 245 π.Χ., ο Άρατος διορίστηκε στρατηγός της συμπολιτείας, και άρχισε να καταστρώνει σχέδια γιατην αντιμετώπιση των Μακεδόνων οι οποίοι διάθεταν ήδη τοπικές φρουρές σε σημεία της Πελοπονήσσου, ενώ πλέον είχαν συνάψει συμμαχία καιμετηνΑιτωλική Συμπολιτείαστην κεντρική Ελλάδα. Η πρώτη ενέργεια του Αράτου ήταν να προσφέρει βοήθεια στους Βοιωτούς, στα βόρεια της Αττικής, οι οποίοι βρισκόταν σε διαμάχη με τους Μακεδόνες, έτσι ηγούμενος δυνάμεως 10.000 ανδρών διέσχισε το θαλάσσιο πέρασμα από την Πελοπόννησο προς την κεντρική Ελλάδα και επιτέθηκε στηνΛοκρίδαπου κατείχαν οι Αιτωλοί, καιτηνΚαληδώνατην οποία διαχειρίζονταν οι Μακεδόνες.[4]
Κατόπιν στοχεύοντας την πόλη της Κορίνθου, η οποία διέθετε ισχυρή Μακεδονική φρουρά πάρα πολύ καιρό πριν, από την εποχή τουΦιλίππου Β´ της Μακεδονίας, ο Άρατος ανακάλυψε τρόπο γιανα αποκτήσει τον έλεγχο της πόλης μετη βοήθεια τεσσάρων αδερφών με καταγωγή από τηνΚοίλη Συρία. Ένας από αυτούς, ο Εργίνος, είχε κατορθώσει να κλέψει σημαντικά ποσά από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο της Κορίνθου, καινα εγκατασταθεί στη Σικυώνα. Εκεί αποκάλυψε στον Άρατο πως ο αδερφός τουο Διοκλής, ο οποίος ήταν στρατιώτης της μακεδονικής φρουράς της Κορίνθου, είχε ανακαλύψει ένα τμήμα των τειχών της πόλης το οποίο είχε ύψος μόλις 4,5 μέτρα, καιτο οποίο ήταν προσβάσιμο μέσω διέλευσης κάποιων βράχων μέσω μιας κρυφής διαδρομής. Ο Άρατος εγγυήθηκε αμοιβή 60 τάλαντωνκαι στους 4 αδερφούς, δημοπρατώντας παράλληλα τα χρυσαφικά της συζύγου τουγιανα καλύψει το κόστος.[4]
Το 243 π.Χ., ο Άρατος με δύναμη 400 ανδρών κατευθύνθηκε προς την Κόρινθο, και παίρνοντας μαζί του τους 100 ικανότερους στρατιώτες, ακολούθησε το κρυφό μονοπάτι προς το χαμηλό μέρος των τειχών της πόλης. Η τοπική μακεδονική φρουρά αιφνιδιάστηκε από την ξαφνική επίθεση εντός των τειχών από τις δυνάμεις του Αράτου, καιδεν μπόρεσε να τους αντιμετωπίσει. Το επόμενο πρωινό, η φρουρά παραδόθηκε και κατόπιν στην πόλη εισχώρησαν καιοι υπόλοιπες Αχαϊκές δυνάμεις.[4]
Ο Άρατος ζήτησε από τους πολίτες της Κορίνθου να μεταβούν στο θέατρο γιανα τους απευθυνθεί, ωστόσο πριν μιλήσει έλαβε το χειροκρότημα και τις επευφημίες του πλήθους. Κατόπιν απευθυνόμενος εκ μέρους της Αχαϊκής Συμπολιτείας ζήτησε από τον λαό της Κορίνθου να ενωθεί η πόλη μετη συμπολιτεία, επιστρέφοντας παράλληλα τα κλειδιά της πόλης τα οποία προηγουμένως ήταν υπό την κατοχή των Μακεδόνων. Μετά την επακόλουθη ένωση, οι Αχαιοί στελέχωσαν την Κόρινθο με δύναμη 400 ανδρών.[2][4]
