ΗΣυντονισμένη Παγκόσμια Ώρα (Coordinated Universal Time, συντμ.UTC) αποτελεί το διεθνές «σημείο αναφοράς χρόνου».
Η UTC αναφέρεται συχνά ως Παγκόσμια Ώρακαι από τονστρατό τωνΗΠΑκαι ως Zulu Time (ώρα ζούλου). Η UTC έχει αντικαταστήσει την Ώρα Γκρίνουιτς (Greenwich Mean Time, GMT, ώρα του 1ου μεσημβρινού ή 0)[1]. Ωστόσο, ορισμένες φορές χρησιμοποιείται λανθασμένα ο όρος GMT στη θέση του UTC.
Ο ορισμός της UTC βασίζεται σταατομικά ρολόγια, συγκεκριμένα στον χρόνο TAI (International Atomic Time). Ωστόσο, λόγω επιβράδυνσης της περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της, κατά καιρούς προστίθενται ακέραια δευτερόλεπτα στηUTC, έτσι ώστε η διαφορά στο δεκαδικό μέρος των UT1, UTC ναμην υπερβαίνει τα 0.9 sec, επιπλέον δε, η UTC να συμφωνεί μετη δυναμική της περιστροφής της Γης.
Η UTC επισημοποιήθηκε το 1960 από την Διεθνή Συμβουλευτική Επιτροπή Ραδιοεπικοινωνιών στη Σύσταση 374[2], ωστόσο χρησιμοποιείτο ήδη από αρκετά εργαστήρια εθνικού χρόνου. Το σύστημα διορθώθηκε αρκετές φορές, έως ότου υιοθετήθηκε τοεμβόλιμο δευτερόλεπτο[3]το 1972 για την απλοποίηση μελλοντικών ρυθμίσεων.
Η τρέχουσα έκδοση της UTC ορίζεται από τηΣύσταση της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU-R TF.460-6), για τις πρότυπες εκπομπές συχνότητας και χρόνου σήματος[4]και βασίζεται στηδιεθνή ατομική ώρα (TAI) με πρόσθεση αλμάτων δευτερόλεπτων σε τακτά χρονικά διαστήματα γιανα αντισταθμιστεί η επιβράδυνση της περιστροφής της Γης[5]. Τα άλματα δευτερόλεπτων κρίθηκαν αναγκαία γιανα διατηρηθεί ο UTC μέσα σε όριο 0,9 δευτερόλεπτων της παγκόσμιας ώρας, (UT1)[6].
Time Service Dept. (c. 2009). «Leap Seconds». United States Naval Observatory. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουλίου 2011.