ΟΒιλφρέντο Παρέτο (πλήρες όνομα σταιταλικά: Vilfredo Federico Damaso Pareto· Παρίσι, 15 Ιουλίου 1848 – Σελινύ Ελβετίας, 19 Αυγούστου 1923) ήταν Ιταλός μηχανικός, οικονομολόγος και κοινωνιολόγος. Απέκτησε φήμη ως ακαδημαϊκός καθηγητής χάρη στις καινοτόμες αντιλήψεις τουστα οικονομικά καιστηνοικονομετρία, ενώ άφησε πίσω τουκαι σημαντικό κοινωνιολογικό έργο[1]. Ιδιαίτερα γνωστός είναι γιατηναρχή του Παρέτο, που ονομάζεται και «κανόνας 80-20».
Γεννήθηκε στο Παρίσι από Ιταλό πατέρα (Ραφαέλε Παρέτο, 1812-1882) και Γαλλίδα μητέρα (Μαρί Μετενιέ, 1813-1889). Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας, η αδελφή του Αυρηλία είχε γεννηθεί το 1839 και η Χριστίνα το 1842. Ο πατέρας του, μηχανικός στο επάγγελμα (με ειδίκευση στις αρδεύσεις και τις αποξηράνσεις), καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια της Γένοβας, ζούσε δε αυτοεξόριστος στο Παρίσι από το 1831 γιατί ως οπαδός τουΤζουζέπε Ματσίνι, είχε συμμετάσχει σε επαναστατικά κινήματα κατά του βασιλείου της Σαβοΐας. Η οικογένεια Παρέτο επέστρεψε στην Ιταλία το 1853-4 και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Τορίνο. Μετά το πέρας των εγκυκλίων σπουδών του, ο Παρέτο φοίτησε στο Πανεπιστήμιο τουΤορίνο, από όπου πήρε δίπλωμα μαθηματικών καιτο 1870 πήρε το πτυχίο του από τη Σχολή μηχανικών[2].
Άρχισε την καριέρα τουτο 1874[1] ως μηχανικός στην εταιρεία σιδηροδρόμων στηΦλωρεντία, φτάνοντας το 1880 στο βαθμό του γενικού διευθυντή. Με διάφορα άρθρα τουσε περιοδικά συμμετείχε δραστήρια στα πολιτικά πράγματα παίρνοντας φιλελεύθερες θέσεις[2]. Ακολουθώντας τα ενδιαφέροντά του, εμβάθυνε σε θέματα οικονομικών και κοινωνικών επιστημών. Το 1880 και το 1882 έβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής σεδυο διαφορετικές εκλογικές περιφέρειες της Τοσκάνης, αλλά δεν εκλέχθηκε. Το 1889 παντρεύτηκε μετηΡωσίδα Αλεξάνδρα Μπακούνιν [Σημ 1], κόρη Ρώσου διπλωμάτη. Το 1890 γνώρισε τον σπουδαίο οικονομολόγο Μαφφέο Πανταλεόνι, χάρη στον οποίο, το 1894 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο της Λωζάνης, διαδεχόμενος τονΛεόν Βαλράς[3].
Εργάστηκε πάνω στην εξέλιξη καιτην τακτοποίηση της θεωρίας της οικονομικής ισορροπίας γιατην οποία έδωσε μερικές διαλέξεις στο Παρίσι το 1901, καλεσμένος τουΖορζ Σορέλ. Κατά τη διάρκεια της απουσίας τουη σύζυγός τουτο έσκασε μετον μάγειρα που είχαν στο σπίτι τους[2]. Κληρονόμησε από έναν θείο του μεγάλη περιουσία και συνδέθηκε μετη νεαρή Γαλλίδα Ζαν Ρεζί, την οποία γνώρισε από αγγελία σε εφημερίδα. Σταδιακά εγκατέλειψε τη διδασκαλία και αποτραβηγμένος στη βίλα τουστο Σελινύ, στις όχθες της λίμνης της Γενεύης, αφοσιώθηκε στη μελέτη της κοινωνιολογίας, απόρροια της οποίας ήταν η έκδοση της «Πραγματείας γενικής κοινωνιολογίας» το 1916.
