Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο. Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Γιατη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|8|06|2024}}
Κατά τη διάρκεια της ζωής τουο Μπωντλαίρ υπέστη δριμεία κριτική για τις συγγραφές τουκαιτη θεματική του. Ελάχιστοι από τους σύγχρονούς τουτον κατανόησαν. Στις 5 Ιουλίου 1857, η γαλλική εφημερίδα Le Figaro έγραφε σχετικά μετην πρόσφατη εμφάνιση τωνΑνθέων του Κακού: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε γιατην πνευματική υγεία τουκ. Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα, δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα — γιανατην καταπολεμήσει σμίγει μετο μόλυσμα».
Ο Μπωντλαίρ σήμερα αναγνωρίζεται ως σημαντικός ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών. Χαρακτηριστικά, οΜπαρμπέ ντ' Ωρεβιγύτον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής».
Σε ολόκληρο το έργο τουο Μπωντλαίρ προσπάθησε να ενυφάνει τηνομορφιάμετηνκακία, τηβίαμετηνηδονή (Une martyre), καθώς καινα καταδείξει τη μεταξύ τους σχέση. Παράλληλα μετη συγγραφή ποιημάτων σοβαρών (Semper Eadem) και σκανδαλιστικών γιατην εποχή (Delphine et Hippolyte), κατόρθωσε επίσης να εκφράσει τη μελαγχολία (Mœsta et errabunda) καιτη νοσταλγία (L' Invitation au voyage).
Ο πατέρας του Μπωντλαίρ ήταν άνθρωπος μορφωμένος, αφοσιωμένος στα ιδανικά τουΔιαφωτισμούκαι ερασιτέχνης ζωγράφος. Μετον θάνατό τουτο1827 άφησε στονΣαρλ πλούσια πνευματική κληρονομιά. Έναν χρόνο αργότερα, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Συνταγματάρχη Οπίκ, πράξη πουο Μπωντλαίρ ποτέ δεν της συγχώρεσε. Ο Οπίκ ενσάρκωνε γιατον Μπωντλαίρ όλα όσα στέκονταν ανάμεσα σε αυτόν καισε ό,τι αγαπούσε: τη μητέρα του, την ποίηση, το όνειρο, μία ζωή χωρίς δυστυχή περιστατικά. Επιστρέφοντας από το Λύκειο το1839, ο Μπωντλαίρ αποφασίζει να ζήσει τη ζωή του ενάντια στις παραδοσιακές αστικές αξίες που ενσαρκώνει η μητέρα τουκαιο πατριός του. Αποπειράται να ταξιδέψει ως τις Ινδίες, αλλά τελικά αποτυχαίνει. Το ταξίδι αυτό, ωστόσο, πρόκειται να ερεθίσει την φαντασία καιτην έμπνευσή του (αγάπη γιατην θάλασσα, οράματα τόπων εξωτικών).
Μετά την επιστροφή τουστοΠαρίσι συνδέεται μετηΖαν Ντυβάλ (Jeanne Duval), μια νεαρή μιγάδα, η οποία θατον μυήσει στις ηδονές, αλλά και στις πληγές του πάθους. Δανδής και χρεωμένος, τίθεται υπό δικαστική επιτήρηση το1842και διάγει άθλιο βίο. Αρχίζει να συνθέτει πληθώρα ποιημάτων γιατη συλλογή «Τα Άνθη του Κακού». Ως κριτικός τέχνης και δημοσιογράφος μάχεται τις μεγαλόστομες μορφές τουΡομαντισμού. Το1848 συμμετέχει στην επανάσταση των οδοφραγμάτων και λέγεται ότι παροτρύνει τους επαναστάτες να πυροβολήσουν τον πατριό του, Οπίκ. Αργότερα, συμμερίζεται την απέχθεια τωνΓκυστάβ ΦλωμπέρκαιΟυγκώγιατην κυβέρνηση τουΝαπολέοντος Γ΄. ΤαΆνθη του Κακού εκδίδονται το1857καιστην συνέχεια καταδικάζονται μερικώς «για προσβολή των δημοσίων καιτων καλών ηθών». Η επόμενη έκδοση του1861 είναι εμπλουτισμένη, αναδομημένη αλλά και ακρωτηριασμένη κατά έξι ποιήματα (Les bijoux, Le Léthé, À celle qui est trop gaie, Lesbos, Femmes damnées (το πρώτο ποίημα της συλλογής), Les métamorphoses du vampire), την δημοσίευση των οποίων απαγόρευσε ο δικαστής Πινάρ. Κατόπιν, ο ποιητής φεύγει γιατοΒέλγιοκαι εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες, όπου συγγράφει ένα φυλλάδιο γιατοΒέλγιο, το οποίο και θεωρεί καρικατούρα της γαλλικής αστικής τάξης. Επίσης, συναντά εκεί τον Φελισιέν Ροπ, ο οποίος θα εικονογραφήσει ταΆνθη.
