ΗΙσλανδία είναι ιστορικά πολύ απομονωμένο και γλωσσικά ομοιογενές νησί, αλλά ωστόσο έχει γίνει σπίτι για πολλές γλώσσες. Ηγαελική γλώσσα ήταν η μητρική γλώσσα πολλών από τους πρώιμους Ισλανδούς. ΑνκαιηΙσλανδική ή ηΣκανδιναβική γλώσσα κυριαρχεί, οι βόρειες εμπορικές διαδρομές έφεραν τα γερμανικά, αγγλικά, ταολλανδικά, ταγαλλικάκαιτα βασκικά στην Ισλανδία. Ορισμένοι έμποροι και κληρικοί εγκαταστάθηκαν στην Ισλανδία κατά τη διάρκεια των αιώνων, αφήνοντας την επιρροή τους στον πολιτισμό, αλλά γλωσσικά κυρίως με εμπορικούς, ναυτικούς και θρησκευτικούς όρους. Εκτός από αυτά και τις λατινικές λέξεις, τα Ισλανδικά έχουν αλλάξει εντυπωσιακά λίγο από την αρχή της εγκατάστασης ανθρώπων στη χώρα (γύρω στον 9ο-10ο αιώνα).
Τα Ισλανδικά δεν είναι μόνο η εθνική γλώσσα, αλλά είναι τώρα «η επίσημη γλώσσα στην Ισλανδία» βάσει του Νόμου Αριθ. 61/2011, που εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο το 2011.[1]Η Ισλανδική Νοηματική Γλώσσα επίσης αναγνωρίστηκε επίσημα από το νόμο το 2011 ως μειονοτική γλώσσα με συνταγματικά δικαιώματα καιη πρώτη γλώσσα της κοινότητας κωφών της Ισλανδίας. Κατά τη διάρκεια της δανικής κυριαρχίας, ηδανική ήταν μια μειονοτική γλώσσα στην Ισλανδία,[2]ανκαι σήμερα ομιλείται μόνο από ένα μικρό αριθμό μεταναστών.
Η μελέτη τωναγγλικώνκαιτωνδανικών (ή άλλης σκανδιναβικής γλώσσας) είναι υποχρεωτική για τους μαθητές σε σχολεία υποχρεωτικής εκπαίδευσης[3]και επίσης σε πολλά προγράμματα δευτεροβάθμιων σπουδών, και έτσι η γνώση των δύο γλωσσών είναι ευρέως διαδεδομένη. Άλλες ξένες γλώσσες που μελετώνται συχνά είναι ταγερμανικά, ταισπανικάκαιταγαλλικά.
Οι προσωρινοί επισκέπτεςκαι κάτοικοι αποτελούν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα Ρέικιαβικ.
↑«Iceland And The Rest Of The World»(PDF). The Reykjavík Grapevine. σελ. 1. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2014. Icelandic towns were essentially turning Danish; the merchant class was Danish and well off Icelanders started speaking their language.