Διορίστηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το 1810 και έλαβε μέρος ως αξιωματικός της Επιμελητείας στην εκστρατεία τουΝαπολέονταστηΡωσία (1812). Εγκαταστάθηκε μετά στοΜιλάνο ως το 1821 και διετέλεσε πρόξενος της ΓαλλίαςστηνΤεργέστηκαιστην Τσιβιταβέκκια. Υπήρξε λάτρης της Τέχνης, της Ιταλίαςκαιτων γυναικών.
Το λογοτεχνικό όνομα Σταντάλ ήταν ένα από τα πολλά ψευδώνυμαπου χρησιμοποιούσε ο συγγραφέας, ακόμη καιστην ιδιωτική του αλληλογραφία. Επικράτησε από το 1817 και προέρχεται από την πόλη Στεντάλ στηΣαξονία-Άνχαλτ, παλιά επαρχία της Πρωσίας, κοντά στην οποία βρίσκεται τοΜπράουνσβαϊγκ όπου υπηρέτησε από το 1807 έως το 1808 και είχε ευχάριστες αναμνήσεις.[19]
Μουσείο Σταντάλ στηΓκρενόμπλ, στο σπίτι του παππού του.
O Μαρί-Ανρί Μπελ γεννήθηκε στηΓκρενόμπλ της Ιζέρ στις 23 Ιανουαρίου 1783, το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας του δικηγόρου, γαιοκτήμονα και αντιδημάρχου της Γκρενόμπλ Σερυμπέν Μπελ. Η μητέρα του Ενριέτ πέθανε όταν ήταν 7 ετών και αυτή η απώλεια, την οποία ένιωσε έντονα, αύξησε την αίσθηση της μοναξιάς καιτη δυσαρέσκεια προς τον πατέρα του. Σε όλη τουτη ζωή είχε την τάση να τονίζει τη θλιβερή και καταπιεστική ατμόσφαιρα του σπιτιού του μετά το θάνατο της μητέρας του. [20]Πιο κοντά ένοιωθε μετον παππού του από τη μητέρα του Ανρί Γκανιόν, διακεκριμένο γιατρό και θαυμαστή τουΒολταίρου, πουτον μύησε στη λογοτεχνία. Κατά τη διάρκεια της Τρομοκρατίαςτου 1793 και 1794, παιδί ακόμη, υποστήριζε τους επαναστάτες Ιακωβίνους από απέχθεια κατά του βασιλόφρονα πατέρα τουκαι είχε χαρεί όταν τον συνέλαβαν και κινδύνευε να καταλήξει στηγκιλοτίνα.
Η αδερφή του, Πωλίν Μπελ.
Ως μαθητής από το 1796 έως το 1799 άρχισε να ενδιαφέρεται γιατη λογοτεχνία καιτα μαθηματικά. Ηπιο στενή του φίλη ήταν η μικρότερη αδερφή του Πωλίν, μετην οποία διατήρησε σταθερή αλληλογραφία σε όλη τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα. Η οικογένειά του ανήκε στην αστική τάξη και ήταν συνδεδεμένη μετοΠαλαιό καθεστώς, γεγονός που εξηγεί τη διφορούμενη στάση του απέναντι στονΝαπολέοντα, τηνΠαλινόρθωση των Βουρβόνωνκαιτη μοναρχία αργότερα. Το 1799 έφυγε γιατοΠαρίσι, φαινομενικά γιανα προετοιμαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις στηνΠολυτεχνική Σχολή, αλλά στην πραγματικότητα γιανα ξεφύγει από το ασφυκτικό περιβάλλον της Γκρενόμπλ και από την πατρική εξουσία.[21]Η κρυφή του φιλοδοξία όταν έφτασε στο Παρίσι ήταν να γίνει επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας καιδεν εγγράφηκε στις εισαγωγικές εξετάσεις.
