ΟιΕστιάδες Παρθένες (λατινικά: Virgo Vestalis) ήταν, στηνΑρχαία Ρώμη, οι ιέρειες της Βέστας, θεάς της οικογενειακής εστίας, απόδοση της ελληνικής θεάς Εστίαςστη ρωμαϊκή λατρεία. Πρωταρχικό τους καθήκον ήταν η συντήρηση της Ιερής Φωτιάς της Βέστας στο ναό της θεάς στη Ρωμαϊκή Αγορά. Το καθήκον αυτό ήταν ιδιαίτερα τιμητικό και απέδιδε μεγάλα προνόμια στις γυναίκες πουτο υπηρετούσαν. Οι Εστιάδες αποτελούσαν τα μοναδικά θηλυκά μέλη του αρχαίου ρωμαϊκού ιερατείου. Ιερά τους αντικείμενα ήταν η φωτιά της εστίας καιτο καθαρό νερό.
Διάσημες εστίαδες της ρωμαϊκής μυθολογίας είναι η Ταρπεία, κόρη του Σπούριου Ταρπήιου, που πρόδωσε τη Ρώμη στους Σαβίνους, καθώς καιηΡέα Συλβία, που βιάστηκε από τονΜαρς (ρωμαϊκό αντίστοιχο του ελληνικού θεού Άρη) και έφερε στον κόσμο τοΡωμύλο καιτο Ρώμο, ιδρυτές της Ρώμης.
Ο ιστορικός Πλούταρχος αποδίδει την ίδρυση του Ναού της Εστίας στοΝούμα Πομπίλιο, ο οποίος αρχικά όρισε δύο ιέρειες, στις οποίες αργότερα προστέθηκαν άλλες δύο, μετονΣέρβιονα ανεβάζει τον αριθμό τους σε έξι[1]. ΟΑμβρόσιος αναφέρει και μία έβδομη προς το τέλος της παγανιστικής εποχής[2].
Ο ιστορικός του2ου αιώνα, Αύλος Γέλλιος, γράφει πως η πρώτη εστίαδα απομακρύνθηκε από τους γονείς της από τον ίδιο το Νούμα Πομπίλιο. Ο Νούμα επίσης ανέθεσε στοΜέγιστο Ποντίφικα (Pontifex Maximus) να πρωτοστατεί στις τελετές, να ορίζει τους κανόνες των τελετών καινα εποπτεύει τις εστιάδες. Οι πρώτες εστιάδες σύμφωνα μετονΜάρκο Τερέντιο Βάρρο ήταν: η Γεγανία, η Βενενεία, η Κανουλεία καιη Ταρπήια.
Οι Εστιάδες Παρθένες έγιναν τελικά μια ισχυρή δύναμη με μεγάλη επιρροή στο ρωμαϊκό κράτος. Όταν ο δικτάτωρ Σύλλας περιέλαβε το νεαρό Ιούλιο Καίσαραστη λίστα θανάτου των πολιτικών του αντιπάλων, οι εστιάδες παρενέβησαν υπέρ τουκαι εξασφάλισαν συγχώρεση προς το πρόσωπό του. [3]. ΟΟκταβιανός Αύγουστος περιέλαβε τις εστιάδες σε όλες τις μεγάλες τελετές του κράτους.
Η Μεγίστη Εστιάδα Παρθένα (Virgo Vestalis Maxima) επέβλεπε τις άλλες ιέρειες και ήταν παρούσα στοΚολλέγιο των Ποντιφίκων (Collegium Pontificum). Η θητεία της κρατούσε 57 έτη. Σύμφωνα μετονΤάκιτο, η τελευταία γνωστή Μεγίστη Εστιάδα ήταν η Κοέλια Κονκορδία το380. Ο θεσμός των εστιάδων έλαβε τέλος το394, οπότε και έσβησε οριστικά η φλόγα. Οι εστιάδες διαλύθηκαν υπό τη διαταγή τουΜεγάλου Θεοδόσιου.
Οι εστιάδες παρθένες καιη ευημερία τους θεωρούνταν συνυφασμένες μετη δημόσια υγεία καιτην ευμάρεια της πόλης. Ο Σύμμαχος γράφει:
«Οι νόμοι των προγόνων μας παρέχουν στις εστιάδες παρθένες και στους υπηρέτες των θεών τη συντήρησή τους και δίκαια προνόμια. Το δώρο αυτό διατηρήθηκε απείραχτο μέχρι την εποχή των έκφυλων αργυραμοιβών, που μετέτρεψαν τη συντήρηση της ιερής αγνότητας σε μισθούς των αχθοφόρων. Σαν αποτέλεσμα του γεγονότος ξέσπασε λιμός και κακή σοδειά διέψευσε τις ελπίδες όλων των επαρχιών... ήταν μια ιεροσυλία που έκανε στείρα τη χρονιά, γιατί ήταν απαραίτητο να χάσουν όλοι αυτό που αρνήθηκαν από τη θρησκεία» [4].