Διατηρούσε φιλικές σχέσεις μετονΜπενίτο Μουσολίνι, από την εποχή πουο τελευταίος παρακολουθούσε τα μαθήματά του οικονομίας μεταξύ 1902 και 1904 στην Ελβετία, όπου είχε καταφύγει αυτοεξόριστος. Μουσολίνι ενστερνίστηκε κάποιες από τις απόψεις του, ίσως και διαστρεβλώνοντάς τες, ενώ από τη μεριά τουο Παρέτο τον θεωρούσε «σπουδαίο πολιτικό». Τον Οκτώβρη του 1922 ο Παρέτο του έστειλε από την Ελβετία ένα τηλεγράφημα στο οποίο, μετη φράση «τώρα ή ποτέ», τον ενθάρρυνε να καταλάβει την εξουσία[Σημ 2]. Στο τέλος του 1922 αποδέχθηκε την πρόσκληση πουτου απηύθυνε ο Μουσολίνι, ο οποίος πλέον ήταν επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης, να εκπροσωπήσει την Ιταλία στην Επιτροπή γιατη μείωση των εξοπλισμών στην Κοινωνία των Εθνών. Την 1η Μαρτίου 1923, με πρόταση της φασιστικής κυβέρνησης, διορίστηκε γερουσιαστής. Ο διορισμός δεν ολοκληρώθηκε επειδή ο Παρέτο δεν παρέδωσε στην προεδρία της Γερουσίαςτα αιτούμενα έγγραφα. Στις 19 Ιουνίου του ίδιου έτους, έλαβε διαζύγιο από την Αλεξάνδρα Μπακούνιν και παντρεύτηκε τηΖαν Ρεζί, μετά από είκοσι χρόνια συμβίωσης. Πέθανε στις 19 Αυγούστου και θάφτηκε στο νεκροταφείο του Σελινύ[2].
Ο Παρέτο επεξεργάστηκε τις οικονομικές του θεωρίες βάσει μαθηματικών θεωρημάτων, η προσπάθειά του ήταν να μεταφέρει στις οικονομικές επιστήμες την εμπειρική μέθοδο των φυσικών επιστημών. Αυτή τουη προσπάθεια είχε ως αποτέλεσμα κάποιες οικονομικές έννοιες που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στην οικονομετρία:
Ο δείκτης Παρέτο είναι δείκτης μέτρησης της ανισότητας στην κατανομή του εισοδήματος. Ισχυρίστηκε ότι σε όλες τις χώρες καισε όλες τις εποχές, η κατανομή του εισοδήματος καιτου πλούτου είναι εξαιρετικά ασύμμετρη, με λίγους να κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου. Υποστήριξε ότι σε όλες τις κοινωνίες ακολουθείται το εξής λογαριθμικό μοτίβο:
Όπου N είναι ο αριθμός των ατόμων με πλούτο υψηλότερο από το x, καιΑκαι m είναι σταθερές.
Παράδειγμα ενός πίνακα Παρέτο
Ο πίνακας Παρέτο είναι ένας ειδικός τύπος ιστογράμματος, που χρησιμοποιείται γιατην προβολή αιτιών ενός προβλήματος μετη σειρά βαρύτητας από το μεγαλύτερο στο μικρότερο. Πρόκειται για ένα στατιστικό εργαλείο που καταδεικνύει γραφικά την αρχή του Παρέτο.
Ο νόμος ή αρχή του Παρέτο, που ονομάζεται και «κανόνας 80-20», σύμφωνα μετον οποίον το 80% των αποτελεσμάτων προέρχεται από το 20% των προσπαθειών μας, δηλαδή σε κάθε κατάσταση οι ζωτικοί παράγοντες είναι 20%, ενώ οι επουσιώδεις 80%. Για παράδειγμα το 80% των κερδών μια επιχείρησης προέρχεται από το 20% των πελατών της, το 80% των παραπόνων προέρχεται από το 20% των πελατών. Ανκαι έχει κατά καιρούς αμφισβητηθεί, η αρχή θεωρείται από ταπιο δυνατά εργαλεία στον τομέα της διαφήμισης καιτου μάρκετινγκ[4].