Κατόπιν, οι πόλεις τωνΜεγάρων, Τροιζήνας, και της Επιδαύρου επαναστάτησαν εναντίον των Μακεδόνων και εισήλθαν επίσης στηνΑχαϊκή Συμπολιτεία, ενώ ο Άρατος εισέβαλλε στηνΑττικήκαι κατέλαβε τηΣαλαμίνα. Κατόρθωσε επίσης να πείσει τον φίλο τουΠτολεμαίο Β´να κάνει την Αίγυπτο σύμμαχο ολόκληρης της συμπολιτείας, κάτι γιατο οποίο ο Πτολεμαίος θα λάμβανε ειδικά προνόμια εντός της ένωσης.[4]
Οι συνεχείς επιτυχίες και επέκταση της συμπολιτείας, έκαναν τους υπόλοιπους Αχαιούς να παραμερίσουν τους νόμους του καταστατικού οι οποίοι προέβλεπαν πως δεν μπορούσε το ίδιο άτομο να παραμείνει στρατηγός για περισσότερο από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, και έτσι τον επανεξέλεξαν διαδοχικά στρατηγό από το 241 π.Χ. έως το 235 π.Χ., ενώ ο Άρατος είχε ως ρητό πως ανκαιμια πόλη μόνη της δεν είναι αρκετά ισχυρή γιανα αντιμετωπίσει τους κινδύνους, όλες οι πόλεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας μπορούσαν να είναι μια ισχυρή ενωμένη δύναμη.[4]
Επιπλέον, ο Άρατος ήταν καθαρά εχθρικός απέναντι σε οποιαδήποτε τυραννική αρχή, και εκστράτευσε ενεργά εναντίον τους.[4] Κατά τις συγκρούσεις αυτές, η πλέον δύσκολη ήταν αυτή εναντίον τουΆργους, της πόλης που είχε μεγαλώσει ως εξόριστος, καιη οποία εντω μεταξύ είχε περάσει υπό τυραννική διοίκηση. Διεξήγαγε διάφορες επιθέσεις ωστόσο οι Αργείοι αντιστέκονταν σθεναρά, καιο ίδιος ο Άρατος τραυματίστηκε σεμια από τις μάχες με ένα ακόντιο να διαπερνά τονγλουτότου. Βρισκόμενος στις Κλεωνές, ο Άρατος αντιμετώπισε τις Αργειακές δυνάμεις του ηγεμόνα της πόλης Αρίστιππουκαι κατόρθωσε να σκοτώσει τον ίδιο τον Αρίστιππο, κάνοντας την κατάκτηση της πόλης πιθανή πλέον, ωστόσο οι Μακεδονικές δυνάμεις γρήγορα συνέδραμαν προς βοήθεια τουΑριστόμαχου, αδερφού του Αρίστιππου, ώστε να αποκτήσει τον έλεγχο της πόλης καινατη διαφυλάξει από τις δυνάμεις του Αράτου.[4]
Πιο νότια στηΜεγαλόπολη της Αρκαδίας, ο τύραννος της πόλης Λυδιάδας αποφάσισε να περιορίσει τις εξουσίες τουκαινα συμμαχήσει μετηνΑχαϊκή Συμπολιτεία, λαμβάνοντας παράλληλα το αξίωμα του στρατηγού, βαθμό που κατείχε συμπληρωματικά μετον Άρατο κατά τα επόμενα χρόνια από το 234 έως το 230 π.Χ. Ωστόσο μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ο Λυδιάδας αποφάσισε να επιδιώξει να παραμερίσει τον Άρατο εντός της συμπολιτείας καινα γίνει ο μοναδικός στρατηγός, δεν έπεισε όμως το συμβούλιο των Αχαιών συμμάχων οι οποίοι ήταν φιλύποπτοι ως προς το τυραννικό παρελθόν του Λυδιάδα και έτσι έχασε τη στήριξη τους μετην κίνηση αυτή.[4]Την ίδια χρονική περίοδο ο Άρατος είχε επίσης στεφθεί ολυμπιονίκης στο αγώνισμα τουτέθριππου κατά τους 137ους (232 π.Χ.) ολυμπιακούς αγώνεςστηνΟλυμπία αυξάνοντας τη δημοτικότητα του.[5][6]
