ΤοΥπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας (ΥΔΑ, πολωνικά: Ministerstwo Bezpieczeństwa Publicznego), κοινώς γνωστό ως UB ή αργότερα SB, ήταν ημυστική αστυνομία, η υπηρεσία πληροφοριώνκαιηαντικατασκοπείαπου δρούσε στηΛαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας. Από το 1945 έως το 1954 ήταν γνωστό ως Τμήμα Ασφαλείας (ΤΑ, Urząd Bezpieczeństwa, UB) και από το 1956 έως το 1990 ως Υπηρεσία Ασφαλείας (ΥΑ, Służba Bezpieczeństwa, SB).[1]
Το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας ιδρύθηκε την 1η Ιανουαρίου 1945 και σταμάτησε τη λειτουργία του στις 7 Δεκεμβρίου 1954. Ήταν η κύρια μυστική υπηρεσία στην κομμουνιστική Πολωνία κατά την περίοδο τουσταλινισμού. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της, η Τμήμα Ασφάλειας ήταν υπεύθυνο γιατον άγριο ξυλοδαρμό, τη σύλληψη, τηφυλάκιση, τοβασανισμόκαιτηδολοφονία τουλάχιστον δεκάδων χιλιάδων[2][3] πολιτικών αντιπάλων και υπόπτων, καθώς καιγιατη συμμετοχή σε ενέργειες όπως ηΕπιχείρηση Βιστούλαςτο 1947. Τα κεντρικά γραφεία βρίσκονταν στην οδό Κοσικόβα (Koszykowa) στο κέντρο της Βαρσοβίας, αλλά τα παραρτήματά τουκαιοι χώροι κράτησής του ήταν διάσπαρτα σε ολόκληρη τη χώρα, μετοπιο διαβόητο να είναι ηφυλακή Μοκότουφ.
Το Τμήμα Ασφάλειας αντικαταστάθηκε από μια βραχύβια Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας (1954–1956) καιστη συνέχεια από μια οριακά λιγότερο κατασταλτική Υπηρεσία Ασφαλείας (ΥΑ) το 1956, ανκαιη δομή καιο στόχος καιτων δύο υπηρεσιών παρέμειναν σχεδόν πανομοιότυποι. ΗΥΑ λειτούργησε ως η κύρια μυστική υπηρεσία μέχρι τηνπτώση του κομμουνισμού στην Πολωνίατο 1989 και διαλύθηκε το 1990. Μεταξύ 1945 και 1990 όλοι οι μυστικοί υπάλληλοι ήταν ευρέως γνωστοί στο κοινό ως Ουμπέτσι (Ubecy) ή, αργότερα, Εσμπέτσι (Esbecy).
Το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας (ΥΔΑ) ιδρύθηκε ως γραφείο ασφαλείας εντός του Πολωνικού Υπουργείου Εσωτερικών. Η πρώτη υπηρεσία καιηπιο βάναυση υπηρεσία έγινε γνωστή ως «Τμήμα Ασφάλειας» (πολωνικά: Urząd Bezpieczeństwa). Η δεύτερη υπηρεσία μετατράπηκε σε «Υπηρεσία Ασφαλείας του Υπουργείου Εσωτερικών», ή εν συντομία «Υπηρεσίες Ασφαλείας» (πολωνικά: Służba Bezpieczeństwa).
