ΤοΜοναστήρι του Αγίου Ιωάννη της Ρίλα, γνωστό και απλά ως Μοναστήρι της Ρίλα (βουλγ.Рилски манастир, Rilski manastir) είναι η μεγαλύτερη καιπιο φημισμένη ορθόδοξη μονή στηΒουλγαρία. Βρίσκεται σταΌρη Ρίλα, σε ύψος 1.147 μέτρων και 117 χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας, Σόφιας, στη βαθειά κοιλάδα του ποταμού Ρίλσκα. Το μοναστήρι έχει πάρει το όνομά από τον ιδρυτή του, τον ερημίτη Ιωάννη (Ιβάν) της Ρίλα (876 - 946 μ.Χ.) και σήμερα έχει περίπου 60 μοναχούς. Ολόκληρο το συγκρότημα της μονής καταλαμβάνει μια έκταση 8.800 m²και αποτελείται από μια μονόκλιτη βασιλική, κελιά όπου μένουν οι μοναχοί και έναν πύργο.
Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 10ο αιώνα και αποτελεί ένα από ταπιο σημαντικά πολιτισμικά, ιστορικά και αρχιτεκτονικά μνημεία της Βουλγαρίας και σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο τόσο γιατη Βουλγαρία, όσο καιγιατη Νότια Ευρώπη. Το1976 ανακηρύχθηκε εθνικό ιστορικό μνημείο της Βουλγαρίας καιτο1983 χαρακτηρίστηκε από τηνUNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς[1]. Από το1991 υπάγεται εξ' ολοκλήρου στηνΙερά ΣύνοδοτουΠατριαρχείου Βουλγαρίας. Το 2008 προσέλκυσε 900.000 επισκέπτες. Το μοναστήρι απεικονίζεται στην πίσω όψη του χαρτονομίσματος του 1 λεβ, που εκδόθηκε το 1999.
Σύμφωνα μετην παράδοση, τη μονή ίδρυσε ο ερημίτης Άγιος Ιωάννης της Ρίλας, από τον οποίο και πήρε το όνομά της, κατά την περίοδο τουΤσάρουΠέτρου Α' (927-968). Ο ερημίτης ζούσε, στην πραγματικότητα, σεμια σπηλιά χωρίς υλικά αγαθά κοντά στο μοναστήρι, το οποίο χτίστηκε από τους μαθητές του. Τα λείψανά του φυλάσσονται στη μονή.
Η μονή πάντοτε υποστηριζόταν και ήταν σεβαστή από τους Βούλγαρους άρχοντες. Μεγάλες δωρεές έγιναν από όλους σχεδόν τους τσάρους της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας μέχρι τηνΟθωμανική Κατάκτηση, καθιστώντας το μοναστήρι το πολιτισμικό και πνευματικό κέντρο της βουλγαρικής εθνικής συνείδησης, που έφτασε στο απόγειό του από το 12ο ως το 14ο αιώνα.
Στην τωρινή της θέση η μονή αναστηλώθηκε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα από τον Χρέλιο Ντραγκόλοφ, ντόπιο φεουδάρχη υπό Σερβική επικυριαρχία. Τα παλαιότερα κτίρια στο συγκρότημα χρονολογούνται από αυτή την περίοδο - ο Πύργος του Χρέλια (1334 - 1335) καιμια μικρή εκκλησία ακριβώς δίπλα του (1343). Στην εποχή αυτή ανήκουν επίσης ο επισκοπικός θρόνος καιοι πλούσια σκαλισμένες πύλες του μοναστηριού. Ωστόσο την άφιξη τωνΟθωμανώνστο τέλος του 14ου αιώνα ακολούθησαν πολυάριθμες επιδρομές καιη καταστροφή του μοναστηριού στα μέσα του 15ου αιώνα.
Χάρη σε δωρεές της Σουλτάνας Μάρα Μπράνκοβιτς, της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίαςκαι της Ρωσικής ΜονήςτουΑγίου Ορουςη Μονή της Ρίλα ανακατασκευάστηκε στα τέλη του 15ου αιώνα από τρεις αδελφούς από την περιοχή τουΚιουστεντίλ. Με ενέργειες της Σουλτάνας Μάρας Μπράνκοβιτς τα λείψανα του Ιωάννη της Ρίλα μεταφέρθηκαν από τοΤάρνοβοστο νέο συγκρότημα το 1469.