Η κατανομή Παρέτο είναι μια κατανομή πιθανότητας που χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, ως μαθηματική πραγματοποίηση του νόμου του Παρέτο.
Το κατά Παρέτο κριτήριο (ή κατά Παρέτο βέλτιστο) είναι εκείνο κατά το οποίο, μία μεταβολή στην τιμή ή στην ποσότητα βελτιώνει τη θέση ενός χωρίς όμως παράλληλα να χειροτερεύει τη θέση κάποιου άλλου[5].
Η αλληλεπίδραση των οικονομικών και κοινωνικών καταστάσεων οδήγησε τον Παρέτο, μετο πέρασμα των χρόνων, να ασχοληθεί περισσότερο μετην κοινωνιολογία, βλέποντας την οικονομία μόνο σαν ένα μικρό μέρος της κοινωνιολογικής μελέτης[2]. Στο σύγγραμμα που δημοσιεύει το 1916, την «Πραγματεία γενικής κοινωνιολογίας», εκθέτει αναλυτικά τις απόψεις του σχετικά μετην κοινωνιολογία ως λογικο-πειραματική επιστήμη, η οποία, με βάση το υπόδειγμα των θετικών επιστημών, οφείλει να μετατρέπει τα εμπειρικά δεδομένα σε λογικούς νόμους.
Το ενδιαφέρον του στράφηκε στις αιτίες ακμής και παρακμής των μεγάλων πολιτισμών καιη διαπίστωσή τουγιατην κυκλική τους κύμανση τον έφερε στη διατύπωση της θεωρίας της κυκλοφορίας των ελίτ[6], δηλαδή της κυκλικής εναλλαγής στην εξουσία πολιτικών ομάδων που οικειοποιούνται την εξουσία με ριζοσπαστικές ιδέες, συνήθως μετην υποστήριξη τωνμη εχόντων, που ελπίζουν σε κάποια βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών διαβίωσης, και μόλις καταλάβουν την εξουσία φροντίζουν νατη διατηρήσουν, κάνοντας κάποιες δευτερεύουσες παραχωρήσεις στους συμμάχους τους από τις υπόλοιπες τάξεις. Όταν η δύναμή τους εκφυλιστεί, λόγω ακόρεστου πλουτισμού ή δογματισμού από τη μία και ανθρωπιστικών αισθημάτων από την άλλη, χάνουν την ισχύ τους και αργά ή γρήγορα χάνουν την εξουσία από άλλες αναδυόμενες ελίτ. Χαρακτηριστική είναι η ρήση του: «Η ιστορία είναι ένα νεκροταφείο από ελίτ». Γιατον Παρέτο οι ιδεολογίες, οι θρησκείες οι μύθοι καιοι θεωρίες που στηρίζουν κάθε πολιτικο-κοινωνική ανατροπή δεν είναι τίποτ’ άλλο από δικαιολογίες που επικαλούνται οι άνθρωποι, συχνά εκτων υστέρων, γιανα δικαιολογήσουν τη δράση τους[1].
Η επιστημονική κοινωνιολογία, κατά τον Παρέτο, πρέπει να εντοπίζει ποιες είναι οι σταθερές της μη λογικής κοινωνικής συμπεριφοράς καιποια είναι τα χαρακτηριστικά καιη λειτουργία του κοινωνικού λόγου. Οι νόμοι που ανακαλύπτει πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα να εντοπίζονται οι διαφορετικές προοπτικές που παρακινούν σε δράση τις μάζες. Γιατον Παρέτο, αναγκαίος όρος μιας επιστημονικής μεθόδου είναι βεβαίως η ελευθερία[7]. Μετα συγγράμματά του θέλησε να προειδοποιήσει, να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για όσες εύκολες ή ευχάριστες πολιτικές και ιδεολογίες ωθούν ένα κοινωνικό σύστημα σε παρακμή και έναν λαό στην ανελευθερία, γι' αυτό και θεωρητικοί με διαφορετική πολιτική προέλευση συμφωνούν ότι ο Παρέτο είναι ένας φιλελεύθερος στοχαστής, μετην κλασική έννοια του όρου[1], που όμως παρεξηγήθηκε λόγω των διασυνδέσεών τουμετον Μουσολίνι.