Ο υψηλόβαθμος συγγενής του Πιέρ Νταρύ, που ανήκε στο άμεσο περιβάλλον τουΝαπολέοντα, τον διόρισε ως ανθυπολοχαγό στις γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις στηνΙταλία. Ως υπασπιστής στρατηγού, ανακάλυψε τοΠιεμόντε, τηΛομβαρδίακαι τις απολαύσεις τουΜιλάνουκαι εξελίχθηκε σε λάτρης της ιταλικής τέχνης, της μουσικής καιτου τρόπου ζωής. Θαμπώθηκε από την ομορφιά των μνημείων, τις γυναίκες, τα καφέ, την όπερα, τηΣκάλα του Μιλάνουμετην πολυτελή διακόσμηση, τα σαλόνια της πόλης όπου συναναστράφηκε όλη την καλή κοινωνία, ζεστή, φιλόξενη, μακριά από την ψυχρότητα καιτην παριζιάνικη ματαιοδοξία. Ο στρατηγός τουτου σύστησε την ερωμένη του Άντζελα Πιετράγκρουα, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα και σιωπηλά. Την ίδια περίοδο προσβλήθηκε από σύφιλησε έναν οίκο ανοχής, ασθένεια πουτον ανάγκασε να παραιτηθεί από τον στρατό το 1802 και τον βασάνισε σε όλη τουτη ζωή. Όμως, ο πολιτισμός καιτα τοπία της Ιταλίας ήταν η αποκάλυψη που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο ψυχολογικά και θεματικά στη ζωή καιτα έργα του.
Το 1802 σε ηλικία 19 ετών επέστρεψε στο Παρίσι, παραιτήθηκε από τη θέση τουστο στρατό και ασχολήθηκε μεμια σειρά λογοτεχνικά έργα, κανένα από τα οποία δεν ολοκλήρωσε. Ονειρευόταν να γίνει ένας σύγχρονος Μολιέρος, γράφτηκε σε μαθήματα θεάτρου, προσπάθησε να απαλλαγεί από την επαρχιακή προφορά του, έβγαινε, σύχναζε στα θέατρα και κοσμικά σαλόνια, παρακολούθησε μαθήματα χορού, αγγλικών, ελληνικών και διάβασε πολύ: Τόμας Χομπς, Ντεστύτ ντε Τρασί, Λυκντε Βοβενάργκ, Ντέιβιντ Χιουμ, Κάρλο Γκολντόνι, Βιττόριο Αλφιέρι. Τελικά ερωτεύτηκε μια άσημη ηθοποιό, την οποία ακολούθησε για λίγο στηΜασσαλία. Μέχρι τότε κρατούσε ένα ημερολόγιο (που δημοσιεύτηκε μεταθανάτια) και έγραφε κείμενα που απασχολούσαν τις σκέψεις του.[22]
Το 1806, ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν, εντάχθηκε ξανά στο στρατό και προήχθη σε Αυτοκρατορικό Πολεμικό Επίτροπο στοΜπράουνσβαϊγκ. Εκεί, παρά τον φόρτο εργασίας, έβρισκε χρόνο γιανα κάνει μαθήματα ιππασίας και σκοποβολής, να πηγαίνει στο θέατρο, σε καφέ, συναυλίες, σε χορούς καινα ερωτευτεί τη Βιλελμίνε φον Γκρίζχαϊμ, κόρη του πρώην κυβερνήτη της πόλης, ενώ επισκεπτόταν και άλλες γυναίκες.
Ο γαλλικός στρατός διασχίζει τον ποταμό Μπερέζινα.
Αυτή, ωστόσο, ήταν η αρχή της διοικητικής καριέρας τουστον γαλλικό στρατό πουτου επέτρεψε να ανακαλύψει μέρη της Γερμανίαςκαι της Αυστρίας, το 1810 διορίστηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και είχε την εμπειρία της συμμετοχής στηγαλλική εισβολή στη Ρωσίατο 1812. Παρακολούθησε τηΜόσχανα φλέγεται, ενώ ο Ναπολέων περίμενε ακόμη νέα από τον Τσάρο, του ανατέθηκε να διευθύνει τις εφεδρικές προμήθειες. Επέστρεψε στοΣμολένσκ στις 7 Νοεμβρίου 1812, με 1.500 τραυματίες, στη συνέχεια αναχώρησε αμέσως γιατοΒίλνιους. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, δέχθηκε επίθεση από Κοζάκουςκαι έχασε το χειρόγραφο της Ιστορίας της Ζωγραφικής στην Ιταλία, μέσα σε τρομερό κρύο (θερμοκρασίες -40 °C ), πείνα και κούραση. [23]Τελικά συμμετείχε στην υποχώρηση των γαλλικών δυνάμεων από τη Ρωσία και επέζησε αλώβητος. Το 1813 υπηρέτησε στη στρατιωτική επιμελητεία στηΣιλεσίαγια μικρό χρονικό διάστημα καιστην οργάνωση της στρατιωτικής άμυνας της επαρχίας Ντωφινέ πίσω στη Γαλλία.