Η Μονή αποτέλεσε θύλακα τουβουλγαρικού πολιτισμού καιγλώσσας κατά την περίοδο της ξένης κυριαρχίας. Κατά την εποχή της Βουλγαρικής Εθνικής Αναγέννησης (18ος - 19ος αιώνας) καταστράφηκε από φωτιά το1833και ανοικοδομήθηκε και πάλι μεταξύ 1834και1862με χρήματα εύπορων πολιτών της χώρας, υπό το διάσημο αρχιτέκτονα Αλέξι Ρίλετς. Η ανέγερση των κτιρίων διαμονής άρχισε το 1816, ενώ το 1844 προστέθηκε ένα καμπαναριό δίπλα στον Πύργο του Χρέλιου. Ο Νεόφυτος της Ρίλα ίδρυσε αυτή την περίοδο μια σχολή στο μοναστήρι. Το μοναστήρι είναι γνωστό ως κρησφύγετο Βούλγαρων επαναστατών, όπως οΒασίλ Λέβσκι, οΓκότσε Ντέλτσεφ, ο Πέγιο Γιαβόροφ και άλλοι. Το μοναστηριακό συγκρότημα, θεωρούμενο ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της αρχιτεκτονικής της Βουλγαρικής Εθνικής Αναγέννησης, ανακηρύχθηκε εθνικό ιστορικό μνημείο το 1976 καιΜνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCOτο 1983.α[1].
Στις 25 Μαΐου2002, οΠάπας Ιωάννης Παύλος Β' επισκέφτηκε το μοναστήρι κατά τη διάρκεια του προσκυνήματός τουστηΒουλγαρίακαιτοΑζερμπαϊτζάν, προβαίνοντας παράλληλα σεμια δήλωση γιατην πλήρη απαλλαγή της Βουλγαρίας από οποιοδήποτε ρόλο στην απόπειρα δολοφονίας εις βάρος τουτο1981[2][3].
Το όλο συγκρότημα καταλαμβάνει μια έκταση 8.800 τ.μ. με μορφή ορθογωνίου, που επικεντρώνεται γύρω από την εσωτερική αυλή (3.200 τ.μ.), όπου βρίσκονται ο πύργος καιη κεντρική εκκλησία.
Η κεντρική εκκλησία του μοναστηριού χτίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα. Αρχιτέκτονάς της είναι ο Πάβελ Ιωάννοφ, που εργάστηκε για αυτή από το 1834 ως το 1837. Η εκκλησία έχει πέντε τρούλους, τρεις άγιες τράπεζες καιδυο πλαϊνά παρεκκλήσια, ενώ ένα από τα πολυτιμότερα στοιχεία στο εσωτερικό είναι το επίχρυσο εικονοστάσι, περίφημο γιατην ξυλογλυπτική του, γιατο οποίο εργάστηκαν τέσσερις τεχνίτες επί πέντε χρόνια. Οινωπογραφίες, που ολοκληρώθηκαν το 1946, είναι έργο πολλών καλλιτεχνών από τοΜπάνσκο, τοΣάμοκοβκαιτο Ράζλογκ, ανάμεσά τους οι διάσημοι αδελφοί Ζαχάρι και Ντιμιτάρ Ζόγκραφ. Η εκκλησία στεγάζει επίσης πολλές πολύτιμες εικόνες, που χρονολογούνται από το 14ο ως το 19ο αιώνα. Οι στοές στην αυλή έχουν επιρροές από τους Μαμελούκουςμετη ριγωτή ζωγραφική και τους θόλους, που έγιναν δημοφιλέστερες στηνΟθωμανική Αυτοκρατορία μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου. Είναι πραγματικά αξιόλογο θέαμα. Στην εκκλησία βρίσκεται καιτο κενοτάφιο (υπάρχει εκεί μόνο η καρδιά του) του Τσάρου Μπόρις Γ΄ της Βουλγαρίας. Στο εσωτερικό της κεντρικής εκκλησίας απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών και βίντεο.
Το τετραώροφο (χωρίς το υπόγειο) κτίριο διαμονής του συγκροτήματος αποτελείται από 300 δωμάτια, τέσσερα παρεκκλήσια, ένα αρχονταρίκι, μια κουζίνα (γνωστή γιατα ασυνήθιστα μεγάλα σκεύη της) καιμια βιβλιοθήκη, που περιέχει 250 χειρόγραφακαι 9.000 παλιά έντυπα. Το εξωτερικό του συγκροτήματος, με τους ψηλούς πέτρινους τοίχους καιτα μικρά παράθυρα μοιάζει περισσότερο με φρούριο, παρά με μοναστήρι.
Το μουσείο του Μοναστηριού της Ρίλα φημίζεται ιδιαίτερα γιατο Σταυρό του Ραφαήλ, ένα ξύλινο σταυρό φτιαγμένο από ένα κομμάτι ξύλου (81 Χ 43 εκ.). Σκαλίστηκε από ένα μοναχό, ονόματι Ραφαήλ, μετη χρήση λεπτού κοπιδιού και μεγεθυντικών φακών γιατην αναπαραγωγή 140 θρησκευτικών σκηνών και 650 μορφών σε μικρογραφία. Η εργασία γιατο καλλιτέχνημα αυτό κράτησε δώδεκα χρόνια, πριν ολοκληρωθεί το 1802, οπότε ο μοναχός έχασε το φως του. Μέσα στο μουσείο απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών και βίντεο.