ΤοΟπόλε (πολωνικά: Opole, γερμανικά: Oppeln, σιλεσικά: Uopole) είναι πόλη στη νότια Πολωνία, πρωτεύουσα τουβοϊβοδάτουΟπόλε. Τον Ιούνιο του 2009 είχε 125.992 κατοίκους. Είναι κτισμένη στις όχθες του ποταμού Όντερ. Η πόλη είναι η ιστορική πρωτεύουσα της Άνω Σιλεσίας.
Σύμφωνα με αρχαιολογικές ανασκαφές, ένας σλαβικός οικισμός ιδρύθηκε τον 8ο αιώνα στο Όστροβεκ, το βόρειο τμήμα του νησιού Πασιέκα, στη μέση του ποταμού Όντερ.[4]Στην περιοχή χτίστηκε κάστρο το οποίο αναφέρεται για πρώτη φορά το 845, από τον αποκαλούμενο Βαυαρό Γεωγράφο. Πιθανώς στο τέλη του 9ου αιώνα, η περιοχή έγινε τμήμα της Μεγάλης Μοραβίαςκαι πέρασε στη τσεχική σφαίρα επιρροής. Το 990, το Οπόλε, μαζί μετηΣιλεσία, πέρασαν στην κατοχή των Πολωνών και της δυναστείας Πιαστ. Το 1039, οι Τσέχοι την ανακατέλαβαν για έντεκα χρόνια.[5]
Μετά το θάνατο του Δούκα Λαδίσλαου Β΄ του Εξορίστου, η Σιλεσία χωρίστηκε το 1163 στις δύο γραμμές τωνΠιαστ, τη γραμμή Βροτσλάβσκα στη νότια Σιλεσία καιτην Οπόλσκο-Ρατσιμπόρσκα στην Άνω Σιλεσία. Το Οπόλε έγινε δουκάτο το 1172, το οποίο συχνά ενωνόταν μετο δουκάτο του Ρατσίμπορζ. Στην αρχή του 13ου αιώνα, ο δούκας Καζίμηρος Α΄ του Οπόλε αποφάσισε να μετακινήσει τον οικισμό από το νησί Πασιέκα στη δεξιά όχθη του ποταμού Όντερ, για κτιστεί στη θέση της παλιάς πόλης το νέο κάστρο του δούκα.[6]Το Οπόλε απέκτησε τα πρώτα δικαιώματα πόλης περίπου το 1217, αλλά η ημερομηνία αμφισβητείται.[7]Το 1241, ο οικισμός γύρω από το κάστρο πυρπολήθηκε από τους Τατάρους. Το 1283, η πόλη πέρασε ξανά στην κατοχή των Τσέχων.[5]
Μετον θάνατο του βασιλιά Λουδοβίκου Β΄ της Βοημίαςστημάχη του Μοχάτς, η Σιλεσία πέρασε κληρονομικά στονΦερδινάνδο Α΄καιτο Οπόλε πέρασε στην κυριαρχία τωνΑψβούργων της Αυστρίας. Οι Αψβούργοι πήραν τον έλεγχο της περιοχής το 1532, μετά τον θάνατο του τελευταίου Πιαστ δούκα, του Ιωάννη Β΄ του Καλού. ΟΦρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας κατέκτησε το μεγαλύτερο τμήμα της Σιλεσίας από την Αυστρία το 1740, κατά τη διάρκεια τωνΠολέμων της Σιλεσίας. Ηπρωσική κυριαρχία επιβεβαιώθηκε μετη συνθήκη του Μπρεσλάου το 1742. Κατά τη διάρκεια της πρωσικής κυριαρχίας, η εθνοτική σύσταση της πόλης άρχισε να αλλάζει. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο αριθμός των Πολωνών και διγλώσσων κατοίκτων του Οπόλε ήταν, σύμφωνα μετα επίσημα γερμανικά στατιστικά, ανάμεσα σε 25% και 31%.[8]Τα τείχη της πόλης γκρεμίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα, ώστε να αναπτυχθεί καλύτερα η πόλη. Η πόλη συνδέθηκε σιδηροδρομικώς μετο Βρότσλαβ το 1843 και παράλληλα αναζωπυρώθηκε η ναυτιλία στον Όντερ, οδηγώντας σε οικονομική ανάπτυξη.[5]
Μετά την ήττα της Γερμανικής ΑυτοκρατορίαςστονΑ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διεξήχθη δημοψήφισμα στις 20 Μαρτίου 1921 ώστε να αποφασιστεί αντο Οπόλε θα γινόταν μέρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ή της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας. Το αποτέλεσμα ήταν 20.816 (94,7%) υπέρ της Γερμανίας και 1.098 (5,0%) υπέρ της Πολωνίας. Στην υπόλοιπη κομητεία, το 30% ψήφισε υπέρ της Πολωνίας. Το Οπόλε ήταν διοικητική έδρα της επαρχίας της Άνω Σιλεσίας από το 1919 μέχρι το 1939. Μετά την γερμανική εισβολή στη Πολωνία, στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πολωνική ανατολική άνω Σιλεσία έγινε πάλι τμήμα της επαρχίας της Άνω Σιλεσίας και επαρχιακή πρωτεύουσα ορίστηκε τοΚατοβίτσε.
Μετά το τέλος του πολέμου καιτηδιάσκεψη του Πότσδαμ, το Οπόλε πέρασε στην κατοχή των Πολωνών. Πολλοί από τους Γερμανούς κατοίκους της πόλης εκτοπίστηκαν στη Γερμανία καιστη θέση τους εγκαταστάθηκαν Πολωνοί από τις ανατολικές εκτάσεις της χώρας. Μετά το 1950, η πόλη έγινε έδρα του βοϊβοδάτου του Οπόλε.[5]Το 1966 ιδρύθηκε στην πόλη το Πολυτεχνείο του Οπόλε. Το 1972 έγινε έδρα ρωμαιοκαθολικής επισκοπής καιτο 1994 ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο του Οπόλε.
↑W. Dziewulski, F. Hawranek, Opole - Monografia miasta, Instytut Śląski Opole 1975, p. 57.
↑Με αυτή την άποψη συμφωνούν οι W. Dziewulski, F. Hawranek, Opole - Monografia miasta, Instytut Śląski Opole 1975, p. 57 and G. A. Stenzel, Geschichte Schlesiens, T1. 1, Breslau 1853, p. 41. Την αντίθετη άποψη υιοθετεί ο K. Buczek, Targi i miasta na prawie polskim (okres wczesnośredniowieczny), Wrocław 1964, p. 114.
↑W. Dziewulski, F. Hawranek, Opole - Monografia miasta, Instytut Śląski Opole 1975, p. 263-268".