Τον Ιούλιο του 1944, πίσω από τη σοβιετική γραμμή του μετώπου, σχηματίστηκε μια ολοκαίνουργια πολωνική προσωρινή κυβέρνηση, που ονομάστηκε Πολωνική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ, Polski Komitet Wyzwolenia Narodowego, PKWN).[4] Ιδρύθηκε στοΧέουμμε πρωτοβουλία Πολωνών κομμουνιστών, προκειμένου να αναλάβει τον έλεγχο των πολωνικών εδαφών που απελευθερώθηκαν από τηΝαζιστική Γερμανία από τον προελαύνοντα Κόκκινο Στρατό. ΗΠΕΕΑ ανακηρύχθηκε «η μόνη νόμιμη πολωνική κυβέρνηση» από τονΙωσήφ Στάλιν, με πλήρη πολιτικό έλεγχο και σοβιετική χορηγία. Μέσα στην εσωτερική δομή της ΠΕΕΑ, υπήρχαν δεκατρία τμήματα που ονομάζονταν Resorty. Ένα από αυτά ήταν το Τμήμα Δημόσιας Ασφάλειας (Resort Bezpieczeństwa Publicznego) ή ΤΔΑ, με επικεφαλής τονΣτανίσουαφ Ραντκιέβιτς. Ήταν ένας πρόδρομος της πολωνικής κομμουνιστικής μυστικής αστυνομίας.[5][6]
Στις 31 Δεκεμβρίου 1944, ηΠΕΕΑ ενώθηκε με πολλά μέλη της πολωνικής εξόριστης κυβέρνησηςμε έδρα τοΛονδίνο, μεταξύ των οποίων καιοΣτανίσουαφ Μικοουάιτσικ (ο οποίος αργότερα διώχθηκε από τη χώρα). ΗΠΕΕΑστη συνέχεια μετατράπηκε σεΠροσωρινή Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Πολωνίας (πολωνικά: Rząd Tymczasowy Rzeczypospolitej Polskiej ή RTRP). Όλα τα τμήματα μετονομάστηκαν: το Τμήμα Δημόσιας Ασφάλειας έγινε Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας (Ministrystwo Bezpieczeństwa Publicznego).[5]
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 έως το 1954, το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας – που λειτουργούσε παράλληλα μετοΥπουργείο Άμυνας – ήταν ένας από τους μεγαλύτερους και ισχυρότερους θεσμούς στη μεταπολεμική Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας. Ήταν υπεύθυνο για εσωτερικές και ξένες πληροφορίες, αντικατασκοπεία, παρακολούθηση αντικρατικής δραστηριότητας στην Πολωνία καιστο εξωτερικό, παρακολούθηση κυβερνητικών και πολιτικών επικοινωνιών (υποκλοπές), επίβλεψη των τοπικών κυβερνήσεων, διατήρηση πολιτοφυλακής, συντήρηση φυλακών, πυροσβεστικών υπηρεσιών, υπηρεσιών διάσωσης, και περιπολία συνόρων. Επίσης, ήταν υπεύθυνο γιατα πολλά στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιουργήθηκαν από τοΛαϊκό Επιτροπείο Εσωτερικών Υποθέσεων (όπως τοστρατόπεδο εργασίας Ζγκόντα). Τον Ιούλιο του 1947, το Τμήμα Ασφάλειας απορρόφησε τοΤμήμα IIτου Γενικού Επιτελείου τουΠολωνικού Λαϊκού Στρατού (Πολωνική Στρατιωτική Πληροφορία). Στρατιωτική και πολιτική υπηρεσία πληροφοριών συγχωνεύτηκαν γιανα γίνουν τοΤμήμα VIIτου Υπουργείου Δημόσιας Ασφάλειας.[5][6]
