Ένα κιμπούτς (εβραϊκά: קִבּוּץ / קיבוץ, πληθ.: kibbutzim קִבּוּצִים / קיבוצים) είναι μιασυνειδητή κοινότηταστοΙσραήλπου παραδοσιακά βασιζόταν στη γεωργία. Τα κιμπούτζιμ ξεκίνησαν ως ουτοπικές κοινότητες, ένας συνδυασμός σοσιαλισμούκαισιωνισμού[1]. Το πρώτο που ιδρύθηκε το 1910, ήταν τοΝτεγκάνια[2]. Σήμερα, η γεωργία έχει εν μέρει αντικατασταθεί από άλλους οικονομικούς κλάδους, συμπεριλαμβανομένων βιομηχανικών μονάδων και επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας[3]. Τις τελευταίες δεκαετίες, ορισμένα κιμπούτζιμ έχουν ιδιωτικοποιηθείμε αποτέλεσμα να έχουν γίνει αλλαγές στον κοινοτικό τρόπο ζωής.
Το 2010, υπήρχαν 270 κιμπούτζιμ στο Ισραήλ με συνολικό πληθυσμό 126.000 κατοίκους[4] . Τα εργοστάσια καιτα αγροκτήματά τους αντιπροσωπεύουν το 9% της βιομηχανικής παραγωγής του Ισραήλ, αξίας 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, καιτο 40% της γεωργικής παραγωγής του, αξίας άνω των 1,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ[5]. Ορισμένα κιμπούτζιμ είχαν επίσης αναπτύξει σημαντικές βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και στρατιωτικές βιομηχανίες. Για παράδειγμα, το 2010, το κιμπούτς Σάσα, που περιλάμβανε περίπου 200 μέλη, παρήγαγε 850 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑσε ετήσια έσοδα από τη βιομηχανία πλαστικών για στρατιωτική χρήση.[6]
Σήμερα τα κιμπούτζιμ υπάγονται στο «Κοσμικό Κίνημα Κιμπούτζ» με περίπου 230 κιμπούτζιμ, στο «Θρησκευτικό Κίνημα Κιμπούτζ» με 16 κιμπούτζιμ καιστο πολύ μικρότερο υπερορθόδοξο «Poalei Agudat Yisrael» με δύο κιμπούτζιμ που διατηρεί δεσμούς μετο ομώνυμο πολιτικό κόμμα, όλα μέρος του ευρύτερου κοινοτικού κινήματος εγκατάστασης.
Τα κιμπούτζιμ ιδρύθηκαν από μέλη του κινήματος Μπιλού (Bilu) που μετανάστευσαν στηνΠαλαιστίνη. Όπως καιοιέποικοι της πρώτης Αλιγιάπου ήρθαν πριν από αυτούς και ίδρυσαν αγροτικά χωριά, οι περισσότεροι έποικοι της δεύτερης Αλιγιά σχεδίαζαν να γίνουν αγρότες- σχεδόν η μόνη διαθέσιμη κερδοφόρα εργασία στην αγροτική οικονομία της οθωμανικής Παλαιστίνης.
Η οθωμανική Παλαιστίνη ήταν ένα σκληρό περιβάλλον. ΗΓαλιλαία ήταν βαλτώδης, ταΌρη της Ιουδαίας βραχώδη καιτο νότιο τμήμα της χώρας, ηΝεγκέβ, ήταν έρημος. Γιανα γίνουν τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα, οι περισσότεροι από τους εποίκους δεν είχαν προηγούμενη γεωργική εμπειρία. Οι συνθήκες υγιεινής ήταν επίσης κακές. Ηελονοσία, οτύφοςκαιηχολέρα οργίαζαν. ΟιΒεδουίνοι έκαναν επιδρομές στα αγροκτήματα και στις κατοικημένες περιοχές. Η δολιοφθορά των αρδευτικών καναλιών καιτο κάψιμο των καλλιεργειών ήταν επίσης συνηθισμένα φαινόμενα. Η συλλογική διαβίωση ήταν οπιο λογικός τρόπος γιανα είναι κανείς ασφαλής σεμια αφιλόξενη γη. Πέρα από τους λόγους ασφαλείας, η ίδρυση μιας φάρμας ήταν ένα έργο έντασης κεφαλαίου- συλλογικά, οι ιδρυτές των κιμπούτζιμ είχαν τους πόρους γιανα δημιουργήσουν κάτι μόνιμο, ενώ ανεξάρτητα άτομα δεν τους είχαν. Εξάλλου, ηγη είχε αγοραστεί από την ευρύτερη εβραϊκή κοινότητα. Από όλο τον κόσμο, οι Εβραίοι έριχναν κέρματα στα «μπλε κουτιά» του «Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου» γιατην αγορά γης στην Παλαιστίνη. Το 1909, δέκα άνδρες και δύο γυναίκες εγκαταστάθηκαν στο νότιο άκρο της Θάλασσας της Γαλιλαίας κοντά στο αραβικό χωριό Juniya. Μέχρι τότε είχαν όλοι τους εργαστεί ως ημερομίσθιοι εργάτες που μετέτρεπαν υδροβιότοπους σε κατοικήσιμη γη, ως χτίστες ή ως εργάτες στους παλαιότερους εβραϊκούς οικισμούς. Το όνειρό τους ήταν τώρα να δουλέψουν γιατον εαυτό τους. Ονόμασαν την κοινότητά τους "Kvutzat Degania" («κοινότητα των δημητριακών»).
Μέχρι το 1914, η Ντεγκάνια είχε πενήντα μέλη. Άλλα κιμπούτζιμ ιδρύθηκαν γύρω από τηΘάλασσα της Γαλιλαίαςκαιτην κοντινή Κοιλάδα της Ιεζραέλ.
↑Sheldon Goldenberg and Gerda R. Wekerle (September 1972). «From utopia to total institution in a single generation: the kibbutz and Bruderhof». International Review of Modern Sociology2 (2): 22453–232.