Παρά τις αναταραχές που σημειώθηκαν στηνΑιτωλία μετά τον θάνατο του Μακεδόνα συμμάχου τους Αντίγονου Β´ Γονατά, το 239 π.Χ. οΠανταλέων, αρχηγός της Αιτωλικής Συμπολιτείας, αποφάσισε να συμμαχήσει με τους Αχαιούς καινα στραφεί εναντίον των προηγούμενων συμμάχων του. Ανκαιη συμμαχία αυτή κράτησε για σχετικά λίγα χρόνια, κατά τον καιρό που διήρκεσε έφερε την Αχαϊκή Συμπολιτεία στη μέγιστη έκταση και επιρροή της το 229 π.Χ., κάτι που επετεύχθη υπό την καθοδήγηση του Αράτου.[4]
Κατόπιν ο Άρατος στράφηκε εναντίον της Αθήνας. Στη μάχη που έγινε στοΘριάσιο Πεδίο, έσπασε το πόδι του ιδιαίτερα άσχημα και μεταφερόταν σε φορείο. Με τις δυνάμεις τουνα εισχωρούν στην Αθήνα καινα καταφέρνουν να θέσουν υπό τον έλεγχο τους το κτήριο της Ακαδημίας, ο Άρατος έπεισε τον Διογένη, ανώτατο αξιωματικό των Μακεδονικών δυνάμεων της ευρύτερης περιοχής, νατου πουλήσει τονΠειραιά, τηΜουνιχία, τηΣαλαμίνα, καιτοΣούνιο, γιατο ποσό των 150 ταλάντων, εκτων οποίων τα 20 συμπλήρωσε με δικά του έξοδα ο ίδιος ο Άρατος.[4]
Μετο άκουσμα των εξελίξεων αυτών, οι πόλεις της Αίγινας, Ερμιόνης, καθώς καιοι περισσότερες πόλεις της Αρκαδίας σύναψαν συμμαχία μετηνΑχαϊκή Συμπολιτεία. Σύντομα έπειτα, κατέπεσε καιη τυραννίδα τουΆργουςμετον ηγέτη της Αριστόμαχονα συμμαχεί μετη συμπολιτεία καινα διορίζεται στρατηγός, και μετέπειτα στη συμμαχία εισχώρησε καιη πόλη της Φλειούς.[4]
Όταν οΚλεομένης Γ´ έγινε βασιλιάς στηΣπάρτη, επιτέθηκε εναντίον των περισσοτέρων Πελοποννησιακών πόλεων τις οποίες και λεηλάτησε. Ο Άρατος, ο οποίος υπηρετούσε τη 12η θητεία του ως στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, στάλθηκε νατον αντιμετωπίσει, και αρχικά κατέλαβε αιφνιδιαστικά τηΜαντίνεια της Αρκαδίας από τους Λακεδαιμόνιους, ωστόσο ο Κλεομένης κατόρθωσε να καταλάβει τηΜεγαλόποληκαινα τοποθετήσει φρουρά εντός της πόλεως.[4]
Επιπλέον πίσω στη Σπάρτη, ο Κλεομένης κατάργησε όλα τα πολιτικά όργανα και θεσμούς του βασιλείου ώστε ναμητου είναι εμπόδιο καινα έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Παράλληλα, ο Άρατος βλέποντας τον κίνδυνο που προέκυπτε από την εξάπλωση των Λακεδαιμονίων, επικοινώνησε μυστικά μετονΑντίγονο Γ´ Δώσων, τον νέο βασιλιά της Μακεδονίας, ζητώντας συμμαχία μαζί του. Η συμμαχία έγινε αποδεκτή, και σύντομα έπειτα οι Μακεδονικές δυνάμεις επέστρεψαν στην Πελοπόννησο, ως σύμμαχοι αυτοί τη φορά, και παράλληλα με τις υπάρχουσες Αχαϊκές φρουρές.[4]
