ΟΣπιζαετός είναι είδος αετούπου απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Aquila fasciata (παλαιότερη ονομασία και τωρινό συνώνυμο Hieraaetus fasciatus) και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[4]ΣτηνΕλλάδα απαντάται τουποείδοςA. f. fasciata. (Vieillot, 1822)[5]. Δεν πρέπει να συγχέεται μετα ομώνυμα μέλη τουγένουςSpizaetus, πουδεν απαντώνται στονευρωπαϊκό χώρο.
Η λατινική λέξη fasciatus-a προέρχεται από την επίσης λατινική λέξη fascia, που σημαίνει «δέσμη, ζώνη, ταινία» και σχετίζεται, πιθανότατα, μετη μορφολογία του κάτω μέρους του πτηνού, που έχει χαρακτηριστική σκούρα ζώνη στις φτερούγες καιστη ουρά.[6]
Η αγγλική ονομασία του είδους Bonelli’s Eagle, οφείλεται στον Ιταλό ζωολόγο Φ. Α. Μπονέλι (1784-1830), προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε το είδος.
Ο Σπιζαετός ανήκε μέχρι πριν λίγα χρόνια στογένοςHieraaetus (Ιεραετός),[7]που περιελάμβανε 7 είδη, με κατανομή σε όλες τις ηπείρους πλην της αμερικανικής.[4] Όμως, νέα χρωμοσωμικά δεδομένα, οδήγησαν στην ταυτοποίηση τεσσάρων από αυτά τα είδη ως πολυφυλετικώνκαιτη μεταφορά τους στο γένος Aquila, ενώ τα υπόλοιπα τρία παρέμειναν ως είχαν στο γένος Hieraaetus. Έτσι, όμως, προέκυψε ταξινομικό πρόβλημα ονοματολογίας. [i]
Γενικά, η κατάσταση μετο γένος Hieraaetus, παραμένει συστηματικά μη ξεκάθαρη. Μερικοί ερευνητές προτείνουν την κατάργησή τουκαιτην μεταφορά όλων ανεξαρτήτως τωνειδώνστο παραδοσιακό γένος Aquila, ενώ άλλοι προτείνουν τη διαμοίρασή τους με εντελώς διαφορετικό τρόπο.[8][9]Την κατάσταση έρχεται να περιπλέξει περαιτέρω το γεγονός ότι, το είδος Hieraaetus kienerii θεωρείται φυλογενετικά πολύ απομακρυσμένο και, μάλλον θα πρέπει να συστηματοποιηθεί σε νέο γένος.[10][11]
Παρά την ευρεία γεωγραφική κατανομή του Σπιζαετού, μόνο 2 υποείδη αναγνωρίζονται, μετο -σπανιότερο- A. f. renschiνα βρίσκεται σε κάποια νησιά της Ινδονησίας. Αλλά καιτο κοινότερο υποείδοςA. f. fasciatus, έχει πολύ διάσπαρτη και κατακερματισμένη κατανομή. Η ζώνη αρχίζει από τη νότια Ευρώπηκαιτη βόρεια Αφρική, και περνάει από την Αραβική χερσόνησο στη νότια και νοτιοανατολική Ασία. Ο μεγαλύτερος όγκος του πληθυσμού βρίσκεται στηνΙσπανία, τηνΠορτογαλίακαιτη νότια Γαλλία, ενώ επίσης μικρότερους πληθυσμούς αναπαραγωγής έχουν ηΣαρδηνία, ηΣικελία, ταΒαλκάνια, ηΕλλάδακαιηΚύπρος. Στη συνέχεια, η ζώνη φτάνει στην ινδική υποήπειρο, καθώς καιστη νότια Κίνα.
Ο Σπιζαετός συχνάζει κυρίως σε ξηρές, ορεινές περιοχές με βράχια και χαμηλή δασική κάλυψη, αλλά εκτός αναπαραγωγικής περιόδου μπορεί να βρεθεί ακόμη καισε υγροτόπους (δέλτα ποταμών, τενάγη και μικρές λίμνες).[7]Στη Νοτιοανατολική Ασία εγκαθίσταται σε ακόμη πιο υγρές δασικές περιοχές, ενώ στηνΑφρική Αφρικανική φυλή προτιμά τησαβάνα, τα δασοόρια, τις καλλιέργειες με θάμνους, μετην προϋπόθεση να υπάρχουν κάποια μεγάλα δέντρα στην περιοχή.
