ΗΚαρχηδόνα είναι πόλη της Τυνησίαςκαι ήταν το κέντρο του αρχαίου πολιτισμού των Καρχηδονίων. Η πόλη αναπτύχθηκε από μία αποικία τωνΦοινίκων της πρώτης χιλιετίας π.Χ. σε πρωτεύουσα αρχαίας αυτοκρατορίας[3].
Ο πρώτος πολιτισμός που αναπτύχθηκε εντός της σφαίρας επιρροής της πόλης αναφέρεται ως «Punic» (μια μορφή της λέξης «Φοινικικός») ή Καρχηδονιακός. Η πόλη της Καρχηδόνας βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Λίμνης Τύνιδας, η οποία βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της Τυνησίας. Σύμφωνα με Έλληνες ιστορικούς, η Καρχηδόνα ιδρύθηκε από, ομιλούντες τηνχαναανική, Φοίνικες αποίκους από τηνΤύρο (ευρισκόμενη στον σύγχρονο Λίβανο) υπό την ηγεσία της Ελίσσης, η οποία άλλαξε ονομασία (Βασίλισσα Διδώ) στηνΑινειάδατουΒιργιλίου. Εξελίχθηκε σε μεγάλη και εύπορη πόλη και, ως συνέπεια, κυρίαρχη δύναμη στην Μεσόγειο. Η αντιπαλότητα, που ήρθε ως αποτέλεσμα αυτού, με τις Συρακούσες, τηΝουμιδία, καιτηΡώμη συνοδεύτηκε από αρκετούς μεταξύ τους πολέμους, στην διάρκεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν εκατέρωθεν εισβολές στα εδάφη των άλλων.
Η εισβολή τουΑννίβαστην Ιταλία κατά την διάρκεια τουΒ΄ Καρχηδονιακού Πολέμου είχε ως αποτέλεσμα τηνίκη στις Κάννες, ενώ έθεσε σε σημαντικό κίνδυνο της συνέχιση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Ιταλία. Ωστόσο, η Καρχηδόνα βγήκε αποδυναμωμένη από αυτή την σύγκρουση μετά καιτην ήττα του Αννίβα στηνΜάχη της Ζάμαςτο 202 π.Χ. Μετά το τέλος τουΤρίτου Καρχηδονιακού Πολέμου, η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. Ωστόσο, οι Ρωμαίοι επανίδρυσαν την Καρχηδόνα, η οποία κατέστη η τέταρτη σημαντικότερη πόλη της Αυτοκρατορίας καιη δεύτερη σημαντικότερη πόλη στηνΛατινική Ανατολή. Αργότερα, αποτέλεσε την πρωτεύουσα του βραχύβιου Βασιλείου των Βανδάλων. Παρέμεινε ως μία από τις σημαντικότερες ρωμαϊκές πόλεις μέχρι καιτηΜουσουλμανική επέλαση, όταν και καταστράφηκε για δεύτερη φορά το 698.
Ο Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης περιέγραψε αναλυτικά τους πολιτικούς θεσμούς της Καρχηδόνας, ενώ θεωρούσε πως η πόλη είχε μια από τις καλύτερες πολιτικές οργανώσεις στον κόσμο, μαζί με αυτές των ελληνικών πόλεων-κρατών της Αθήνας, της Σπάρτης, της Αρχαίας Μασσαλίας, και της Κρήτης.[6]Πιο αναλυτικά στο δεύτερο βιβλίο των Πολιτικών του μεταξύ των πολιτευμάτων μετα οποία ασχολείται ειναικαιτο πολίτευμα της Καρχηδόνας.[7]Δεν ευσταθεί η άποψη που λέει ότι συνέταξε έργο υπό τον τίτλο Καρχηδονίων πολιτεία. Στο έργο τουΝόμιμα Βάρβαρα, αντιθέτως, απαριθμεί τις συνήθειες καιτα έθιμα διαφόρων λαών όπως των Καρχηδονίων οι οποιοι έφτιαξαν την τετρήρη.[8]Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του μιλάει γιατο θεσμό των συσσιτίων χωρίς περισσότερες πληροφορίες αναφορικά μετον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσής τους. Ως προς την σταθερότητα του πολιτεύματος των Καρχηδονίων την αποδίδει στην τάξη καιστην ηρεμία του δήμου καιστημη εμφάνιση τυράννου. Προς αποτροπή κοινωνικών εξεγερσεων εκ μέρους των απόρων οι Καρχηδόνιοι εγκαθιστούν αυτούς σε αποικίες ώστε να καταστούν αυτοί εύποροι.