Σχηματική απεικόνιση των επινεφριδίων. Το εξωτερικό στρώμα αυτών των αδένων παράγει ορμόνες που βοηθούν το σώμα να ανταποκριθεί στο στρες και ρυθμίζει την αρτηριακή πίεση καιτην ισορροπία νερού και αλατιού. Η νόσος του Άντισον προκύπτει εάν τα επινεφρίδια δεν παράγουν αρκετές από αυτές τις ορμόνες.[1]
Ηνόσος του Άντισον είναι μια σπάνια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή παραγωγή των στεροειδών ορμονών κορτιζόληςκαιαλδοστερόνης από τα δύο εξωτερικά στρώματα των κυττάρων τωνεπινεφριδίων (φλοιός των επινεφριδίων).[3]
Τα συμπτώματα της κλασικής νόσου του Άντισον, γνωστή και ως πρωτοπαθής επινεφριδιακή ανεπάρκεια, προκύπτουν από την ανεπαρκή παραγωγή αυτών των δύο ορμονών.[4]Τα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνουν κόπωση, γαστρεντερικές ανωμαλίες και αλλαγές στο χρώμα του δέρματος (μελάγχρωση). Σε ορισμένα άτομα που πάσχουν από τη νόσο μπορούν επίσης να εμφανιστούν αλλαγές στη συμπεριφορά καιστη διάθεση. Η αυξημένη απέκκριση νερού καιη χαμηλή αρτηριακή πίεση (υπόταση) μπορεί να οδηγήσουν σε εξαιρετικά χαμηλές συγκεντρώσεις νερού στο σώμα (αφυδάτωση). Τα συμπτώματα της νόσου του Άντισον συνήθως αναπτύσσονται αργά, αλλά μερικές φορές μπορεί να αναπτυχθούν γρήγορα, σεμια σοβαρή κατάσταση που ονομάζεται οξεία επινεφριδιακή ανεπάρκεια.[3]
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η νόσος του Άντισον εμφανίζεται όταν τοανοσοποιητικό σύστηματου σώματος επιτίθεται κατά λάθος στα επινεφρίδια προκαλώντας αργή και προοδευτική βλάβη στον φλοιό των επινεφριδίων (αυτοάνοση ασθένεια).[3] Άλλες αιτίες περιλαμβάνουν λοιμώξειςκαικαρκίνο.[5]
Οι εργαστηριακές εξετάσεις (αίματος και ούρων) μπορούν να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη της νόσου του Άντισον.[5][6] Άλλες εξετάσεις, όπως ηαξονική τομογραφίακαιημαγνητική τομογραφία, βοηθούν στην εύρεση της αιτίας αυτής της διαταραχής.[6][4][7]Η θεραπεία περιλαμβάνει την αντιμετώπιση της επινεφριδιακής ανεπάρκειας εφ' όρου ζωής με φάρμακα (κορτικοστεροειδή) που αντικαθιστούν τις ορμόνες πουδεν παράγει το σώμα.[4]Η δόση αναπροσαρμόζεται από τον θεράποντα γιατρό σε ειδικές καταστάσεις, όπως κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης, ασθένειας ή εγκυμοσύνης ή μετά από σοβαρό τραυματισμό.[6]
Επειδή οι περιπτώσεις της νόσου του Άντισον μπορεί ναμην διαγνωστούν, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η πραγματική συχνότητά της στον γενικό πληθυσμό. Ο συνολικός επιπολασμός εκτιμάται ότι είναι μεταξύ 40 και 60 ατόμων ανά εκατομμύριο του γενικού πληθυσμού. Η νόσος του Άντισον μπορεί δυνητικά να επηρεάσει άτομα οποιασδήποτε ηλικίας, αλλά συνήθως εμφανίζεται σε άτομα ηλικίας 30-50 ετών.[3][8]