Από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε στοΜιλάνο, δημιούργησε φιλίες με Μιλανέζους φιλελεύθερους καιΚαρμπονάρους πατριώτες, σπούδασε μουσική και εικαστικές τέχνες και δημοσίευσε τα πρώτα του βιβλία, βιογραφίες, ιστορικά έργα τέχνης και ταξιδιωτικά βιβλία: Η ζωή τωνΧάυντν, Μότσαρτκαι Μεταστάζιο (1815), Ιστορία της ζωγραφικής στην Ιταλία (1817), το ταξιδιωτικό Ρώμη, Νάπολη και Φλωρεντία (1817) και από το 1817 άρχισε να χρησιμοποιεί το λογοτεχνικό όνομα Σταντάλ. Η παραμονή τουστο Μιλάνο κατέληξε σε βαθιά συναισθηματική απογοήτευση, μετά την απόρριψή του από την κόμισσα Ματίλντ Ντεμπόφσκι, τον μεγάλο, παθιασμένο και όμως τελικά ανεκπλήρωτο έρωτα της ζωής του. Η Ματίλντ, το γένος Βισκόντι, καταγόταν από οικογένεια τραπεζιτών της Λομβαρδίαςκαι ήταν παντρεμένη μετον Πολωνοϊταλό στρατηγό Γιαν Ντεμπόφσκι, από τον οποίο είχε χωρίσει το 1814. Η ανάμνησή της έμελλε νατον επηρεάσει καινα γίνει πηγή έμπνευσης γιατην υπόλοιπη ζωή του.
Εντω μεταξύ, οι πολιτικές του φιλίες και επαφές με ιδεολόγους και διανοούμενους τον είχαν εκθέσει στις αυστριακές αρχές κατοχής καιτο 1821 εκδιώχθηκε ως ύποπτος γιακαρμποναρισμό.[22]
Από το 1821 έως το 1830, η κοινωνική και πνευματική ζωή τουστο Παρίσι ήταν πολύ ενεργή. Έγινε γνωστός στα κοσμικά σαλόνια γιατη ρητορική του δεινότητα καιτην ανδρεία τουστον πόλεμο, το πνεύμα τουκαιοι αντισυμβατικές του απόψεις σαγήνευσαν και δημιούργησε αξιόλογες φιλίες και πολλές ερωτικές περιπέτειες. Το 1822 δημοσίευσε τοΠερί έρωτος, μια ορθολογική ανάλυση του ρομαντικού πάθους που βασίστηκε στον ανεκπλήρωτο έρωτά τουγιατην κόμισσα Ντεμπόφσκι. Το έργο τουΡακίνας και Σαίξπηρ (1823-1825) ήταν ένα από τα πρώτα μανιφέστα τουΡομαντισμούπου εμφανίστηκαν στη Γαλλία. Η λογοτεχνική παραγωγή του κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν ποικίλη. Εκτός από τις τακτικές δημοσιεύσεις τουσε εφημερίδες και αγγλικά περιοδικά, εργαζόταν ως δημοσιογράφος γιανα κερδίσει τα προς τοζην, δημοσίευσε τοΒίος τουΡοσσίνι (1823), το πρώτο του μυθιστόρημα, Αρμάνς (1827), καιτο ταξιδιωτικό Περίπατοι στη Ρώμη (1829). Επίσης, το διήγημα ΒανίναΒανίνι (1829) καιτο μυθιστόρημα Το Κόκκινο καιτο Μαύρο, που δημοσιεύθηκε το 1830.[24]
Το 1830, ηΙουλιανή επανάσταση έφερε τον συνταγματικό μονάρχη Λουδοβίκο Φίλιπποστο θρόνο της Γαλλίας και σηματοδότησε μια νέα καμπή στη ζωή του συγγραφέα. Σε ηλικία 47 ετών πλέον, διορίστηκε πρόξενοςστην τότε αυστριακή Τεργέστη, όπου κρίθηκε ανεπιθύμητος ως φιλελεύθερος καιτο 1831 τοποθετήθηκε τελικά πρόξενος στη μικρή πόλη-λιμάνι Τσίβιταβεκκια σταΠαπικά κράτη. Σ' αυτή τη μικρή πόλη, όπου ένιωθε απομονωμένος, ασχολήθηκε με ατέλειωτες διοικητικές εργασίες, αναζήτησε περισπασμούς στη γειτονική Ρώμη, οπιο