[9]Τρεις πολιτειακοί θεσμοί υπάρχουν στην Καρχηδόνα: των Εφόρων, της Γερουσίας, της Βασιλείας. Οι πρώτοι αίρονται την αρχήν αριστίνδην, οι δεύτεροι βάσει ευγενείας, ενώ στα πλαίσια του τρίτου οι φορείς της προέρχονται από το ίδιο γένος καιδεν προκαλούν εχθρότητα μεταξύ τους.[10].Οι Καρχηδόνιοι λένε ακόμη καιτο εξής˙ ότι υπάρχει χώρα της Λιβύης και άνθρωποι που κατοικούν σ’ αυτήν έξω από τις Ηράκλειες στήλες. Λένε ακόμη ότι, όταν φθάνουν στη χώρα των ανθρώπων αυτών, βγάζουν έξω τα προϊόντα τους, τα βάζουν στη σειρά στην παραλία και μπαίνουν πάλι στα πλοία και κάνουν καπνό. Οι ιθαγενείς, όταν δουντον καπνό, κατεβαίνουν στην παραλία, αφήνουν ποσότητα χρυσού, ανάλογης αξίας προς τα εμπορεύματα, και γυρίζουν πίσω . Οι Καρχηδόνιοι σπεύδουν στην ξηρά και εξετάζουν τον χρυσό. Αν καταλάβουν ότι ο χρυσός ισοφαρίζει την αξία του εμπορεύματος, τον παίρνουν και φεύγουν˙ αν όχι, μπαίνουν πάλι στα καράβια και περιμένουν. Οι ιθαγενείς πλησιάζουν και προσθέτουν χρυσό παραπάνω, μέχρι να τους ικανοποιήσουν. Κανείς, όπως λένε οι Καρχηδόνιοι, δεν αδικεί.
Η Καρχηδόνα χτίστηκε σε ένα ακρωτήριο περιτριγυρισμένο από βορρά και νότο από θάλασσα. Η τοποθεσία της πόλης την κατέστησε κυρίαρχο εμπορικό σταθμό στην Μεσόγειο. Όσα πλοία ταξίδευαν υποχρεούνταν να περάσουν μεταξύ της Σικελίαςκαιτων ακτών της Τυνησίας, όπου η Καρχηδόνα ήταν χτισμένη, αποκομίζοντάς της, έτσι, μεγάλη δύναμη και επιρροή στην ευρύτερη περιοχή.
Δύο μεγάλα, τεχνητά λιμάνια κατασκευάστηκαν εντός της πόλης, το ένα γιατην φιλοξενία του πολυάριθμου ναυτικού στόλου των 220 πλοίων που διέθετε η πόλη καιτο άλλο για εμπορική χρήση. Ένας περιτειχισμένος πύργος επέβλεπε καιτα δύο λιμάνια.
Η πόλη διέθετε ισχυρά τείχη, μήκους 37 χιλιομέτρων, μεγαλύτερα των τειχών πόλεων ανάλογου μεγέθους. Το μεγαλύτερο τμήμα των τειχών βρισκόταν από την πλευρά της στεριάς, κάτι πουανκαι μπορεί, αρχικώς, να φανεί παράξενο, είναι απολύτως λογικό, καθώς η κυριαρχία της Καρχηδόνας στη θάλασσα καθιστούσε ιδιαιτέρως απίθανη οποιαδήποτε περίπτωση επίθεσης από εκείνη την κατεύθυνση. Τα 4 με 4,8 χιλιόμετρα μήκους του τείχους που εκτεινόταν κατά μήκος τουισθμούκαι προς τα δυτικά ήταν ιδιαιτέρως μεγάλα, κάτι που εξηγεί, ουσιαστικά, τον λόγο γιατον οποίο παρέμειναν απαραβίαστα.
Η πόλη είχε μια μεγάλη νεκρόπολη ή χώρο ταφής των νεκρών, περιοχή θρησκευτικών μνημείων και ναών, υπαίθριες αγορές, βουλευτήριο, πύργους, καθώς και έναν θέατρο, ενώ ήταν χωρισμένη σε τέσσερις ισοδύναμες περιοχές κατοικίας, παρόμοιας έκτασης. Στο κέντρο της πόλης έστεκε το υπερυψωμένο φρούριο, γνωστό και ως Μπιρσά.
Η Καρχηδόνα ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους (σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, μονάχα ηΑλεξάνδρεια ήταν μεγαλύτερη)[εκκρεμεί παραπομπή], ενώ παρέμεινε τέτοια μέχρι και λίγο πριντηνπρο της βιομηχανικής επανάστασης περίοδο.