Μετην κατάληψη της Μαντίνειας από τους Λακεδαιμονίους, καθώς και της ΤεγέαςκαιτουΟρχομενού, αλλά και παρακολουθώντας τις εξελίξεις της συμμαχίας των Αχαιών με τους Μακεδόνες, ο Κλεομένης ζήτησε ανακωχή και συμμαχία με τους Αχαιούς μετον όρο να λάβει το αξίωμα του στρατηγού της συμπολιτείας. Το συμβούλιο των Αχαιών τον προσκάλεσε στοΆργοςγια διαπραγματεύσεις, ωστόσο όταν ο Κλεομένης εμφανίστηκε έφερε μαζί τουκαι όλο τον στρατό στην περιοχή της Λέρνης, λίγο έξω από το Άργος. Η εξέλιξη αυτή ανησύχησε τον Άρατο, ο οποίος παρήγγειλε στον Κλεομένη πως μπορούσε να φέρει εντός της πόλης του Άργους, μόνο 300 Σπαρτιάτες, ως καλούς φίλους. Ο Κλεομένης προσβλήθηκε από την προσφορά αυτή, καιο έντονος διαξιφισμός που ακολούθησε μεταξύ των 2 αντρών έκανε τον Κλεομένη να κηρύξει και πάλι τον πόλεμο εναντίον της συμπολιτείας καινα τερματιστούν οι διαπραγματεύσεις.[4]
Στον πόλεμο που ακολούθησε οι σπαρτιατικές δυνάμεις κατόρθωσαν να καταλάβουν επιτυχώς πολλές από τις πόλεις της Αχαΐας, η οποία βρίσκονταν σε πορεία κατάρρευσης. Ο Άρατος αναλαμβάνοντας δραστικά μέτρα, διέταξε εκτελέσεις τωνφιλο-λακεδαιμονίων στηΣικυώνακαιτηνΚόρινθο, ωστόσο αυτό δεν στάθηκε αρκετό ώστε να αποθαρρύνει την Κόρινθο από τονα παραδοθεί στους Λακεδαιμονίους οι οποίοι την οχύρωσαν.[4]
Στα βόρεια, οιΑιτωλοίκαιοιΑθηναίοι αρνήθηκαν να προσφέρουν επιπλέον βοήθεια στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, ενώ ο Άρατος ήταν πλέον αποδυναμωμένος πολιτικά, καιοι ελπίδες τουγια επιτυχή αντιμετώπιση της κρίσης λιγόστευαν.[4]
Παρόλα αυτά, ο Κλεομένης προσπάθησε να δείξει σεβασμό απέναντι στον Άρατο, επιθυμώντας παράλληλα καιτην απόκτηση πολιτική επιρροής εντός των κόλπων της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Έτσι η κατοικία του Άρατου στην Κόρινθο θα παρέμενε ανενόχλητη, ενώ ο Κλεομένης θα πρόσφερε στον Άρατο τιμητική σύνταξη 12 ταλάντων. Ο Άρατος αρνήθηκε να δεχθεί τη συμφωνία αυτή, λέγοντας πως πλέον δεν έχει τη δύναμη να ελέγχει τις εξελίξεις, αλλά οι εξελίξεις ελέγχουν αυτόν. Θυμωμένος από την απάντηση του αυτή ο Κλεομένης, ξεκίνησε μεγάλη εκστρατεία εναντίον των περιοχών της Σικυώνας.[4]
Παράλληλα, οι Αιτωλοί είχαν στραφεί και πάλι εναντίον των Αχαιών, και κατά τη μάχη στην περιοχή της ΚαφυάςστηνΑρκαδίαο Άρατος γνώρισε οδυνηρή ήττα το 220 π.Χ, τέτοιας έκτασης, όπου 2.000 Αχαιοί στρατιώτες εγκατέλειψαν τη μάχη αφότου ο Άρατος κρίνοντας λανθασμένα τους έστειλε να επιτεθούν τους Αιτωλούς οι οποίοι κατείχαν πλεονεκτική θέση επί ανηφορικού εδάφους. Του ασκήθηκε ιδιαίτερα οξεία κριτική από το συμβούλιο των Αχαιών γιατην ήττα αυτή, και έτσι ο Άρατος έχασε ακόμα περισσότερο την αυτοπεποίθηση του.[7]
