Γιούγκρα ή Ούγκρα (παλαιά ρωσικά: Югра, λατινικά: Ongariae [1]) ήταν μια συλλογική ονομασία για εδάφη και λαούς μεταξύ τουποταμού ΠετσόρακαιτωνΟυραλίων (σύγχρονη βορειοδυτική Ρωσία), σταρωσικά χρονικά του 12ου-17ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η περιοχή κατοικήθηκε από τους λαούς Χάντι (γνωστοί και Οστιάκ) καιΜάνσι (Βόγουλοι). Η Γιούγκρα ήταν επίσης η πηγή γιατο όνομα της οικογένειας των ουγγρικών γλωσσών (συμπεριλαμβανομένων των γλωσσών χάντικαιμάνσι, καθώς καιτωνουγγρικών).
Ο σύγχρονος αυτόνομος θύλακας Χαντιμανσίας είναι επίσης μερικές φορές γνωστός ως Γιούγκρα καιο όρος αποτελεί κομμάτι της επίσημης ρωσικής ονομασίας.
Ο ιεραπόστολος και ταξιδιώτης του 12ου αιώνα Αμπού Χαμίντ αλ Γκαρνάτι δίνει μια από τις πρώτες περιγραφές της περιοχής, την οποία αποκαλεί Γιούραστααραβικά:
Αλλά πέρα από τοΒίσου δίπλα στηΘάλασσα του Σκότους βρίσκεται μια χώρα γνωστή μετο όνομα Γιούρα. Τα καλοκαίρια οι μέρες είναι πολύ μεγάλες εκεί, έτσι ώστε ο Ήλιος δε δύει για σαράντα ημέρες, όπως λένε οι έμποροι. Αλλά το χειμώνα οι νύχτες είναι εξίσου μεγάλες. Οι έμποροι αναφέρουν ότι το Σκότος δεν είναι μακριά (από αυτούς) και ότι οι άνθρωποι της Γιούρα πηγαίνουν εκεί και μπαίνουν σε αυτό με φακούς και βρίσκουν ένα τεράστιο δέντρο εκεί, που είναι σαν ένα μεγάλο χωριό. Αλλά πάνω από το δέντρο βρίσκεται ένα μεγάλο πλάσμα, λένε ότι είναι ένα πουλί. Και φέρνουν τα εμπορεύματα μαζί και κάθε έμπορος ορίζει τα αγαθά του εκτός από αυτά των άλλων. Και τους αφήνει ένα σημάδι και φεύγει, αλλά όταν επιστρέφει, βρίσκει εκεί εμπορεύματα, απαραίτητα γιατη χώρα του... (Αλ Γκαρνάτι: 32)
Η Χρυσή Κυρά ήταν προφανώς ένα είδωλο των κατοίκων της περιοχής. Οι πρώτες αναφορές της Χρυσής Κυράς βρίσκονται στο Χρονικό του Νόβγκοροντ του 14ου αιώνα, με αναφορά στον Άγιο Στέφανο τουΠερμ. Στη συνέχεια, το χρυσό είδωλο αναφέρεται τον 16ο αιώνα από τους υποτελείς τουΜεγάλου Δούκα της Μόσχας, που ανέθεσε να περιγράψει τις εμπορικές και στρατιωτικές διαδρομές της διευρυνόμενης Ρωσίας. Ο πρώτος μη Ρώσος, που εξέτασε τη Χρυσή Κυρά, είναι ο Ματσιέι Μιετσοβίτα, καθηγητής στοΠανεπιστήμιο της Κρακοβίας. Το χρυσό είδωλο εμφανίστηκε στον χάρτη της Μοσχοβίας τουφον Ερμπενστάιν το 1549 και σε αρκετούς μεταγενέστερους χάρτες.