Η ιστορική μελέτη της Καρχηδόνας αποδεικνύεται ιδιαιτέρως προβληματική. Κι αυτό γιατί ο πολιτισμός καθώς καιτα επίσημα έγγραφά της καταστράφηκαν από τους Ρωμαίους μετο τέλος τουΤρίτου Καρχηδονιακού Πολέμου, με αποτέλεσμα οι πρωτογενείς Καρχηδονιακές πηγές που έχουν επιζήσει μέχρι σήμερα να είναι ελάχιστες. Ενώ υπάρχουν ορισμένες αρχαίες μεταφράσεις φοινικικών κειμένων στα ελληνικά καιτα λατινικά, με επιγραφές να διατηρούνται σε διάφορα μνημεία και κτίρια που έχουν ανασκαφεί στη Βόρεια Αφρική,[11]οι κύριες πηγές γιατην εποχή παραμένουν οιΈλληνεςκαιΡωμαίοι ιστορικοί, στους οποίους περιλαμβάνονται οιΤίτος Λίβιος, Πολύβιος, Αππιανός, Κορνήλιος Νέπως, Σίλιος Ιταλικός, Πλούταρχος, Δίων ΚάσσιοςκαιΗρόδοτος. Οι συγγραφείς αυτοί ανήκαν σε ανταγωνιζόμενους λαούς, οι οποίοι τις περισσότερες φορές βρίσκονταν σε πόλεμο μετην Καρχηδόνα.[12]Οι Ελληνικές Πόλεις συγκρούστηκαν μετην Καρχηδόνα γιατην κυριαρχία στηΣικελία,[13] ενώ οιΡωμαίοι ξεκίνησαν τρεις πολέμους ενάντια της Καρχηδόνας.[14] Δίχως ιδιαίτερη έκπληξη, τα γραφόμενά τους γιατην Καρχηδόνα είναι ιδιαιτέρως εχθρικά, ανκαι υπάρχουν ορισμένοι Έλληνες συγγραφείς οι οποίοι είχαν μιαπιο θετική ματιά, ανκαιτα συγγραφικά τους έργα έχουν χαθεί.[15]
Σύμφωνα με τις ρωμαϊκές πηγές, Φοίνικες άποικοι προερχόμενοι από τον σημερινό Λίβανο, υπό την ηγεσία της Βασίλισσας Διδώς (Ελίσσα), ίδρυσαν την Καρχηδόνα. Η Βασίλισσα Ελίσσα (γνωστή, επίσης, και ως «Αλισσάρ») ήταν εξόριστη πριγκίπισσα της παλιάς φοινικικής πόλης της Τύρου. Στο απόγειο της δύναμής της, η μητρόπολη την οποία ίδρυσε, η Καρχηδόνα, έφτασε να αποκαλείται ως η «λαμπερή πόλη», έχοντας υπό τον έλεγχό της άλλες 300 πόλεις περιμετρικά της Δυτικής Μεσογείουκαι ηγούμενη του φοινικικού κόσμου.
Ο αδερφός της Ελίσσα, Βασιλιάς Πυγμαλίων της Τύρου, είχε δολοφονήσει τον σύζυγό της, τον αρχιερέα. Η Ελίσσα κατόρθωσε να ξεφύγει από την τυραννία της ίδιας της της χώρας, ιδρύοντας τη «νέα πόλη» της Καρχηδόνας και, ως αποτέλεσμα, τις μετέπειτα κτήσεις της. Λεπτομέρειες γιατην ζωή της είναι αποσπασματικές και προκαλούν σύγχυση, όμως το παρακάτω μπορεί να βρεθεί σε αριθμό πηγών. Σύμφωνα μετον Ιουστίνο, η Πριγκίπισσα Ελίσσα ήταν κόρη του Βασιλιά Μάτεν της Τύρου (επίσης γνωστός ως Μπέλος Β΄). Όταν πέθανε, ο θρόνος μεταβιβάστηκε στην ίδια καιτον αδερφό της, Πυγμαλίωνα. Παντρεύτηκε τον θείο της Ακέρμπα (επίσης γνωστός ως Σύχος), Αρχιερέα τουΜελκάρτ, έναν άνδρα με ισχύ και πλούτο πουθα μπορούσαν να συγκριθούν μονάχα μετου βασιλιά. Αυτό οδήγησε στην αύξηση της αντιπαλότητας μεταξύ της θρησκείας και της μοναρχίας. Ο Πυγμαλίων κυβερνούσε ως τύραννος, με αγάπη τόσο γιατα πλούτη όσο και τις δολοπλοκίες, ενώ εποφθαλμιούσε την εξουσία καιτα πλούτη του Ακέρμπα.[εκκρεμεί παραπομπή]Ο Πυγμαλίων δολοφόνησε τον Ακέρμπα εντός του ναού τουκαι κράτησε κρυφή την εμπλοκή τουγια καιρό από την αδερφή του, λέγοντάς της σορία ψεμάτων σχετικά μετα αίτια θανάτου του συζύγου της. Τον ίδιο καιρό, οι κάτοικοι της Τύρου απαίτησαν να έχουν έναν μοναδικό άρχοντα.
