Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 31/12/2016.
Ηβυζαντινή λύρα ήταν μεσαιωνικό έγχορδομουσικό όργανο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, απόγονος της λύρας, που παιζόταν με δοξάρι. Στη δημοφιλή μορφή της, η λύρα ήταν ένα μουσικό όργανο με σχήμα αχλαδιού και αποτελούνταν από πέντε με τρεις χορδές. Κρατιόταν σε όρθια θέση και παιζόταν τοποθετώντας τα νύχια δίπλα στις χορδές. Δύο απομεινάρια-παραδείγματα της βυζαντινής λύρας από τοΜεσαίωνα έχουν βρεθεί σε ανασκαφές στοΝόβγκοροντ. Η ημερομηνία του πρώτου υπολογίζεται να είναι του 1190 μ.Χ. Η πρώτη γνωστή απεικόνιση του οργάνου είναι σε ένα βυζαντινό κουτί από ελεφαντόδοντο (900-1100 μ.Χ.) και διατηρείται στο Μουσείο Μπαρτζέλο της Φλωρεντίας. Όμοια τρίχορδα όργανα με δοξάρι, απόγονοι της βυζαντινής λύρας εξακολουθούν να παίζονται μέχρι σήμερα σεμετα-βυζαντινές περιοχές, όπως για παράδειγμα, η Γκαντούλκα της Βουλγαρίας, ηκρητική λύρα της ΚρήτηςκαιτωνΔωδεκανήσων, η λύρα της ΚαλαβρίαςστηνΙταλία, η θρακική καιη μακεδονική λύρα, καθώς καιηπολίτικη λύραστηνΚωνσταντινούποληκαιηλύρα ΚαππαδοκίαςστηνΚαππαδοκία της Μικράς Ασίας.
Την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο όρος «λύρα» χρησιμοποιούταν γιανα περιγράψει ένα αχλαδόμορφο μουσικό όργανο που παιζόταν με δοξάρι. Ένα αντίστοιχο όργανο ήταν το Ραμπάμπ (Rabab) που παιζόταν στον Αραβικό κόσμο της εποχής. O Πέρσης γεωγράφος Ibn Khurradadhbih του 9ου αιώνα, αναφερόμενος στην λεξικογραφική καταγωγή των μουσικών οργάνων της εποχής κατέγραψε την λύρα με δοξάρι (lūrā), μαζί μετοεκκλησιαστικό όργανο (urghun), το shilyani (πιθανότατα ένα είδος άρπας), το salandj, σαντα τυπικά όργανα των Βυζαντινών. Η λύρα διαδόθηκε ευρέως μέσω τωνΒυζαντινών εμπορικών δρόμων που συνέδεαν τις τρεις ηπείρους. Στον 11οκαι 12ο αιώνα Ευρωπαίοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τους όρους βιολί και λύρα εναλλακτικά όταν γίνεται αναφορά σε μουσικά όργανα που παίζονται με δοξάρι. Εντω μεταξύ, το ραμπάμπ, εισάγεται στη Δυτική Ευρώπη, ενδεχομένως, μέσω της Ιβηρικής χερσονήσου καιτα δύο όργανα διαδόθηκαν ευρέως σε όλη την Ευρώπη δημιουργώντας σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες μουσικά όργανα πουθα παιχτούν με δοξάρι ,όπως το μεσαιωνικό είδος βιολιού ρεμπέκ, καιτην talharpa της Σκανδιναβίας και της Ισλανδίας. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι η ιταλική λύρα da Braccio του 15ου αιώνα που θεωρείται από πολλούς ως ο προκάτοχος του σύγχρονου βιολιού.
Από άποψη οργανολογίας, η βυζαντινή λύρα είναι στην πραγματικότητα ένα όργανο που ανήκει στην οικογένεια λαούτων που παίζονται με δοξάρι. Ο όρος «λύρα» αποτελεί καιτην ορολογική επιβίωση που σχετίζεται μετη μέθοδο εκτέλεσης ενός αρχαίου ελληνικού οργάνου. Η χρήση του όρου λύρα ως όργανο που παίζεται με δοξάρι για πρώτη φορά καταγράφηκε τον 9ο αιώνα, πιθανότατα ως μετάβαση και εφαρμογή της έννοιας της λύρας του έγχορδου μουσικού οργάνου της κλασικής αρχαιότητας στο νέο έγχορδο όργανο για δοξάρι. Η βυζαντινή λύρα μερικές φορές ανεπίσημα αποκαλείται μεσαιωνικό βιολί, ή ρεμπέκ με σχήμα αχλαδιού, ή ως ένα κεμανές, όροι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σήμερα αναφερόμενοι σεμια γενική κατηγορία παρόμοιων εγχόρδων όργανα που παίζονται με δοξάρι από τρίχες αλόγου.
Η βυζαντινή λύρα είχε στο πάνω μέρος της κλειδιά για κούρδισμα πάνω σεμια επιφάνεια παρόμοια μετο μεσαιωνικό βιολί καισε αντίθεση μετο ραμπάμπ καιτο ρεμπέκ. Ωστόσο, οι χορδές έπρεπε να παιχτούν μετα νύχια πλευρικά σε αυτές χωρίς να πιέζονται από πάνω μετη σάρκα του δακτύλου, όπως στο βιολί. Η λύρα που απεικονίζεται στο βυζαντινό κουτί από ελεφαντόδοντο στο Μουσείο Μπαρτζέλο της Φλωρεντίας (900 - 1100 μ.Χ.) έχει δύο χορδές και σχήμα αχλαδιού με μακρύ σώμα και στενό λαιμό. Το ηχείο απεικονίζεται χωρίς ανοίγματα και ως αναπόσπαστο κομμάτι όμως αυτό μπορεί να οφείλεται σε αισθητική επιλογή. Οι λύρες του Νόβγκοροντ (1190 μ.Χ.) είναι πιο κοντά μορφολογικά στην λύρες του σήμερα: είχαν σχήμα αχλαδιού περίπου 40 εκατοστά, ημικυκλικά καμπυλωτά ανοίγματα στο ηχείο και λαιμό για τρεις χορδές.