Στη δεκαετία του 1950, το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας απασχολούσε περίπου 32.000 άτομα. Επίσης, το Τμήμα Ασφάλειας είχε τον έλεγχο σε πάνω από 41.000 στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένων 29.053 ιδιωτών και 2.356 αξιωματικών του Σώματος Εσωτερικής Ασφάλειας (Korpus Bezpieczeństwa Wewnętrznego, KBW),[7] 57.000 αξιωματικούς στην Πολιτοφυλακή (Milicja Obywatel), 32.000 αξιωματικούς και στρατιώτες στη συνοριοφυλακή (Wojska Ochrony Pogranicza), 10.000 σωφρονιστικούς υπαλλήλους (Straż Więzienna) και 125.000 μέλη της Εθελοντικής Εφεδρείας της Πολιτοφυλακής (Ochotnicza Rezerwa Milicji Obywatelskiej, ORMO), μιαπαραστρατιωτική αστυνομίαπου χρησιμοποιήθηκε για ειδικές επιχειρήσεις.[5]
Η πολιτική διείσδυση καιο στρατιωτικός έλεγχος στη χώρα από τηΣοβιετική Ένωση ήταν εμφανής στα πρώτα χρόνια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας. Η Σοβιετική Βόρεια Ομάδα Δυνάμεων βρισκόταν στην Πολωνία μέχρι το 1956. Η διοίκηση καιη διοικητική δομή των Πολωνικών Ενόπλων Δυνάμεων, των Πληροφοριών, της Αντικατασκοπίας, των ειδικών υπηρεσιών καιτων οργάνων εσωτερικής ασφάλειας τόσο των πολιτικών (UB) όσο καιτων στρατιωτικών (Κύρια Διεύθυνση Πληροφοριών του Πολωνικού Στρατού, ΚΔΠΣ), διεισδύθηκαν από σοβιετικές υπηρεσίες πληροφοριών καιαντι-αξιωματικών πληροφοριών, που χρησίμευσαν ως η κύρια εγγύηση της φιλοσοβιετικής πολιτικής του νέου πολωνικού σοσιαλιστικού κράτους. Ο Κόκκινος Στρατός παρείχε βοήθεια στηνΚΔΠΣ όχι μόνο μετη μορφή συμβούλων, αλλά καιμε τις δικές του παραστρατιωτικές μονάδες συμπεριλαμβανομένων τωνΛΕΚΑ, ΛΕΕΥ, GRU, SMERSHκαι, στα μετέπειτα χρόνια, μεταΥΚΑ, ΥΕΥκαιKGB.[5]
Ο πρώτος Ρώσος επικεφαλής σύμβουλος της ΚΔΠΣ ήταν ουποστράτηγοςΙβάν Σέροφ, ένας άρτια εκπαιδευμένος σταλινικός, έμπειρος στα σοβιετικά όργανα ασφαλείας. Ο Σέροφ έγινε διοικητής της πολιτοφυλακής που διοικούταν από τοΛαϊκό Επιτροπείο Εσωτερικών Υποθέσεων κατά τη διάρκεια τουΒ΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εργάστηκε ως επικεφαλής του Μυστικού Πολιτικού Τμήματος τουΛΕΕΥ, προτού γίνει Λαϊκός Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής ΔημοκρατίαςστηνΕΣΣΔ. Το 1941-1945, ήταν ο Πρώτος Αναπληρωτής Λαϊκός Επίτροπος της Κρατικής Ασφάλειας και αργότερα - Αναπληρωτής Λαϊκός Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων της Σοβιετικής Ένωσης. Μόλις έγινε κύριος σύμβουλος τουΤΑτο Μάρτιο του 1945, ο Σέροφ επέβλεψε την απαγωγή 16 κορυφαίων Πολωνών πολιτικών και ηγετών της υπόγειας αντίστασης, τους μετέφερε κρυφά στηΜόσχα, όπου βασανίστηκαν και ρίχτηκαν στη φυλακή μετά τη στημένη Δίκη των Δεκαέξι. Κανένας δεν επέζησε.[8][9]
Έγινε διείσδυση από πράκτορες της ΛΕΚΑκαιτουΛΕΕΥ – το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας ήταν γνωστό γιατην εγκληματική του φύση. Από τον Ιανουάριο του 1945 (ή, 22 Ιουλίου), τα επιζώντα μέλη τουΕσωτερικού Στρατού κατέθεσαν τα όπλα τους και έλαβαν επίσημη αμνηστία (που διήρκεσε έως τις 15 Οκτωβρίου). Οι περισσότεροι συνελήφθησαν από τοΤΑ επί τόπου, βασανίστηκαν και δικάστηκαν για προδοσία.