Στορωμαϊκό έπος του Βιργιλίου, τηνΑινειάδα, ηΒασίλισσα Διδώ, η ελληνική ονομασία της Βασίλισσας Ελίσσα, παρουσιάζεται αρχικά ως μια ισχυρή προσωπικότητα που αποπνέει σεβασμό. Σε διάστημα μόλις επτά ετών, μετά την αποχώρησή τους από τηνΤύρο, οι Καρχηδόνιοι είχαν οικοδομήσει εκ νέου ένα ισχυρό βασίλειο υπό την διοίκησή της. Οι υπήκοοί της την λάτρευαν και τις επιφύλασσαν ιδιαιτέρως κολακευτικά σχόλια γιατο έργο της. Ο ευγενικός της χαρακτήρας αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο από τον Βιργίλιο, όταν αυτή θα προσφέρει άσυλο στονΑινείακαι τους άνδρες του, οι οποίοι είχαν μόλις γλιτώσει από την άλωση της Τροίας. Ένα πνεύμα υπό την μορφή του αγγελιοφόρου των θεών, Μερκούριου, σταλμένο από τονΓιούπιτερ, υπενθυμίζει στον Αινεία ότι η αποστολή τουδεν είναι να καταλύσει στην Καρχηδόνα μετον νέο του έρωτα, Διδώ, αλλά να ταξιδέψει στην Ιταλία γιανα ιδρύσει τη Ρώμη. Ο Βιργίλιος ολοκληρώνει τη διήγηση του μύθου γιατην Διδώ μετην ιστορία ότι, όταν ο Αινείας εξηγεί στην Διδώ τους λόγους της αποχώρησής του, εκείνη, ούσα απογοητευμένη, διέταξε να υψωθεί μια πυρά στο σημείο όπου θα έπεφτε πάνω στο ξίφος του Αινεία. Καθώς κοιτώταν ετοιμοθάνατη, καταράστηκε ο λαός του Αινεία να βρίσκεται πάντα σε πόλεμο μετον δικό της: «γεννηθείτε από τα κόκαλά μου, πνεύματα της εκδίκησης» (4.625, trans. Fitzgerald) λέει, σεμια πιθανή προοικονομία γιατονΑννίβα. Οι λεπτομέρειες, ωστόσο, της αφήγησης του Βιργιλίου, δεν αποτελούν κομμάτι του αρχικού μύθου και αποτελούν περισσότερο δείγμα των ρωμαϊκών αισθημάτων απέναντι στην πόλη που μόλις είχαν καταστρέψει, παράδειγμα των οποίων είναι καιη διάσημη φράση του Κάτωνα του Πρεσβύτερου, Carthago delenda est, η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί.[16]
Οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων ήταν ηγεωργίακαιτοεμπόριο. Η πόλη έγινε εμπορικό κέντρο και διέθετε σπουδαία ναυτική δύναμη, ώστε να συναγωνίζεται τους Έλληνες και τους Ετρούσκους. Κυριότερος όμως ανταγωνιστής και αντίπαλος ήταν ηΡώμη.
↑Χρήστος Μπάλογλου, «Αριστοτέλης και Καρχηδών. Η κριτική των πολιτειακών και κοινωνικοοικονομικών θεσμών της Καρχηδόνος υπό του Αριστοτέλους», Αθήνα, τομ.84 (2009-2012),σελ.70
↑Χρήστος Μπάλογλου, «Αριστοτέλης και Καρχηδών. Η κριτική των πολιτειακών και κοινωνικοοικονομικών θεσμών της Καρχηδόνος υπό του Αριστοτέλους», Αθήνα, τομ.84 (2009-2012),σελ.73
↑Χρήστος Μπάλογλου, «Αριστοτέλης και Καρχηδών. Η κριτική των πολιτειακών και κοινωνικοοικονομικών θεσμών της Καρχηδόνος υπό του Αριστοτέλους», Αθήνα, τομ.84 (2009-2012),σελ.76-78
↑Χρήστος Μπάλογλου, «Αριστοτέλης και Καρχηδών. Η κριτική των πολιτειακών και κοινωνικοοικονομικών θεσμών της Καρχηδόνος υπό του Αριστοτέλους», Αθήνα, τομ.84 (2009-2012),σελ.79-84