Σε σχέση μετην εκστρατεία τουΓερμάκ Τιμοφέγεβιτς, τοΣιβηρικό Χρονικό αναφέρει επίσης τη χρυσή γυναίκα: ένας ετμάν του Γερμάκ, μετο όνομα Ιβάν Μπριάζγκα, εισέβαλε στην περιοχή του Μπελογκόριε το 1582 και πολεμούσε εκεί τους Ομπ-Ουγκριανούς, οι οποίοι υπερασπίζονταν τοπιο ιερό τους αντικείμενο: τη χρυσή κυρά[2].
Ο εκχριστιανισμός των Μάνσι μαζικά ξεκίνησε στις αρχές του 18ου αιώνα. Καταγράφηκαν τα λόγια του γέροντα του χωριού καιτου επιστάτη του ιερού Ναχράτς Γιεπλάγιεφ:
We all know why you have come here – you want to pervert us from our ancient beliefs with your smooth-tongued flattery and damage and destroy our revered helper, but it is all in vain for you may take our heads but this we will not let you do.
Υπάρχουν τρία ή τέσσερα γνωστά πρώιμα κρατίδια των κατοίκων της Γιούγκρα, και Χάντι και Μάνσι. ΤοΠριγκιπάτο του Πελύμ βρισκόταν στη λεκάνη του ποταμού Κόντα και εκτεινόταν από τις εκβολές του ποταμού Σόσβα κοντά στοΤαβντά. Το προπύργιο των πρίγκιπων του Πελύμ ήταν επίσης σημαντικό θρησκευτικό κέντρο. Ένα ιερό αγριόπευκο μεγάλωνε στα περίχωρα και ακόμη καιτον 18ο αιώνα οι άνθρωποι κρεμούσαν τα δέρματα των θυσιασμένων αλόγων στα κλαδιά του. Κοντά στο ιερό δέντρο βρισκόταν μια λατρευτική αποθήκη με πέντε ανθρωποειδή είδωλα και μικρότερες αποθήκες με ψηλούς πυλώνες και ανθρωπόμορφες κορυφές γύρω γιατην αποθήκευση οργάνων θυσίας. Τα οστά των θυσιασμένων ζώων αποθηκεύονταν σε ξεχωριστό κτίριο.
Το Πριγκιπάτο της Κοντίας (κυρίως Μάνσι) αποτελούσε ένα μεγάλο ημιαυτόνομο τμήμα του πριγκιπάτου του Πελύμ. Σύμφωνα μετα φορολογικά μητρώα από το 1628/29, κατοικήθηκε από 257 Μάνσι φορολογούμενους. Οι θησαυροί του Πρίγκιπα Αγάι της Κόντα ,που φυλακίστηκε από τους Ρώσους το 1594, μας δίνουν μια καλή εικόνα γιατον πλούτο των ευγενών αυτής της περιόδου. Οι Ρώσοι κατάσχεσαν δύο ασημένιες κορώνες, ένα ασημένιο κουτάλι, ένα ασημένιο ποτήρι, ένα ασημένιο σπειροειδές βραχιόλι, "πολύτιμα υφάσματα" και πολλά δέρματα και πολύτιμες γούνες[3]. Το τρίτο μέρος του πριγκιπάτου του Πελύμ ήταν η περιοχή του Ταμπάρι, στην οποία κατοικούσαν 102 ενήλικες το 1628/29. Πριν από τον ερχομό των Ρώσων, οι Μάνσι αυτής της περιοχής ήταν αγρότες και σύμφωνα μετην παράδοση, ο Γερμάκ συνέλεξε φόρο υπό μορφή σιτηρών[4].