ΟΖώσιμος καταγράφει[5] πως μια χριστιανή ευγενής, ηΣερένα, ανιψιά του Θεοδοσίου, μπήκε στο ναό και πήρε από το άγαλμα της θεάς ένα κόσμημα φορώντας τοη ίδια στο λαιμό της. Μια ηλικιωμένη γυναίκα εμφανίστηκε, η τελευταία των Εστιάδων, και επέπληξε τη Σερένα ζητώντας να πέσει πάνω της βαριά τιμωρία γιατη βέβηλη πράξη της. [6]. Σύμφωνα μετο Ζώσιμο, η Σερένα άρχισε να βλέπει βασανιστικά όνειρα που προέβλεπαν το θάνατό της. ΟΑυγουστίνος εμπνεύστηκε να γράψει την «Πόλη του Θεού» από τους ψιθύρους πως η άλωση της Ρώμης καιη πτώση της αυτοκρατορίας της έλαβε χώρα εξαιτίας της χριστιανικής εποχής και της αδιαλλαξίας που επέδειξε απέναντι στους παλιούς θεούς που υπεράσπιζαν την πόλη για πάνω από χίλια χρόνια.
Οι Εστιάδες Παρθένες έμπαιναν στο σχήμα σε πολύ νεαρή ηλικία, πριν την εφηβεία, και ορκίζονταν σε αγαμία γιατα επόμενα 30 χρόνια της ζωής τους. Αυτά τα τριάντα χρόνια χωρίζονταν σε τρεις δεκαετίες: δέκα για μαθητεία, δέκα για υπηρεσία και δέκα για διδασκαλία. Μετά μπορούσαν να παντρευτούν αντο ήθελαν [7]. Ωστόσο λίγες αποφάσιζαν να αφήσουν το κύρος καιτη διαβίωσή τους μες την πολυτέλεια. Αυτό απαιτούσε να αφεθούν στην εξουσία ενός άντρα, με όλες τις απαγορεύσεις που επέβαλε ο Ρωμαϊκός Νόμος. Από την άλλη, για έναν άντρα γάμος μεμια πρώην Εστιάδα θεωρούταν μεγάλη τιμή.
Ο αρχιερέας Μέγιστος Ποντίφικας έκανε τις επιλογές ανάμεσα σε ένα μεγάλο σύνολο από κορίτσια μεταξύ των έξι και δέκα ετών. Γιανα εξασφαλίσουν την ένταξή τους στο σχήμα έπρεπε ναμην έχουν σωματικά ή ψυχικά ελαττώματα, ναζουνκαιοι δύο τους γονείς καινα είναι κόρες κατοίκων της Ιταλίας που γεννήθηκαν ελεύθεροι. Άφηναν το πατρικό τους σπίτι, γίνονταν δεκτές από τον Μέγιστο Ποντίφικα καιτα μαλλιά τους κουρεύονταν. Ο Ποντίφικας έδειχνε την επιλογή τουμετα λόγια:
«Σε παίρνω, Άματα, γιανα γίνεις εστιάδα ιέρεια, πουθα τελεί τις ιερές τελετές όπως ορίζει να κάνει μια εστιάδα ιέρεια ο νόμος για χάρη του ρωμαϊκού λαού, με τους ίδιους όρους με εκείνη που ήταν εστιάδα με τους καλύτερους όρους»[8].
Τώρα οι κοπέλες βρίσκονταν υπό την προστασία της θεάς. Αργότερα, όταν κατέστη πια δύσκολο να βρίσκονται κατάλληλα κορίτσια, έγιναν δεκτές και κόρες πληβείων και αργότερα απελεύθερων ανδρών[9].
Στα καθήκοντά τους περιλαμβανόταν η συντήρηση της ιερής φλόγας της Βέστας, θεάς της εστίας καιτου σπιτιού, η συλλογή νερού από μια ιερή πηγή, η προετοιμασία του φαγητού που χρειαζόταν στις τελετές καιη φροντίδα των ιερών αντικειμένων στο σκευοφυλάκιο του ναού[10]. Συντηρώντας την ιερή φωτιά της Βέστας, από την οποία ο καθένας μπορούσε να πάρει φλόγα για προσωπική του χρήση στο σπίτι, λειτουργούσαν κατά κάποιο τρόπο ως οικονόμοι κάθε σπιτιού της Ρώμης, υπό θρησκευτικό πρίσμα. Κατά την αυτοκρατορική εποχή, η ιερή φωτιά αντιμετωπιζόταν ως η φωτιά του οίκου του αυτοκράτορα.