Πεθαίνει στοΠαρίσι από πάρεση και αφασία το1867. Ενταφιάζεται στοΚοιμητήριο του Μονπαρνάς (6ο τμήμα), στον ίδιο τάφο μετον πατριό καιτην μητέρα του. Η τρίτη έκδοση των «Ανθέων» (1868) δενθαβρειτον Μπωντλαίρ εν ζωή. Μετά τον θάνατό του, η λογοτεχνική του κληρονομιά δημοπρατήθηκε και τελικά αγοράστηκε από τον εκδότη Μισέλ Λεβί για 750 φράγκα. Η δικαστική απόφαση του1857δεν ανακλήθηκε πριν από το1949, οπότε και έγινε αποκατάσταση του πλήρους έργου του Μπωντλαίρ.
«Από παιδί δύο συναισθήματα αντιμάχονταν στην καρδιά μου: η φρίκη της ζωής καιη έκσταση της ζωής.» (Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη)
Κάθε μεγάλο έργο τουΡομαντισμού μαρτυρεί αυτό το πέρασμα από τη φρίκη στην έκσταση και από την έκσταση στη φρίκη. Από εκεί εντυπώθηκε βαθιά στον Μπωντλαίρ η αίσθηση της κατάρας που βαραίνει κάθε ανθρώπινο πλάσμα μετά το προπατορικό αμάρτημα. Κατ' αυτήν την έννοια, ταΆνθη του Κακού συγγενεύουν μετοΠνεύμα του Χριστιανισμού.
Αναλύοντας την έκφρασή του «το κύμα του πάθους», οΣατωμπριάν έγραψε στον πρόλογο του 1805 του πιο πάνω έργου του: «Ο Χριστιανός πάντοτε βλέπει τον εαυτό τουσαν έναν ταξιδιώτη που απλώς διασχίζει εδώ κάτω την κοιλάδα των δακρύων καιπουδενθα ξεκουραστεί παρά μόνον στον τάφο». Γιατον Μπωντλαίρ, δεν πρόκειται απλώς για λογοτεχνία ή για έννοιες λίγο ή πολύ αφηρημένες αλλά γιατο «ζωντανό θέαμα της θλιβερής δυστυχίας [του]». Ακριβώς όπως η φύση, έτσι καιο άνθρωπος έχει σπιλωθεί από το προπατορικό αμάρτημα και, όπως στην περίπτωση τουRené ή τουWerther (Γκαίτε), ο Μπωντλαίρ νιώθει διαρκώς απέχθεια γιατο «άθλιο πλήθος» (Recueillement). Αυτό πουτον ταλανίζει πάνω από όλα είναι ο εγωισμός καιη μοχθηρία των ανθρώπων, η πνευματική τους παραλυσία καιη απουσία συναίσθησης τουτι είναι Ωραίο καιτι είναι Καλό. Το ποίημα σε πεζό La Corde, που εμπνεύστηκε από πραγματικά γεγονότα, αφηγείται την ιστορία μιας μητέρας που, αδιαφορώντας γιατην τύχη του παιδιού της που θανατώθηκε στην αγχόνη, καταφέρνει να πάρει στην κατοχή της το σχοινί της εκτέλεσης, ώστε νατο χρησιμοποιήσει για εμπορικό κέρδος.