ΣτηνΕλλάδα προτιμάει τημακίαγη (maquis), που χαρακτηρίζεται από την παρουσία πυκνών σκληρόφυλλων αειθαλών θάμνων. Γενικά, είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια ο οικότοπός του.[12]
Η άνω επιφάνεια (τράχηλος, ράχη, άνω επιφάνεια ουράς) του ενήλικου Σπιζαετού έχει γενικά, χρώμα σκούρο καφέ έως μαυριδερό, εκτός από μία μικρή περιοχή στο ύψος των ώμων, η οποία είναι πιο ανοιχτόχρωμη και, συχνά χρησιμεύει ως διαγνωστικό στοιχείο. Αντίθετα, η κάτω επιφάνεια που είναι περισσότερο ορατή κατά την πτήση, είναι ανοιχτόχρωμη και, έρχεται σε ισχυρή αντίθεση μετο κάτω μέρος των πτερύγων που σχηματίζει μια σχεδόν μαύρη ζώνη (από όπου πιθανότατα πήρε καιτη λατινική του ονομασία). Ταπρωτεύοντα ερετικά είναι στην άκρη τους μαύρα, ενώ ταδευτερεύοντα ερετικά είναι πιο ανοιχτόχρωμα αλλά με σκούρες πινελιές.
Μία παρόμοια οριζόντια σκούρα ταινία διαθέτει καιη κάτω επιφάνεια της ουράς. Τα πόδια έχουν σχετικά μεγάλο μήκος και είναι φτερωμένα, ενώ οι ισχυρότατοι γαμφώνυχες είναι μαύροι. Τόσο τοκήρωμα όσο καιτο γυμνό μέρος των ποδιών έχει μία κίτρινη απόχρωση. Η βάση του ράμφους είναι γκρίζα, ερχόμενη σε αντίθεση μετο υπόλοιπο μέρος που είναι μαύρο, ενώ η ίριδα είναι κίτρινη ή έχει το χρώμα του κεχριμπαριού (ήλεκτρο).
Στο είδος δεν εμφανίζεται κάποιος ιδιαίτερος φυλετικός διμορφισμός, εκτός από μία διαφορά στο βάρος, υπέρ των θηλυκών.
Μήκος σώματος: (65)-69 έως 73-(75) εκατοστά.
Άνοιγμα πτερύγων: (150)-157 έως 168-(175) εκατοστά.
Βάρος: 1600-2160 γραμμάρια,[13]ανκαι έχουν βρεθεί θηλυκά που φθάνουν μέχρι και 2,5 κιλά.[9]
Ο Σπιζαετός είναι ένα μεσαίου μεγέθους αρπακτικό, ισχυρό και πολύ ευέλικτο, μεγαλύτερο και βαρύτερο από τις Γερακίνες (Buteo sp.) που, κατά την πτήση δίνει περισσότερο την εντύπωση ενός υπερμεγέθους γερακιού, παρά αετού.[14] Αυτό οφείλεται στην εξαιρετική του ευελιξία, γεγονός πουτον καθιστά έναν εξαιρετικό αλλά διακριτικό κυνηγό, γι’ αυτό και δύσκολα παρατηρείται στο πεδίο, παρόλο που βρίσκεται πολλές ώρες στον αέρα.[12] Επίσης μπορεί να αιωροπορεί (gliding) κατά ζεύγη στις βουνοπλαγιές.[14]
Ο Σπιζαετός είναι ένας εξαιρετικός κυνηγός που συνδυάζει τη δύναμη τουαετούμετην ευελιξία τουγερακιού. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να καταδιώκει τη λεία τουσε αντίθεση μετα άλλα βαρύτερα αρπακτικά τουγένουςτου. Το κυνήγι γίνεται συνήθως κατά ζεύγη και τις περισσότερες φορές κοντά ή πάνω στο έδαφος, παρόλο που έχει την ικανότητα να «κτυπήσει» στον αέρα.[12] Συνήθως, θηρεύει εποπτεύοντας από τη θέση κουρνιάσματος, κυνηγώντας το θήραμα από πίσω, ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους [7]. Μία άλλη μέθοδος είναι η εφόρμηση από ψηλά, που εφαρμόζεται συνήθως, όταν κυνηγάει κοντά σε ορθοπλαγιές.