Στις εστιάδες ανατέθηκε κατά καιρούς να φυλάξουν με ασφάλεια διαθήκες σημαντικών ανθρώπων όπως οΙούλιος ΚαίσαρκαιοΜάρκος Αντώνιος. Επιπροσθέτως, οι εστιάδες πρόσεχαν και ορισμένα ιερά αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένου τουΠαλλαδίου. Επίσης έφτιαχναν ένα ειδικό αλεύρι που ονομάζεται “mola salsa”καιτο οποίο χρησιμοποιούνταν σε όλες τις δημόσιες προσφορές προς κάποιον θεό.
Η παρουσία τους θεωρούταν απαραίτητη σε πολυάριθμες δημόσιες εκδηλώσεις και τελετές, και όπου κιαν πήγαιναν μεταφέρονταν με ένα carpentum, ένα σκεπασμένο δίτροχο, του οποίου προπορευόταν ένας ραβδούχος, και είχαν προτεραιότητα.
Στις δημόσιες εκδηλώσεις, όπως στους αγώνες και άλλες παραστάσεις, είχαν κρατημένη τιμητική θέση.
Αντίθετα με τις περισσότερες Ρωμαίες, δεν ήταν υποκείμενες στο patria potestas και ήταν έτσι ελεύθερες να έχουν προσωπική ιδιοκτησία, να κάνουν διαθήκη καινα ψηφίζουν.
Παρείχαν αποδείξεις χωρίς να ορκίζονται.
Με δεδομένο τον αδιάφθορο χαρακτήρα τους, τους παρέδιδαν για φύλαξη σημαντικές διαθήκες και κρατικά έγγραφα.
Θεωρούνταν ιερές: θάνατος ήταν η ποινή για κάποιον που τις τραυμάτιζε και είχαν συνοδούς για προστασία από επιθέσεις.
Είχαν τη δύναμη να απελευθερώνουν καταδικασμένους και σκλάβους αγγίζοντάς τους – αν ένα πρόσωπο καταδικασμένο σε θάνατο συναντούσε μια εστιάδα στον δρόμο προς το πεδίο εκτέλεσης, λάμβανε χάρη αυτομάτως.
Τους επιτρεπόταν να πετούν τελετουργικά ομοιώματα από άχυρο, που ονομάζονταν Αργκέι, στον ποταμό Τίβερη στις 15 Μαΐου. [11][12]
Τονα αφεθεί η ιερή φλόγα της Βέστας να σβήσει, υπονοώντας πως η θεά απέσυρε την προστασία της από την πόλη, ήταν σημαντικό παράπτωμα και τιμωρούταν με μαστίγωση [13]. Η αγνότητα των εστιάδων θεωρούταν συνυφασμένη μετην υγεία του ρωμαϊκού κράτους. Όταν έμπαιναν στο σχήμα τα κορίτσια άφηναν πίσω την εξουσία του πατέρα και γίνονταν κόρες του κράτους. Κατ’ επέκταση οποιαδήποτε σαρκική σχέση με έναν πολίτη θεωρούταν αιμομιξίακαι πράξη προδοσίας[14]. Η τιμωρία γιατην παραβίαση του όρκου ήταν να θαφτούν ζωντανές στο Campus Sceleratus, μια υπόγεια κάμαρα, με φαγητό και νερό λίγων ημερών.
Η αρχαία παράδοση απαιτούσε μια ανυπάκουη εστιάδα να θάβεται μέσα στην πόλη, καθώς ήταν ο μοναδικός τρόπος ναμην χυθεί το αίμα της, πράγμα που απαγορευόταν αυστηρά. Δυστυχώς, η πράξη αυτή παραβίαζε το ρωμαϊκό νόμο, που όριζε κανένα πρόσωπο ναμη θάβεται μέσα στην πόλη. Γιανα λυθεί το ζήτημα αυτό, οι Ρωμαίοι έθαβαν την ιέρεια μεμια ποσότητα τροφίμων και νερού, όχι γιανα επεκτείνουν την τιμωρία της, αλλά ώστε ναμην πεθάνει πρακτικά μες την πόλη, αλλά να κατέβει σε ένα «κατοικήσιμο δωμάτιο». Επιπλέον, θα πέθαινε μετη θέλησή της. Οι περιπτώσεις τέτοιας ανομίας και τιμωρίας ήταν σπάνιες[15]. Η εστιάδα Τουκκία κατηγορήθηκε για πορνεία, (μετη σημασία της εκτός γάμου ερωτικής σχέσης και όχι κατ' ανάγκην επ' αμοιβή) αλλά απαλλάχτηκε από την κατηγορία διότι μετέφερε νερό σε ένα κόσκινο γιανα αποδείξει την αθωότητά της.
