Τοηχηρό οδοντικό τριβόμενο σύμφωνο (ΔΦΑ: <ð>) είναι σύμφωνο των ανθρώπινων γλωσσών, το ηχηρό ομόλογο του άηχου /θ/. Το σύμβολό τουστοΔΦΑ προέρχεται από το βορειοευρωπαϊκό γράφημα εθ. Τόσο ως φθόγγος όσο και ως φώνημα είναι ιδιαίτερα σπάνιο, με τις περισσότερες γλώσσες της Ευρώπης και της Ασίας ναμηντο διαθέτουν, γεγονός που προκαλεί δυσκολίες στην προφορά τουσε γλώσσες όπως τααγγλικά (γνωστό ως φατνιοποίηση, κλείσιμο και προώθηση τουth) καιταελληνικά. ΣτηνΕυρώπη είναι εμφανής η παρουσία τουσε ένα ευρύ τόξο που διατρέχει την περιφέρεια της ηπείρου από τις σκανδιναβικές γλώσσες στα αγγλικά, ταουαλικά, ταβασκικά, τις ιβηρορομανικέςκαιοξιτανορομανικές, τασαρδηνιακά, τα ελληνικά καιτααλβανικά.
Στις ιβηρορομανικές και οξιτανορομανικές γλώσσες συχνά χρησιμοποιείται γιανα δηλώσει τον αντίστοιχο προσεγγιστικό φθόγγο [ð̞]που εμφανίζεται πάντα ως αλλόφωνο του κλειστού /d/: ισπανικά (dedo: ['deð̞o],[1]καταλανικά (gaudir: [gaw'ð̞i])[2]. Κάτι αντίστοιχο λαμβάνει χώρα καισταδανικά. Μετη σειρά τους, ταισλανδικά παρουσιάζουν ένα ηχηρό φατνιακό μη συρριστικό τριβόμενο [ð̠].[3]
Στις σημιτικές γλώσσες εμφανίζεται στα στάνταρ αραβικά καισε μερικές διαλέκτους της εβραϊκής και αραμαϊκής γλώσσας. Στις τουρκικές, ημπασκίρκαιητουρκμενική διαθέτουν το ζεύγος ηχηρό/άηχο οδοντικό τριβόμενο.