Πιστεύεται ότι ο λαός έκανε εμπόριο με πολλές χώρες μακρινές. Αυτό το εμπόριο περιγράφηκε σε χρονικά, που αποδόθηκαν στον Αμπού Χαμίντ αλ-Γκαρνάτι, στονΆραβα ταξιδευτή του 12ο αιώνα.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, το Νόβγκοροντ ξεκίνησε στρατιωτικές εκστρατείες εναντίον των κατοίκων της Γιούγκρα, που ζούσαν με τους Σαμογέτεςστη Χώρα του Μεσονυχτίου ήδη στο τέλος της πρώτης χιλιετίας[5]. Εκείνη την εποχή, οι Ρώσοι πιθανώς ήρθαν σε επαφή με τους Μάνσι, που ζούσαν ακόμη στην Ευρώπη, κατά μήκος της άνω πορείας του ποταμού Πετσόρα, στη γειτονιά του αρχαίου βασιλείου τωνΚόμιτου Μεγάλου Περμ. Το Χρονικό του Νόβγκοροντ αφηγείται μια εκστρατεία υπό την ηγεσία τουΓιαντρέι του Νόβγκορονττο 1193, η οποία κατέληξε στην καταστροφή των δυνάμεων του Νόβγκοροντ. Η ήττα ρίχτηκε ως φταίξιμο σε ορισμένους του Νόβγκοροντ, που φέρεται να είχαν "έρθει σε επαφή με άτομα από την Γιούγκρα"[6].
Από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα, η περιοχή έπρεπε να πληρώνει φόρο υποτελείας στο Νόβγκοροντ. Όμως οι φόροι θα μπορούσαν να εισπραχθούν μόνο μέσω ένοπλων δυνάμεων. Τα χρονικά περιγράφουν διάφορες εκστρατείες αναφέροντας την έντονη αντίσταση των πριγκίπων της Γιούγκρα, που κατέφυγαν στα προπύργιά τους. Μετά την προσάρτηση τουΟύστιουγκ από τηΜόσχατον 14ο αιώνα, ξεκίνησαν οι εκστρατείες Μοσχοβιτών αντί του Νόβγκοροντ.
Τον 15ο αιώνα, τοπιο σημαντικό ρωσικό προπύργιο στηγητουΠερμκαιτο σημείο εκκίνησης για όλες τις αποστολές προς την Ανατολή ήταν η μητρόπολη, που ιδρύθηκε στον ποταμό Βιμ από τον Στέφανο τουΠερμ. Το 1455, οιΜάνσιτου Πελύμ ξεκίνησαν μια εκστρατεία υπό την ηγεσία τουπρίγκιπα Ασύκα.Η Μόσχα αντέδρασε σχηματίζοντας συμμαχία μετον Πρίγκιπα Βασίλι του Μεγάλου Περμ. Καταγράφεται σταΡωσικά Χρονικά ότι, το 1465, ως αποτέλεσμα αυτής της επιδρομής, δύο μικρότεροι πρίγκιπες (Καλπίκ και Τσεπίκ) αναγκάστηκαν να υποταχθούν στους Ρώσους καινα πληρώσουν φόρο υποτέλειας.
Το 1467, κατά τη διάρκεια μιας δεύτερης εκστρατείας, ο ίδιος ο πρίγκιπας Ασύκα συνελήφθη και μεταφέρθηκε στηΒιάτκα[7]. Το 1483, η Μόσχα έστειλε άλλη μια εκστρατεία εναντίον των αρχόντων των Γιούγκρα και Κοντίας.
Το 1499, η Μόσχα έστειλε μια μεγάλη δύναμη εναντίον της Γιούγκρα, της Κοντίας καιτων Γογουλίτσι, των ελεύθερων Βόγουλων. Ο στρατός 4.000 στρατιωτών, χρησιμοποιώντας ομάδες σκύλων και ταράνδων, έφτασε στο προπύργιο Λιάπιντων Χάντι, που βρίσκεται στο ποτάμι μετο ίδιο όνομα[8]. Στην πηγή λέγεται ότι καταλήφθηκαν 40 οχυρά και 58 πρίγκιπες Χάντι και Μάνσι συνελήφθησαν στην αποστολή. Στα τέλη του 15ου αιώνα ο Μεγάλος Δούκας της Μόσχας ανέλαβε τον τιμητικό τίτλο τουΠρίγκιπα της Γιούγκρας. Μέχρι τον 16ο αιώνα, αρκετοί πρίγκιπες της Γιούγκρας απέτισαν φόρο υποτέλειας στοΧανάτο της Σιβηρίαςκαι συμμετείχαν στις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις ενάντια σε Ρώσους εποίκους, που προστατεύονταν από Κοζάκουςκαι βοηθούς Κόμι, που κυνηγούσαν τους ντόπιους από τα σπίτια τους.
