ΟΛύσις είναι πλατωνικός διάλογος της πρώτης περιόδου, στον οποίο εξετάζεται το ζήτημα της φιλίας. Γίνεται απόπειρα να οριστεί η έννοιά της καινα εξακριβωθεί ποιοικαι γιατί γίνονται φίλοι. Αντικείμενο είναι ηομόφυλη φιλία, η οποία στους αρχαίους Έλληνες είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς αντιπροσώπευε δεσμό διαφορετικό από τους οικογενειακούς και τους καθαυτό ερωτικούς, χωρίς παρά ταύτα να στερείται στοιχείων στοργής ή πάθους, τα οποία συχνά ολοκλήρωναν τον ξεχωριστό χαρακτήρα της.[1]
Ο διάλογος είναι αναδιήγηση από τονΣωκράτη, προς μη κατονομαζόμενους ακροατές, συζήτησης την οποία ο φιλόσοφος είχε κάνει με νεαρούς συνομιλητές. Αυτοί ήταν οΚτήσιππος από τηνΠαιανία, φίλος και μαθητής του Σωκράτη (από τους παρευρισκόμενους κατά τις τελευταίες στιγμές του φιλοσόφου, όπως πληροφορεί οΦαίδων), ο εξάδελφος τουΜενέξενος, γιος του Δημοφώντα, γόνος αριστοκρατικής Αθηναϊκής οικογένειας, με φιλοδοξίες για σταδιοδρομία πολιτικού, όπως φαίνεται στο φερώνυμό του Πλατωνικό διάλογο (Μενέξενος), ο Λύσις, ωραίος στη μορφή και καλλιεργημένος ψυχικά, καταγόμενος από ονομαστή οικογένεια, στην αρχή της εφηβείας τουκαιοΙπποθάλης, ο υποδεέστερος χαρακτήρας του διαλόγου, λίγο μεγαλύτερος από τον Λύσι, τον οποίο αγαπά χωρίς να παρουσιάζεται ικανός νατου εμπνεύσει υψηλά συναισθήματα.
Το ότι ο Σωκράτης αντιμετωπίζει τη φιλία ως άδολο και ανιδιοτελές αίσθημα, στο οποίο κυριαρχεί η στοργή και όχι χυδαία και εγωιστικά αισθήματα, καταφαίνεται και από το γεγονός ότι κάνει αρχή της επιχειρηματολογίας του αναφερόμενος στην πατρική και μητρική αγάπη προς το παιδί. Στον περί έρωτος Πλατωνικό διάλογο Φαίδροο Σωκράτης κρίνει αυστηρά την αγάπη του εραστή προς τον ερώμενο, καταλήγοντας στην διατύπωση «ὡς λύκοι ἄρνας ἀγαπῶσιν», «ὣς παῖδαφιλοῦσιν ἐρασταί», που παρομοιάζει δηλαδή την αγάπη των εραστών για τους νεαρούς μετην αγάπη του λύκου γιατα πρόβατα. Φαίδρος [238c-241d].
Η εισαγωγική συζήτηση το Σωκράτη μετον Λύσι καταλήγει στο σύμφωνο μετο Σωκρατικό δόγμα συμπέρασμα πως η πραγματική ελευθερία και ευτυχία είναι συνδεδεμένες μετην πραγματική γνώση. Σε όσα πράγματα αγνοούμε, είμαστε άχρηστοι και είναι φυσικό ναμη μας εμπιστεύεται κανείς. Αντίθετα σε όσα γνωρίζουμε απολαμβάνουμε εμπιστοσύνης στο δημόσιο και ιδιωτικό βίο.[210b-210d].
Το οικείον (ό,τι είναι δικό μας) ταυτίζεται με ό,τι μας μοιάζει. Ο Σωκράτης διερευνά τη μόνη εκδοχή που μέχρι τώρα δεν αναλύθηκε, ν΄ αποτελείται δηλαδή το ζεύγος της φιλίας από ένα καλό πρόσωπο και από ένα πουδεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, δηλαδή για σχέση φιλίας «μεταξύ του κατόχου μια αρετής και κάποιου που αποβλέπει στηναρετή αλλά δεντην εξασφάλισε ακόμα. Ο φίλος που μας έλκει είναι ό,τιθα θέλαμε να γίνουμε».[2]
Ο διάλογος, όπως πολλοί άλλοι, φαίνεται ναμην καταλήγει σε θετικό συμπέρασμα. ΟΠλάτων εκθέτει τις εκδοχές της φιλίας στην πολυμέρεια της θεμελίωσής τουκαι τονίζει την παρουσία τουαγαθούπου, όνταςτοοικείον στοιχείο των ανθρώπων, καθοδηγεί στη φιλία μετην ιδιαίτερη ποιότητα και σημασία που έχει γιατον καθένα, αφού σε κάθε περίπτωση αποτελεί το τελικό αίτιο της φιλίας. Ο προβληματισμός του Λύσιδος προοιωνίζεται το υπερφυές Πλατωνικό Συμπόσιον.