Μετά από πολιορκία 3 μηνών από τους Σπαρτιάτες στην πόλη της Σικυώνας, το 224 ο Άρατος ζήτησε από τηνΑχαϊκή Συμπολιτείανα δοθεί η πόλη της Κορίνθου στους Μακεδόνες, καθώς οΑντίγονος Γ´ Δώσων είχε θέσει τον όρο αυτό ως προϋπόθεση πλήρους συμμαχίας και στρατιωτικής βοήθειας εναντίον των Λακεδαιμονίων. Κατά τη συνέλευση τουστοΑίγιοτο συμβούλιο της συμπολιτείας ενέκρινε την πρόταση αυτή. Ωστόσο η απόφαση αυτή δεν έγινε δεκτή ευμενώς από μερίδα κατοίκων της Κορίνθου, οι οποίοι κατέστρεψαν ότι είδους ιδιοκτησία κατείχε ο Άρατος στην πόλη και πρόσφεραν την κατοικία τουστον Κλεομένη.[4]
Ο Άρατος κατόπιν συναντήθηκε μετον Αντίγονο στις Πηγές, μετον Μακεδόνα βασιλιά να έχει φέρει μαζί του δύναμη 20.000 πεζών και 1.300 ιππέων. Αφότου αντάλλαξαν τους όρκους της μεταξύ τους συμμαχίας, και παρά το ιστορικό των στρατιωτικών συγκρούσεων του Άρατου με τους Μακεδόνες, ο Άρατος ανακάλυψε πως ο Αντίγονος τον θαύμαζε.[4]
Η διαφορά που έφερε η συμμαχία με τους Μακεδόνες φάνηκε άμεσα, καθώς η ενδυναμωμένη Αχαϊκή Συμπολιτεία διέλυσε τις σπαρτιατικές δυνάμεις, καιοι σημαντικές πόλεις τουΆργους, της Κορίνθου, της Μαντίνειας, καθώς και όλες οι υπόλοιπες πόλεις που είχαν κατακτήσει οι Λακεδαιμόνιοι ανακαταλήφθηκαν. Μετά την οριστική ήττα που γνώρισε στηΣελλασία της Λακωνίαςτο 222 π.Χ., ο Κλεομένης αναγκάστηκε να διαφύγει στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων όπου την περίοδο εκείνη ηγεμόνας της ήταν οΠτολεμαίος Γ´ Ευεργέτης, ενώ οΠτολεμαίος Β´, φίλος του Άρατου, είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν.[4]
Οι σχέσεις μεταξύ του Αντίγονου καιτου Άρατου υπήρξαν ιδιαίτερα θερμές, τόσο, ώστε ο Άρατος μετονόμασε την πόλη της ΜαντίνειαςσεΑντιγόνεια προς τιμή του συμμάχου του.[4] Ενδεικτικά, σε άλλο περιστατικό αναφέρεται πως ο Αντίγονος καιο Άρατος καθώς παρακολουθούσαν ως θεατές κάποιες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις στην Κόρινθο, λόγω του κρύου που επικρατούσε, μοιράστηκαν μεταξύ τους τον ίδιο μανδύα.[4]
Ωστόσο οι Πελοποννήσιοι ασκούσαν ιδιαίτερη κριτική στον Άρατο, παραπονούμενοι πως επέτρεπε στους Μακεδόνες να κάνουν ότι θέλουν μετονα λεηλατούν την ύπαιθρο καινα εκτελούν αδιακρίτως όποιον τους αντιστέκονταν. Ο Άρατος άρχισε να παρατηρεί πως επανεγείρονταν πολλοί από τους ανδριάντες των παλαιών τυράννων, ενώ αυτοί των ατόμων που είχαν απελευθερώσει την Κόρινθο κατεδαφίζονταν, με εξαίρεση τον ανδριάντα του ίδιου του Άρατου.[4]