Η μέθοδος απόδειξης ότι ημια εστιάδα διέπραξε παράπτωμα θα μπορούσε να θεωρηθεί μη επιστημονική βάσει των σύγχρονων προτύπων. Επειδή η παρθενία μιας εστιάδας θεωρούταν συνυφασμένη μετην ιερή φλόγα, ανη φλόγα έσβηνε μπορεί να σήμαινε πως είτε η ιέρεια δεν συμπεριφέρθηκε σωστά ή πως παραμέλησε τα καθήκοντά της. Ενώ ο θεσμός των εστιάδων διατηρήθηκε για πάνω από χίλια χρόνια, υπάρχουν μόνο δέκα καταγεγραμμένες περιπτώσεις ανομίας, καιοι συγκεκριμένες δίκες έλαβαν χώρα σε περιόδους πολιτικής κρίσης του κράτους. Υπάρχει η πιθανότητα[16]οι εστιάδες να χρησιμοποιήθηκαν σαν αποδιοπομπαίοι τράγοι. Καθώς η ευημερία του κράτους θεωρούταν πως σχετιζόταν άμεσα μετην αγνότητα καιτην πνευματική υγεία του κράτους, είναι λογικό η υποψία να βρήκε πρόσφορο έδαφος σε περιόδους κρίσης.
Για της πρώτες εστιάδες στηνΆλμπα Λόνγκα πιστεύεται πως μαστιγώνονταν μέχρι θανάτου αν είχαν σεξουαλικές σχέσεις. Ο Ρωμαίος βασιλιάς Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος όρισε την τιμωρία του θαψίματος, την οποία και επέβαλλε στην ιέρεια Πινάρια. Το μαστίγωμα με καλάμια καμιά φορά προηγούταν της ποινής, όπως συνέβη μετην Ουρμπινία το471 π.Χ. Υποψίες κίνησε η Μινούτσια εξαιτίας μιας ανεπίτρεπτης αγάπης γιατην εμφάνιση της και τις αποδείξεις που παρείχε ένας σκλάβος. Κρίθηκε ένοχη και θάφτηκε ζωντανή[17]. Παρομοίως η Ποστουρνία, ανκαι ήταν σύμφωνα μετον ιστορικό Λίβιο αθώα[18], δικάστηκε για έλλειψη αρετής, με τις υποψίες να έχει κινήσει η άσεμνη εμφάνισή της. Η Ποστουρνία τελικά έλαβε αυστηρή προειδοποίηση να συμμορφωθεί. Οι Αιμιλία, Λικινία και Μαρτία εκτελέστηκαν μετά από καταγγελία του υπηρέτη ενός βάρβαρου ιππέα. Λίγες εστιάδες παρθένες απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες. Κάποιες καθάρισαν το όνομά τους μέσα από σκληρές δοκιμασίες [12].
Ο εραστής μιας ένοχης εστιάδος μαστιγώθηκε μέχρι θανάτου στο Forum Boarium ή στο Comitium[19].
Οι πρωτεύουσες τελετές προς τιμήν της Βέστας ήταν τα Βεστάλια που εορτάζονταν από τις 7 Ιουνίου μέχρι τις 15 Ιουνίου. Μόνο στις 7 Ιουλίου, το σκευοφυλάκιο της θεάς, όπου έμπαιναν συνήθως μόνο οι ιέρειές της, ήταν προσβάσιμο στις μητέρες οικογενειών που έφερναν πιάτα με φαγητό. Στις απλές τελετές ιερουργούσαν οι εστιάδες, οι οποίες μάζευαν σιτηρά και έφτιαχναν αλμυρά αρτοσκευάσματα γιατη γιορτή. Αυτή ήταν η μοναδική φορά που έφτιαχναν τη mola salsa, καθώς ήταν η ιερότερη ημέρα γιατη Βέστας, και έπρεπε να φτιαχτεί σωστά και τέλεια, καθώς χρησιμοποιούταν σε όλες τις δημόσιες θυσίες.
Τα κύρια κομμάτια του ενδύματος μιας εστιάδος ήταν μια infula, ένα suffibulum και μία palla. Infula ονομάζεται μια μακριά καλύπτρα γιατο κεφάλι που έπεφτε στους ώμους. Συνήθως από κάτω υπήρχαν κόκκινες και λευκές μάλλινες κορδέλες. Το suffibulum ήταν μια πόρπη που συγκρατούσε την palla. Η palla ήταν ένας απλός μανδύας, καρφιτσωμένος μετην πόρπη στον αριστερό ώμο.
Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities (1898)
Parker, Holt N. "Why Were the Vestals Virgins? Or the Chastity of Women and the Safety of the Roman State", American Journal of Philology, Vol. 125, No. 4. (2004), pp. 563–601.
Samuel Ball Platner and Thomas Ashby, A Topographical Dictionary of Ancient Rome