ΗΜονή του Αγίου Ιωάννη του Στουδίου, γνωστή απλά ως Μονή Στουδίου (ή των «ακοιμήτων μοναχών»), ήταν σπουδαίο μοναστήρι αφιερωμένο στονΆγιο Ιωάννη Βαπτιστή, κτισμένο στον Ξηρόλοφο[2], τον έβδομο λόφο της Κωνσταντινούπολης, έχοντας σημαντική συμβολή στη θρησκευτική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της πόλης. Μετατράπηκε σε οθωμανικό τέμενος, γνωστό σήμερα ως Ιμραχόρ Τζαμί (İmrahor Camii).
Ιδρύθηκε μάλλον πριντο 454 από κάποιον Συγκλητικό ονόματι Στούδιο, ο οποίος είχε αναδειχθεί ύπατος της Κωνσταντινούπολης από το457και από τον οποίο πήρε καιτο όνομά της. Αυτός θαύμαζε το μοναχικό βίο και μέσα σεμια μεγάλη έκταση που κατείχε, έκτισε μια τρίκλιτη βασιλική, η οποία ήταν αφιερωμένη στον Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον πρώτο ασκητή. Εκεί εγκαταστάθηκε αδελφότητα μοναχών, που ονομάστηκαν ακοίμητοι, καθώς προσευχόταν αδιάλειπτα νυχθημερόν. ΟΘεοφάνης Ομολογητής τοποθετεί την ίδρυσή της περί το463, επί αυτοκράτορα Λέοντα Α΄και Πατριάρχου Γενναδίου Α΄.
Η Μονή Στουδίου είχε δικό της Τυπικό («Υποτύπωσιν») και πλούτισε την εκκλησιαστική υμνολογία με νέους ύμνους και κανόνες, οι οποίοι υιοθετήθηκαν αμέσως από την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, αντικαθιστώντας την παλιά υμνογραφία. Το Τυπικό της Μονής αποτέλεσε πρότυπο για πολλές άλλες, τόσο στην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όσο καιστηΡωσία, μετά τον 11ο αιώνα. Στα χρόνια τουΙωάννου Τσιμισκή, ο Ευθύμιος Στουδίτης συνέταξε το πρώτο Τυπικό τουΑγίου Όρους.
Μεγάλη ακμή γνώρισε επί των ημερών τού Θεοδώρου Στουδίτη (9ος αιώνας) και ύστερα, οπότε μετην εγκατάσταση της αδελφότητας των Σακκουδιτών, η μοναχική αδερφότητα έφτασε να αριθμεί πάνω από 700 μοναχούς. Στους αιώνες που λειτούργησε απέκτησε μεγάλη φήμη, αναδείχθηκε στην πολυπληθέστερη Μονή της Πόλης και αποτέλεσε πνευματικό κέντρο της Αυτοκρατορίας.
Οι μοναχοί της ονομάζονταν Στουδίτες καιη οργάνωση του βίου τους αποτέλεσε πρότυπο για ολόκληρο τονορθόδοξο κόσμο.
Τρεις Αυτοκράτορες[3] αποσύρθηκαν εκεί και έγιναν Στουδίτες, ενώ τρεις Στουδίτες έγιναν Πατριάρχες[4]. Έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά τηνΕικονομαχία, κατά τη διάρκεια της οποίας υπέφερε πολλά, καθώς οι μοναχοί της αναδείχτηκαν αγωνιστές της μετέπειτα Ορθοδοξίαςκαι υπερασπιστές της τιμής των εικόνων. Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας έκλεισε, καθώς της επιβλήθηκαν όροι πουοι μοναχοί αρνήθηκαν να δεχθούν. Ανασυστήθηκε το1294με τις γενναιόδωρες χορηγίες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, αδερφού του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β', και λειτούργησε μέχρι τηνΆλωση της Κωνσταντινούπολης, το1453. Τον 14ο αιώνα κατείχε την κορυφαία θέση μεταξύ των μονών της Κωνσταντινούπολης[5]καιο εκάστοτε ηγούμενός της συμμετείχε στις εργασίες της Πατριαρχικής Συνόδου.
Στη σπουδαία βιβλιοθήκη της Μονής θησαυριζόταν έγγραφα, επιστολές και υλικό που αφορούσε στα περιουσιακά στοιχεία καιτα προνόμιά της[6]. Επιπλέον, η Μονή περιλάμβανε σχολή αντιγραφέων, τα χειρόγραφα της οποίας ήταν περιζήτητα σε ολόκληρο το Χριστιανικό κόσμο και πολλά από αυτά σώζονται σε διάφορες βιβλιοθήκες της Δυτικής Ευρώπης και της Ανατολής. Στη Μονή φυλασσόταν επίσης πολλά ιερά λείψανα, μεταξύ των οποίων η κάρα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, του πατέρα του Ζαχαρία καιτου Αγίου Θεοδώρου, αλλά τα περισσότερα χάθηκαν στην περίοδο της Φραγκοκρατίας.
Η εκκλησία της Μονής, που βρίσκεται στο κέντρο του μοναστικού συγκροτήματος, ανήκει στον παλαιό τύπο της βασιλικής, όμοια με τις εκκλησίες που ανήγειρε οΜέγας Κωνσταντίνος. Αποτελείται από τρία κλίτη, μια μεγάλη πολυγωνική κόγχη γιατο ιερό, ένα γυναικωνίτη που περιβάλλει τον κυρίως ναό και ένα μεγάλο ορθογώνιο αίθριο δυτικά. Η διακόσμηση του ναού ήταν εκπληκτική, όπως αναφέρουν πολλοί περιηγητές.
Περί το1481, η βασιλική μετετράπη σε τέμενος από τον ιπποκόμο του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄, Αλβανό Ελιά Μπέη και πήρε το όνομα Μιραχόρ ή Ιμραχόρ τζαμί ή «Τζαμί του ιπποτρόφου». Το1782 κάηκε, το1894 επλήγη από σεισμό, ενώ το1920 κάηκε ξανά. Σήμερα υπάρχουν τα ερείπιά της. Το εξαιρετικό ψηφιδωτό δάπεδο του 13ου αιώνα μετα γεωμετρικά σχέδια και τις μινιατούρες ζώων και πουλιών είναι σήμερα εκτεθειμένο στον ήλιο καιτη βροχή και σιγά σιγά καταστρέφεται. Τα υπολείμματα του τεράστιου μοναστικού συγκροτήματος που ήταν διασκορπισμένα γύρω από το ναό, όπως περιγραφόταν από διάφορους περιηγητές, δεν υπάρχουν πλέον, καθώς χρησιμοποιήθηκαν από τους κατοίκους της περιοχής γιανα επανοικοδομήσουν τα σπίτια τους μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1920.
Το2013το υπουργικό συμβούλιο της Τουρκίας αποφάσισε να ανακαινιστεί καινα μετατραπεί και πάλι σε τζαμί[7].