Η διατροφή του Σπιζαετού ποικίλλει, αναλόγως μετον οικότοπο καιτην εποχή. Γενικά τρέφεται μεσπονδυλόζωα, μετρίου μεγέθους, από ερπετά μέχρι πτηνάκαιθηλαστικά. Κανονικά, το κύριο μέρος της διατροφής του απαρτίζεται από πουλιά κάθε είδους, όπως πέρδικες, περιστέρια, κουρούνες, αλλά και μεγάλου μεγέθους μέχρι χήνες και πελαργούς. Από ταθηλαστικά, προτιμάει τατρωκτικάκαιταλαγόμορφα, ενώ από ταερπετά, τις σαύρες.
Από δειγματοληπτική έρευνα υπολειμμάτων τροφής στηνΚύπρο, μεταξύ 1999και2001, βρέθηκαν: 56,6% πουλιά, 34,2% θηλαστικάκαι 9,2% ερπετά. Από τα πουλιά το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν πέρδικες.[15]
Οι ερωτοτροπίες αρχίζουν από το Νοέμβριο ή το Δεκέμβριο, και αποτελούνται από μεγάλους κύκλους και πτήσεις πάνω από την περιοχή του φωλιάσματος. Οι μεγάλες φωλιές βρίσκονται κυρίως σε βράχια ή ορθοπλαγιές, σπάνια σε δέντρα. Μπορεί να έχουν κατασκευαστεί 2 ή 3 φωλιές πουνα χρησιμοποιούνται διαδοχικά.[12]Η φωλιά είναι μεγάλη σε σχέση μετο μέγεθός τουκαι, μπορεί μετην πάροδο των ετών καιτην εναπόθεση υλικών, να γίνει ακόμη μεγαλύτερη. Αποτελείται από μεγάλα ξερόκλαδα και μικρότερους φυλλοφόρους κλάδους, ενώ ίδιο είναι καιτο υλικό επίστρωσης.[16]
Η γέννα, πουστη νότια Ευρώπη ξεκινάει από τις αρχές Φεβρουαρίου και φθάνει μέχρι τα μέσα Μαρτίου, αποτελείται από δύο, σπανίως ένα ή τρία αυγά, τα οποία εναποτίθενται ανά διαστήματα δύο έως τριών ημερών.
Η επώαση πραγματοποιείται περισσότερο από το θηλυκό, το οποίο μένει κατά το διάστημα αυτό στη φωλιά, ενώ το αρσενικό παρέχει την τροφή. Η περίοδος επώασης είναι 42 έως 44 ημέρες, αλλά τις περισσότερες φορές, ο νεοσσός που γεννιέται πρώτος, σκοτώνει τον δεύτερο.[16]Ο νεοσσός -ή οι νεοσσοί – αποκτά φτέρωμα μετά από 30 έως 45 ημέρες και πετάει στις 65 ημέρες, περίπου. Στη συνέχεια μένει κοντά στη φωλιά για οκτώ εβδομάδες ή και περισσότερο, μετην υποστήριξη από τους γονείς τουμε τροφή.
Ενώ οι γονείς, μετά την αναπαραγωγή, παραμένουν στην περιοχή, τα νεαρά άτομα πραγματοποιούν μια μικρού εύρους «μετανάστευση», που μπορεί να φθάνει τις δεκάδες χιλιόμετρα.
ΣτηνΕλλάδα, ο Σπιζαετός είναι επιδημητικός, παραμένει δηλαδή εδώ καθ’όλη τη διάρκεια του έτους και αναπαράγεται.
Όπως συμβαίνει καιμετην ταξινομική τουείδους, τα στοιχεία γιατην κατάσταση των κατά τόπους πληθυσμών, είναι ελλιπή, με αποτέλεσμα η IUCN ναμην μπορεί να κατατάξει τον Σπιζαετό σε κάποια κατηγορία.[17] Όμως, οι όποιες μετρήσεις έχουν καταγραφεί, δείχνουν αποθαρρυντικά αποτελέσματα. Στην Δυτική Παλαιαρκτική, εξαιρουμένης της Αλγερίας, το2000 υπήρχαν ,μόλις 1500-2200 ζευγάρια, αριθμός που καθιστά τον Σπιζαετό ένα από τα σπανιότερα είδη αετών στην επικράτεια.[18]Στη νότια Ευρώπη, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, διότι από έρευνες σεΙσπανίακαιΓαλλία, μεταξύ των ετών 1970και1992, υπήρχε ετήσια πτώση πουσε μερικές περοπτώσεις έφθανε το 8,7%. Η κύρια αιτία μείωσης του πληθυσμού εκεί, ήταν ηλαθροθηρία, κυρίως από τους εκτροφείς περιστεριών.[19]Η BirdLife International τον έχει κατατάξει στα απειλούμενα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο είδη (Tucker and Heath 1994).