Σε απάντηση, οι Χάντι καιοι Μάνσι του Πελύμ έστειλαν συνεχώς αντι-εκστρατείες στα εδάφη του Μεγάλου Περμ. Έτσι, το έτος 1581 πέρασε στην ιστορία ως το έτος των επιδρομών του Κάιγκοροντ καιΤσέρντιν. Σύμφωνα με τις ρωσικές εκτιμήσεις, ο στρατός των Μάνσι καιοι σύμμαχοί τους ήταν 700 άτομα[9]. Η συνεχιζόμενη αντίσταση στη διάλυση των συνόρων οδήγησε στην έναρξη μιας εκστρατείας το 1582-84, που διοργανώθηκε και χρηματοδοτήθηκε από τους Στρογκάνοφκαιμε επικεφαλής τον αρχηγό των Κοζάκων Γερμάκ Τιμοφέιβιτς, που ξεκίνησε μετην καταστροφή μιας πολεμικής ομάδας Μάνσι, που είχε εισβάλει στο έδαφος των Ρώσων εποίκων και έληξε ως τιμωρητική εκστρατεία εναντίον των Μάνσι του Πελύμ καιτου συμμάχου τους, του Χανάτου της Σιβηρίας. Σε ορισμένες πηγές, ο Άλαχ, ο πρίγκιπας της Κοντίας, χαρακτηρίζεται ως σημαντικός σύμμαχος τουΧαν της Σιβηρίας Κουτσούμ.
Το 1592, ξεκίνησε μια άλλη ρωσική εκστρατεία κατά των Μάνσι του Πελύμ. Τελείωσε το 1593. Παρόλο πουτον επόμενο χρόνο, το πριγκιπάτο του Πελύμ υπέστη την απώλεια των εδαφών τουστον ποταμό Κόντα, οι Μάνσι δεν εγκατέλειψαν την αντίσταση. Το 1599, για άλλη μια φορά έφεραν "πόλεμο, κλοπή και προδοσία" στις όχθες του ποταμού Τσουσοβάγιακαιτου ποταμού Κούρια και λεηλάτησαν εκεί τους ρωσικούς οικισμούς[10].
Τον 18ο αιώνα, οι διάδοχοι των Πριγκιπάτων του Πελύμ καιτου Κόντα, πρίγκιπες Βασίλι και Φιόντορ, ζούσαν στο Πελύμ. Εκρωσίστηκανκαι ανέλαβαν διάφορα καθήκοντα γιατην τσαρική κυβέρνηση. Οι Μάνσι, ωστόσο, ακόμα τους θεωρούσαν άρχοντές τους.
Η Γιούγκρα καιτα περίχωρά της προς τα νότια θεωρούνται ο τόπος καταγωγής τωνΟύγγρων. Μία υπόθεση λέει ότι το όνομα Ουγγαρία είναι μια εκδοχή της ονομασίας Γιούγκρα (οι Ούγγροι ήταν επίσης γνωστοί σε πολλές γλώσσες ως Ugriκαι εξακολουθούν να είναι γνωστοί με αυτό το όνομα σταουκρανικά).
Ηουγγρική γλώσσα είναι επίσης ο πλησιέστερος γλωσσικός συγγενής των γλωσσών χάντι και μάνσι. Πιστεύεται ότι οι Ούγγροι μετακόμισαν δυτικά από τη Γιούγκρα, εγκαταστάθηκαν πρώτα στη δυτική πλευρά τωνΟυραλίων, στην περιοχή που είναι γνωστή ως Magna Hungaria. Στη συνέχεια μετακόμισαν στην περιοχή της Λεβεδίας[11] (σημερινή ανατολική Ουκρανία), στη συνέχεια στην περιοχή τουΕτέλ-Κουζού[11] (σημερινή δυτική Ουκρανία), φτάνοντας τελικά στηνΚαρπάθια λεκάνητον 9ο αιώνα.