Ο Μπωντλαίρ υπέφερε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο: τοAlbatros επιτιμά την ηδονή πουο «χύδην όχλος» βρίσκει στο Κακό, ειδικότερα μετονα βασανίζει τον ποιητή. ΣτοArt Romantique (Ρομαντική Τέχνη) ο Μπωντλαίρ παρατηρεί: «Αποτελεί θαυμαστό προνόμιο της Τέχνης, τονα μπορεί να μετατρέπει την φρίκη σε ομορφιά εκφράζοντάς την καλλιτεχνικά. Ο πόνος, όταν του δίνεται ρυθμός και μέτρο, γεμίζει το πνεύμα μεμια γαλήνια χαρά». Ποιήματα, όπως ταLe Mauvais Moine, L'Ennemi, Le Guignon, καταδεικνύουν την φιλοδοξία τουνα μεταμορφώσει τον πόνο σε ομορφιά.
Ήταν αδύνατον γιατον Μπωντλαίρ να πιστέψει ότι οποιοσδήποτε πολιτισμός θα μπορούσε να προσεγγίσει την τελειότητα. Περιφρονούσε τόσο τοσοσιαλισμό, όσο τορεαλισμόκαιτοννατουραλισμό. Όπως καιοΠόε, θεωρούσε την "πρόοδο καιτην σύγχρονη μεγάλη ιδέα, την έκσταση μιας μυγοσκοτώστρας". Συγκεφαλαιώνοντας αυτό που ονόμαζε «σύγχρονες αιρέσεις», ο Μπωντλαίρ απέρριψε επίσης την «αίρεση της παιδείας»: «ΗΠοίηση, γιατο ελάχιστο που μπορούμε να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας, να ανακρίνουμε την ψυχή μας, να θυμηθούμε τις πιο υπέροχες αναμνήσεις μας, δεν έχει άλλο σκοπό πέρα από την ίδια. (…) Εάν η υποκινούσα δύναμη του ποιητή είναι η ηθική, τότε χάνει από την ποιητική του δύναμη καιτο ξέρει καλά ότι το έργο τουθα είναι κακό» (από άρθρο γιατονΤεοφίλ Γκοτιέ).
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ποιητής δεν εξεγείρεται ενάντια στην κατάσταση της ανθρωπότητας. Εκφράζει θαυμασμό γιατα μεγάλα μεφιστοφελικά έργα του ρομαντισμού, όπως οMelmoth («μαύρο» γοτθικό μυθιστόρημα του Charles Robert Maturin). Εφόσον η ποίηση αποτελεί ουσιαστικά το αντίθετο της ανθρώπινης δυστυχίας, θεωρεί ότι δεν μπορεί παρά να είναι επανάσταση. Έτσι, η ποίηση του Μπωντλαίρ αποκτά σύγχρονη μορφή σταΜικρά Ποιήματα σε Πεζό, όπου γίνεται μαύρο χιούμορ.
Απορρίπτοντας τις πλάνες του ρεαλισμού και της «τέχνης γιατην τέχνη», ο Μπωντλαίρ στοχεύει να κατακτήσει την θεμελιώδη αλήθεια, την κοσμική ανθρώπινη πραγματικότητα στις συμπαντικές διαστάσεις της. Γράφει στοΚαλλιτεχνικό Σαλόνι του 1846: «Η πρωταρχική απασχόληση του καλλιτέχνη είναι να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην φύση, ώστε να επαναστατήσει εναντίον της. Αυτή η επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα ψυχρά, ως κάτι το δεδομένο, σαννα ήταν κάποιος κώδικας ή ρητορική. Λαμβάνει χώρα παρορμητικά και αφελώς, ακριβώς όπως η αμαρτία, όπως το πάθος, όπως η επιθυμία». ΣτοδεΚαλλιτεχνικό Σαλόνι του 1859 προσθέτει: «Ο καλλιτέχνης—ο αληθινός καλλιτέχνης, ο αληθινός ποιητής—δεν πρέπει ναποιεί παρά μόνον όταν βλέπει και όταν ακούει. Πρέπει να είναι αληθινά πιστός στην φύση του». Με αυτόν τον τρόπο ο Μπωντλαίρ αρθρώνει την θεμελιώδη ανακάλυψη της σύγχρονης αισθητικής: «Το Ωραίο πάντα θα είναι παράξενο. Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο εκούσια και ψυχρά, διότι τότε δενθα ήταν παρά ένα τέρας που ξεπήδησε μέσα από τις ατραπούς της ζωής. Λέω απλώς ότι πάντα θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας, όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης. Καισε αυτήν την παραδοξότητα θα έγκειται καιτο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό πουθατο καθιστά ωραίο».