Σύμφωνα μετον Παρέτο, στα απολυταρχικά καθεστώτα υπάρχει μόνο μια φιγούρα επί σκηνής, στα επονομαζόμενα δημοκρατικά υπάρχει το κοινοβούλιο. Ο λαός στην πραγματικότητα ακολουθεί τις εντολές των αρχόντων του, που προωθούν τα δικά τους συμφέροντα, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια του λαού. Πολιτικό σύστημα όπου ο λαός εκφράζει τη θέλησή του (αν υποτεθεί ότι έχει κάποια, πράγμα αμφισβητήσιμο) χωρίς κλίκες, συνωμοσίες, λόμπι και φατρίες υφίσταται μόνο ως ευσεβής πόθος. Και αυτό ίσχυε από την αρχαιότητα και ισχύει μέχρι τις ημέρες μας[8]. Μια από τις φράσεις-κλειδιά των μελετών του είναι η εξής: «Διακυβέρνηση είναι η τέχνη της χρησιμοποίησης των υπαρχόντων αισθημάτων».
Τα αντιπολιτευτικά κόμματα παρουσιάζουν λιγότερα ελαττώματα καθόσον στερούνται όχι τη θέληση όσο την ευκαιρία για αδικοπραγία. Οιδε κυβερνώντες εκμεταλλεύονται την εξουσία τους γιανα ελέγχουν τα πράγματα καιτην καταχρώνται, ούτως ώστε να αποκομίζουν προσωπικά οφέλη. Όσο δε, περισσότερο ή λιγότερο τίμιος είναι ο λαός μιας χώρας, τόσο περισσότερο ή λιγότερο τίμια καιη κυβερνούσα ελίτ. Τα κέρδη της εξουσίας αυξάνονται όταν η παρέμβαση της κυβέρνησης σε ιδιωτικές υποθέσεις φτάνει στον σφετερισμό. Τα κόμματα πουδεν εισέρχονται στην κυβέρνηση είναι συχνά εντιμότερα, αλλά καιπιο φανατικά και μισαλλόδοξα, από τα κόμματα που ασκούν εξουσία, πάντως όλα τα κόμματα αλληλοκατηγορούνται συνεχώς για ανεντιμότητα[8]. Γι’ αυτές του τις απόψεις ο Παρέτο από άλλους χαρακτηρίστηκε πεσιμιστής και από άλλους ρεαλιστής αλλά θα μπορούσαμε μα πούμε και διαχρονικός, ενώ ο Μπάρναμ τον κατατάσσει στους μοντέρνους μακιαβελλικούς[7], για τους οποίους λέει ότι είναι οι μόνοι στοχαστές που μας είπαν όλη την αλήθεια περί εξουσίας. Ο Παρέτο χρησιμοποιεί συχνά τους όρους «ένστικτο των συνδυασμών», που αντιπροσωπεύει τις ανανεωτικές τάσεις, θεωρίες και πράξεις, και «διατήρηση των αθροισμάτων», που αντιπροσωπεύει τη συντηρητική τάση διατήρησης των προϋπαρχόντων συνδυασμών. Η εναλλαγή κυβερνήσεων καιη «κυκλοφορία των ελίτ» βασίζεται στην αέναη διαμάχη αυτών τωνδυο τάσεων. Χρησιμοποιεί μάλιστα μια γλαφυρή παρομοίωση, ονομάζει «λέοντες» τις ελίτ που κατέχουν την εξουσία και «αλεπούδες» τις αναδυόμενες ελίτ[1].
Μαζί με τους Μαξ ΒέμπερκαιΕμίλ Ντιρκέμ, ο Παρέτο υπήρξε ένας από τους τρεις ιδρυτές της σύγχρονης κοινωνιολογίας και ταυτόχρονα ο σπουδαιότερος Ιταλός οικονομολόγος. Θεωρείται κλασικός στοχαστής τόσο της οικονομίας όσο και της κοινωνιολογίας, των πολιτικών επιστημών και της Στατιστικής[2].