συχνός τόπος διαμονής του, και απουσίαζε συχνά από τα επίσημα καθήκοντά του. Μόνος, έχοντας επίγνωση της ηλικίας και της βεβαρυμμένης υγείας του, ένιωθε όλο και περισσότερο νατον ελκύει η αυτοβιογραφία και έγραψε τα αυτοβιογραφικά Αναμνήσεις εγωτισμού (1892)[25]καιΗ ζωή του Ανρί Μπρυλάρ (1890), καθώς και ένα νέο καισε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα μετον τίτλο Λυσιέν Λεβέν (1894). Αυτά τα έργα παρέμειναν ανολοκλήρωτα και εκδόθηκαν μετά θάνατον, πλέον θεωρούνται από τα καλύτερα γραπτά του. Στη Ρώμη, ο Σταντάλ ανακάλυψε παλιά αδημοσίευτα χειρόγραφαμε αφηγήσεις εγκλημάτων πάθους και άλλες ζοφερές ιστορίες που διαδραματίστηκαν στηνΑναγέννηση, από τα οποία εμπνεύστηκε διηγήματα που έγραψε αργότερα μετον τίτλο Ιταλικά Χρονικά.[26]
Το 1835 έλαβε στη Γαλλία την τιμητική διάκριση του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής. Το 1836 εγκαταστάθηκε πάλι στο Παρίσι κατά τη διάρκεια μιας παρατεταμένης άδειας για λόγους υγείας (1836–1839). Αυτή την εποχή έγραψε νέα σημαντικά λογοτεχνικά έργα, ταΙταλικά Χρονικά (1837-39), τις Αναμνήσεις ενός περιηγητή (1838), το δεύτερο αριστούργημά τουΤο μοναστήρι της Πάρμας (1839) - το μοναδικό του βιβλίο που είχε επιτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής του - και άρχισε να δουλεύει ένα νέο μυθιστόρημα, τοΛαμιέλ (1889), το οποίο δεν ολοκλήρωσε. [27]
Πέθανε στο Παρίσι το 1842 σε ηλικία 59 ετών μετά από εγκεφαλικό ενώ βρισκόταν ξανά σε άδεια. Ενταφιάστηκε στοκοιμητήριο της Μονμάρτρης, το 1821 είχε συνθέσει ο ίδιος τον επιτάφιό τουστα ιταλικά: Arrigo Beyle. Milanese. Scrisse, Amò, Visse. (= Ανρί Μπελ. Μιλανέζος. Έγραψε, αγάπησε, έζησε).[28]
Τα γραπτά του Σταντάλ καιη προσωπικότητά του χαρακτηρίστηκαν από μια εντυπωσιακή ανεξαρτησία πνεύματος και έντονες αντιθέσεις. Ήταν ένας ρομαντικός που κρατούσε αποστάσεις από τονρομαντισμό, ένας επαναστάτης με νοσταλγία γιατον προεπαναστατικό κόσμο, ένας τρυφερός ονειροπόλος που περνούσε τον εαυτό τουγια κυνικό. Τα γραπτά του συνδυάζουν τη λυρική ζέση μετο πάθος ενός ορθολογιστή. Οι σύγχρονοί του, ωστόσο, δυσκολεύονταν να εκτιμήσουν την ευαισθησία τουκαιτα έργα του είχαν περιορισμένη απήχηση. ΟΟνορέ ντε Μπαλζάκ, σε ένα διάσημο άρθρο γιαΤο μοναστήρι της Πάρμαςπου δημοσιεύτηκε το 1840, ήταν ο μόνος που αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του ως μυθιστοριογράφου. Η λογοτεχνική του αναγνώριση ήρθε στα τέλη του 19ου αιώνα και αυτή η μεταθανάτια φήμη αυξάνεται σταθερά από τότε, ο Σταντάλ έχει πλέον αναγνωριστεί ως ένας από τους μεγάλους συγγραφείς της γαλλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνακαι ένας από τους ιδρυτές του γαλλικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος.[21]