Επιστρέφοντας στη Μακεδονία, ο Αντίγονος εκστράτευσε εναντίον τωνΙλλυριώνοι οποίοι αποτελούσαν διαχρονική απειλή, ωστόσο σκοτώθηκε σε μάχη της εκστρατείας αυτής. Ο ανιψιός του, Φίλιππος Ε´, σύντομα ανέλαβε νέος βασιλιάς της Μακεδονίας, και επισκέφτηκε την Κόρινθο ώστε να γνωριστεί μετον Άρατο καινα γνωρίσει την πόλη, συνεχίζοντας έτσι την πολιτική καλών σχέσεων που είχε οικοδομηθεί επί Αντιγόνου.[4]
Το 218 π.Χ., οι σύμβουλοι του Φιλίππου τον έπεισαν ώστε να συμμαχήσει μετονΕπίρατο, ο οποίος είχε ανακηρυχθεί στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείαςτο 219 π.Χ. και αποτελούσε εχθρό του Άρατου σκοπεύοντας νατον παραμερίσει. Παρά την εξέλιξη αυτή, ο Φίλιππος άλλαξε γνώμη όταν ανακάλυψε πως οι σύμβουλοι τουτου είχαν πει ψέματα ώστε νατον πείσουν, έτσι αφότου τους τιμώρησε, ο Άρατος απέκτησε και πάλι το αξίωμα του στρατηγού το 217 π.Χ.[7].
Με τους Μακεδόνες ναμην απειλούν πλέον τους Αχαιούς, η Αχαϊκή Συμπολιτεία άρχισε να εφησυχάζει καινα χαλαρώνει. Οι Αιτωλοί εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός αυτό γιανα εισβάλλουν ξανά στη βόρεια Πελοπόννησο καινατη λεηλατήσουν, αυτή τη φορά λαμβάνοντας και βοήθεια από τους Σπαρτιάτες στα νότια. Ο Άρατος προσωπικά ζήτησε από τον Φίλιππο να αντιμετωπίσει τους Αιτωλούς, και σύντομα έπειτα η Αιτωλία εξαναγκάστηκε σε συνθηκολόγηση.[7]
Μετη συσσωρευμένη εμπειρία του, καιτην πολυετή σταδιοδρομία τουο Άρατος αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο μέντορα του νεαρού Φιλίππου, κάτι που έκανε κάποιους από τους Μακεδόνες συμβούλους τουνατον φθονούν καινατον κακολογούν όποτε είχαν την ευκαιρία, ιδίως ο Απελλής καιο Λεόντιος. Μετά από κάποιο καιρό, εκτελέστηκαν από τον Φίλιππο.[7]
Κάποια στιγμή ο Φίλιππος Ε´, παραβλέποντας τις επιπτώσεις, και ενώ βρισκόταν επισκέπτης στην οικία του Άρατου, ξεκίνησε κρυφή σχέση μετη σύζυγο τουγιουτου Αράτου.[4]
Επιπλέον, αναφέρεται πως μέσω των απερίσκεπτων ενεργειών και εμπλοκής του, ο Φίλιππος προκάλεσε ένταση στην πόλη της Μεσσήνηςμε αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ταραχές κατά τις οποίες σκοτώθηκαν πολλοί κάτοικοι. Ο Άρατος από αυτό το συμβάν επέκρινε άσχημα τον Φίλιππο λέγοντας του πως παρότι κατέκτησε όλη την Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τα αισθήματα των ανθρώπων, κάτι που αποτελεί το ισχυρότερο φρούριο ενός βασιλιά.