ΣτηνΕλλάδα, παρά την έντονη κινητικότητά του, παραμένει ένα από τα λιγότερο γνωστά αρπακτικά, με λιγότερα από 60 αναπαραγωγικά ζευγάρια συνολικά.[20]Τοείδος κάποτε φώλιαζε στον Ταΰγετο, στον Έβρο, ακόμη καιστην Αττική. Σήμερα είναι πολύ σπάνιος στη βόρεια Ελλάδα, ενώ φωλιάζει κυρίως στα νησιά καισε κάποιες περιοχές της Πελοποννήσου και της Στερεάς.
Οι κύριες απειλές είναι ηλαθροθηρία, η καταστροφή των βιοτόπων του μέσω της διάνοιξης δρόμων, οικιστικής επέκτασης, δημιουργίας λατομείων, ενώ πιθανή αιτία αποτελεί σε ορισμένες περιπτώσεις, ή έλλειψη τροφής.[21]Γι’αυτό, το είδος στηνΕλλάδα μέχρι να συγκεντρωθούν νέα στοιχεία, κατατάσσεται στα Τρωτά (Vulnerable, VU).[20]
Απαιτείται πλήρης καταγραφή του ελληνικού πληθυσμού καθώς και αυστηρός έλεγχος του κυνηγιού, ιδιαιτέρως στα νησιά, όπου τα άτομα είναι απομονωμένα, χωρίς δυνατότητες διαφυγής. επίσης κρίνεται απαραίτητη η ενημέρωση των ντόπιων κυνηγών καιτων κτηνοτρόφων, που θεωρούν το είδος απειλή γιατα κοπάδια τους.[20]
i.^Το παλαιό είδοςHieraaetus pennatus (Σταυραετός), υπήρξε οτύπος (ή ολότυπος) γιατη δημιουργία τουγένουςHieraaetus, πάνω στον οποίο στηρίχτηκε η συστηματική όλων των ειδών του συγκεκριμένου γένους. Μετά τη μεταφορά στο γένος Aquila, το όνομα Hieraaetus, έγινε αυτομάτως -σύμφωνα με τους κανόνες ονοματολογίας της Συστηματικής Ταξινομικής- συνώνυμο τουAquila, οπότε, μετα νέα δεδομένα και, εφόσον πρέπει πάντοτε γιατην ονοματοδοσία ενός γένους, να υπάρχει ο αρχικός (ολό)τυπος, θα πρέπει να δοθεί άλλη επιστημονική ονομασία στα τρία εναπομείναντα είδη, δηλαδή κατ’ουσίαν να συστηματοποιηθούν σε καινούργιο γένος και όχι στοHieraaetus.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
S. Iezekiel, D. E. Bakaloudis, C. G. Vlachos: The Diet of Bonelli's Eagle Hieraaetus fasciatus in Cyprus. In: R. D. Chancellor, B.-U. Meyburg (eds): Raptors Worldwide. WWGBP/MME, Budapest, 2004: S. 581–587
Les Christidis & Walter E Boles (2008) Systematics and Taxonomy of Australian Birds. CSIRO publishing. ISBN 978-0-643-06511-6
J. Ferguson-Lees, D. A. Christie: Raptors of the World. Christopher Helm, London, 2001, ISBN 0-7136-8026-1: S. 753.
Lerner, H. R. L.; D. P. Mindell (2005). "Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA". Molecular Phylogenetics and Evolution 37:327–346 PDF
T. Mebs & D. Schmidt: Die Greifvögel Europas, Nordafrikas und Vorderasiens. Franckh-Kosmos, Stuttgart 2006: S. 222
Jan Ove Gjershaug (2006) Taxonomy and conservation status of hawk-eagles (genus Nisaetus) in South-East Asia. Thesis. Norwegian University of Science and Technology Fulltext
Real, J., Manosa, S., Cheylan, G., Bayle, P., Cugnasse, J.-M., Sanchez J. A., Carmona, D., Martinez, J. E., Rico, L., Codina, J., Del Amo, R. und Eguia, S.: A preliminary Demographic Approach to the Bonelli's Eagle Hieraaetus fasciatus Population decline in Spain and France. In: Meyburg, B.-U. & Chancellor, R. D. (eds.): Eagle Studies. WWGBP, Berlin, London, Paris, 1996 ISBN 3-9801961-1-9: S. 523–528