Γι' αυτό και θεωρεί τηφαντασία «βασίλισσα όλων των προικισμάτων». Στην πραγματικότητα, η φαντασία υποκαθιστά «την παραδοσιακή μετάφραση της υλικής ζωής», υποκαθιστά την πράξη μετο όνειρο. Η ποίηση έτσι ορισμένη εκφράζει σχεδόν κάθε μεταγενέστερο ποιητή. Ωστόσο, ο Μπωντλαίρ δεν βίωσε το έργο του, διότι για αυτόν η ζωή καιη ποίηση ήταν πάντα μέχρι ενός σημείου ξεχωρισμένες. Αυτό που τόσο ο Μπωντλαίρ όσο καιοΣτεφάν Μαλαρμέ όριζαν ως έργο τέχνης, οιΣουρρεαλιστές μετά τονΑρτούρ Ρεμπό ονόμαζαν έργο ζωής, θέλοντας να αλλάξουν την ζωή. Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε καιτον φόρο τιμής που απέτισε στον Μπωντλαίρ ο νεαρός Ρεμπό: «Ο Μπωντλαίρ είναι ο πρώτος οραματιστής, ο βασιλεύς όλων των ποιητών, ένας θεός». Αρκεί να συγκρίνουμε αυτό το απόσπασμα του Μπωντλαίρ:
[…] ποιος δεν έχει βιώσει τούτες τις θαυμάσιες στιγμές, που είναι πραγματικές γιορτές τουνου, κατά τις οποίες οιπιο άγρυπνες αισθήσεις συλλαμβάνουν τις πιο εκτυφλωτικές εντυπώσεις, όταν το γαλάζιο του ουρανού γίνεται πιο διάφανο καισε βυθίζει σεμια άβυσσο πιο απέρατη, όταν οι ήχοι αναβλύζουν μουσική, όταν τα χρώματα μιλούν και όταν τα αρώματα περιγράφουν ολόκληρους κόσμους ιδεών; Η ζωγραφική, λοιπόν, τουΝτελακρουάγια εμένα είναι η αποτύπωση αυτών των υπέροχων στιγμών του πνεύματος. Είναι επενδυμένη με τέτοια ένταση πουτο μεγαλείο της καθίσταται ασύγκριτο. Αποκαλύπτει τονυπερρεαλισμό, σαννα αντιλαμβάνεται την φύση μέσα από υπερευαίσθητες νευρικές απολήξεις.
μετο παρακάτω απόσπασμα από τοΠρώτο Μανιφέστο τουΣουρεαλισμού:
Τονα υποβιβάσεις την φαντασία σε δουλεία, από την στιγμή που είναι η αιτία αυτού που πρόχειρα αποκαλούμε ευτυχία, ουσιαστικά σημαίνει τονα απογυμνώνεσαι από όλα όσα έχεις στο βάθος του εαυτού σου—από την υπέρτατη δικαιοσύνη. Μόνον η φαντασία μπορεί να αποκαλύψει όσα δεν υπάρχουν κι όμως μπορούν να γίνουν και αυτό είναι αρκετό προκειμένου να φύγει λίγο πιο μακριά η φοβερή απαγόρευση για όσα δεν μπορούμε να έχουμε. Είναι αρκετά γιανα αφεθούμε σε αυτήν χωρίς να φοβόμαστε ότι θα μας προδώσει.
Έτσι, ο Υπερνατουραλισμός φέρει μέσα τουτο σπέρμα του έργου τουΛωτρεαμόν, τουΡεμπώκαιτου ίδιου τουΣουρεαλισμού.