Σύντομα έπειτα, οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν απότομα καιο Άρατος δεν ήθελε πλέον να συνομιλεί μετον βασιλιά, καθώς και αρνήθηκε να συμμετάσχει στη εκστρατεία του Φιλίππου εναντίον τωνΡωμαίωνστηνΉπειρο κατά τονΑ´ Μακεδονικό Πόλεμο.[4]
Μετά τη μικρής έκτασης ήττα που γνώρισε από τους Ρωμαίους, ο Φίλιππος επέστρεψε στην Πελοπόννησο, και αναμείχθηκε ξανά στα εσωτερικά ζητήματα της Πελοποννήσου προκαλώντας συγκρούσεις, κάτι που εξόργισε τον Άρατο καιτον έκανε να αντιδράσει ανοικτά πλέον εναντίον του, ενώ την περίοδο είχε πλέον μάθει γιατη σχέση της νύφης τουμετον Φίλιππο.[4]
Ο Φίλιππος είχε αρχίσει να γίνεται ολοένα και περισσότερο τυραννικός και έτσι αποφάσισε να τερματίσει τη διένεξη αυτή δολοφονώντας τον Άρατο. Σχεδιάζοντας αυτό να γίνει διακριτικά, και ενώ ο ίδιος θα είχε ήδη φύγει από την Πελοπόννησο, ανέθεσε στον Μακεδόνα στρατηγό Ταυρίωνα να δηλητηριάσει τον Άρατο με δηλητήριο το οποίο αργούσε να εμφανίσει τα συμπτώματα του. Κατόπιν, ο Άρατος άρχισε να έχει πυρετό που γινόταν όλο και υψηλότερος, καινα βήχει, ενώ το σώμα του αποδυναμωνόταν αργά αλλά σταθερά.[4]
Ο Άρατος πλέον καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα από πολιτική σκοπιά. Λίγο πριντο τέλος, ανέφερε σε ένα φίλο του πως αυτές ήταν οισυνέπειες της αγάπης του βασιλιά. Πέθανε στοΑίγιο, το 213 π.Χ.[4].
Οι κάτοικοι του Αιγίου, έκαναν ετοιμασίες ώστε νατον θάψουν με μεγάλες τιμές, όμως η πόλη της Σικυώνας ζήτησε να της δοθεί το σώμα του Άρατου ώστε να ταφεί στην πατρίδα του. Καθώς η ταφή εντός της πόλης θεωρούνταν ιεροσυλία, οι εκπρόσωποι της Σικυώνας κατέφυγαν στομαντείο των Δελφώνγιατο πως μπορούσαν να ξεπεράσουν το εμπόδιο αυτό. Η απάντηση που τους δόθηκε ήταν πως όποιο μέρος φιλοξενούσε το σώμα του Άρατου ήταν ιερό, επομένως δενθα ήταν ιεροσυλία. Έτσι ο Άρατος τάφηκε σε κεντρικό σημείο της πόλης της Σικυώνας, το οποίο ονομάστηκε Αράτειο, καιγια χρόνια έπειτα τελούνταν ετήσιες εορτές και αποδίδονταν τιμές σε αυτόν, κατά την ίδια ημερομηνία όπου ο Άρατος είχε επιστρέφει από την αρχική του εξορία και ελευθερώσει την πόλη από την τυραννία.[4]