Ο Μπωντλαίρ επιστράτευσε την περίφημη αυτή φόρμουλα που τόσο ταιριαστά περιγράφει την τέχνη τουγιανα σχολιάσει τηνζωγραφικήτουΝτελακρουάκαιτο έργο τουΘεοφίλου Γκωτιέ: «Ο έντεχνος χειρισμός της γλώσσας έγκειται στονα κατορθώνεις ένα είδος παρεμφατικής μαγείας. Μόνον έτσι μπορεί ναμιλήσειτο χρώμα σαν φωνή βαθιά και ζωηρή, μόνον έτσι μπορούν τα μνημεία να ξεχωρίσουν καινα αναδυθούν από τα βάθη του χώρου, μόνον έτσι τα ζώα καιτα φυτά, που αντιπροσωπεύουν την ασχήμια καιτην κακία, μπορούν να κάνουν σαφείς τους μορφασμούς τους, μόνον έτσι τααρώματα προσκαλούν τις αντίστοιχές τους σκέψεις και αναμνήσεις, μόνον έτσι το πάθος ψιθυρίζει ή κραυγάζει στην γλώσσα πουθα μας είναι αιώνια γνώριμη».
Μόνον οΖεράρ ντε Νερβάλπριν από τον Μπωντλαίρ είχε κατορθώσει να καταγράψει ποίηση πουδεν αποτελούσε λογοτεχνία. Απαλλαγμένη από το βάρος της λογικής, η ποίηση μπορεί ωστόσο να εντυπώσει τοσυναίσθημα μέσα από την βαναυσότητά της. Όντως, στα καλύτερα ποιήματά τουο Μπωντλαίρ διατηρεί από τον κλασικό στίχο μόνον την μουσικότητά του, προβαίνει σε τομές των στίχων και απορρίπτει τον υπερβολικά μηχανιστικό αλεξανδρινό στίχο. Το παράδειγμά τουθα ακολουθήσουν αργότερα οιΠολ Βερλέν, Μαλαρμέ, Μωρίς Μαίτερλινκ. Εμπνευσμένος από την ανάγνωση τουGaspard de la Nuitτου Aloysius Bertrand, ο οποίος πρώτος συνέθεσε ποιήματα σε πεζό, ο Μπωντλαίρ συγγράφει ταΜικρά Ποιήματα σε Πεζόκαιστον πρόλογο εξηγεί: «Και ποιος δεν έχει ονειρευτεί κατά τις φιλόδοξες μέρες του, το θαύμα μιας ποιητικής πρόζας, πουνα έχει μουσική χωρίς να έχει ρυθμό και ρίμα, πουνα είναι τόσο ευέλικτη και τόσο χτυπητή, ώστε να προσαρμόζεται στους λυρικούς λικνισμούς της ψυχής, στους κυματισμούς της ονειροπόλησης καιστα τραντάγματα της συνείδησης;».
Ο Μπωντλαίρ υπήρξε επίσης ο πρώτος μεταφραστής, στα γαλλικά, τουΠόε (κυρίως μετέφρασε τις "Αλλόκοτες Ιστορίες"), συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην διάδοση του έργου τουστην Ευρώπη. Αρκετοί θεωρούν πως κάποιες μεταφράσεις του Μπωντλαίρ είναι ανώτερες ακόμα καιτων πρωτότυπων κειμένων.
ελληνικές μεταφράσεις:
Τα άνθη του κακού, μετάφραση Γεώργιος Σημηριώτης, Εκδόσεις Άγκυρα, 1917
Εικοσιδύο ποιήματα, μετάφραση Κλέων Παράσχος, Εκδόσεις Ζηκάκη, 1922 και -επαυξημένη- επανέκδοση ως «Εικοσιοχτώ ποιήματα», Εκδόσεις Πυρσός, 1940
Τα άνθη του κακού, μετάφραση Μανώλης Κανελλής, Εκδόσεις Ζηκάκη, 1928
Τα άνθη του κακού, «Τα απαγορευμένα ποιήματα», μετάφραση Ερρίκος Σοφράς, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2009
↑Κασιμάτη, Τατιάνα (2019). Μελέτη της οπτικοακουστικής συσχέτισης με στόχο την παραγωγή συναισθητικού έργου οπτικής μουσικής. Σύρος: Πανεπιστήμιο Αιγαίου. σελ. 64.
↑Φίλου, Σοφία· Καρζή, Κωνσταντίνα (2021). Η απεικόνιση της γυναικείας φύσης στην τέχνη από τα τέλη του 19ουκαι κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Πύργος: Πανεπιστήμιο Πατρών. σελ. 13.