[10]ΤοΤΑ διεξήγαγε βάναυση ειρήνευση πολιτών, μαζικές συλλήψεις, καθώς και πρόχειρες εκτελέσεις (δείτε: Εκτελέσεις στη φυλακή Μοκότουφ το 1951καιΔημόσια εκτέλεση στη Ντενμπίτσα) και μυστικές δολοφονίες.[11] Σύμφωνα με καταθέσεις τουΓιούζεφ Σφιάτουοκαι άλλων κομμουνιστικών πηγών, μόνο το 1945 ο αριθμός των μελών του Πολωνικού Υπόγειου Κράτους που απελάθηκαν στηΣιβηρίακαισε διάφορα στρατόπεδα εργασίας στη Σοβιετική Ένωση έφτασε τις 50.000.[12]
Συνολικά, τα έτη 1944–1956 περίπου 300.000 Πολωνοί πολίτες είχαν συλληφθεί, εκτων οποίων πολλές χιλιάδες καταδικάστηκαν σε μακροχρόνια φυλάκιση. Επιβλήθηκαν 6.000 θανατικές ποινές, οι περισσότερες από τις οποίες εκτελέστηκαν «στο μεγαλείο του νόμου». Είχε εισαχθεί ειδική πειθαρχική νομοθεσία, η οποία επέτρεπε την καταδίκη πολιτικών προσώπων ενώπιον στρατοδικείων, συμπεριλαμβανομένων νέων και παιδιών.[13]Τα δικαστήρια ασχολήθηκαν μετα υποτιθέμενα εγκλήματα και όχι μετην ηλικία καιτην ωριμότητα των θυμάτων. Για πολλά χρόνια, οι εισαγγελείς και δικαστές, καθώς και λειτουργοί του Υπουργείου Δημόσιας Ασφάλειας, της Υπηρεσίας Ασφαλείας του Υπουργείου Εσωτερικών και της Κεντρικής Διεύθυνσης Πληροφοριών του Πολωνικού Στρατού εμπλέκονταν σε πράξεις αναγνωρισμένες από τοδιεθνές δίκαιο ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότηταςκαι εγκλήματα κατά της ειρήνης. Οι λεγόμενοι «Καταραμένοι στρατιώτες» της αντικομμουνιστικής αντίστασης, που αντιτάχθηκαν στους νέους κατακτητές και επιτέθηκαν στα σταλινικά οχυρά, τελικά κυνηγήθηκαν από τις υπηρεσίες ασφαλείας τουΤΑκαιτα τμήματα δολοφονίας.[10]Οι υπόγειες κατασκευές είχαν καταστραφεί, καιτα περισσότερα μέλη του Εσωτερικού Στρατού και της ΕΕΑπου παρέμειναν αντίθετοι στον κομμουνισμό,[11][14] εκτελέστηκαν μετά από δίκες παρωδίες (που οργανώθηκαν μεταξύ άλλων από τους Χελένα Βολίνσκα-ΜπρουςκαιΣτανίσουαφ Ζαρακόφσκι) ή απελάθηκαν στο σοβιετικό σύστημα τωνΓκουλάγκ.[15]
Οι δύο αξιωματούχοι ταξίδεψαν στο Βερολίνο και μίλησαν μετον Μίλκε. Στις 5 Δεκεμβρίου 1953, την επομένη της συνάντησης μετον Μίλκε, ο Σφιάτουο αυτομόλησε στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω της στρατιωτικής τους αποστολής στοΔυτικό Βερολίνο. Την επόμενη μέρα, οι αμερικανικές στρατιωτικές αρχές μετέφεραν τον Σφιάτουο στηΦρανκφούρτηκαι μέχρι το Δεκέμβριο, ο Σφιάτουο είχε μεταφερθεί στηνΟυάσιγκτον, όπου υποβλήθηκε σε εκτενή αναφορά.[5]
ΟΓιούζεφ Σφιάτουο αυτομόλησε στη Δύση και μίλησε δημόσια για τις βάναυσες ενέργειες τουΤΑ
Η αποστασία του Σφιάτουο δημοσιοποιήθηκε ευρέως στις Ηνωμένες Πολιτείες καιτηνΕυρώπη από τις αμερικανικές αρχές, καθώς καιστην Πολωνία μέσω τουRadio Free Europe, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τις αρχές της Βαρσοβίας. Ο Σφιάτουο γνώριζε πολύ καλά την εσωτερική πολιτική της πολωνικής κυβέρνησης, ιδιαίτερα τις δραστηριότητες των διαφόρων μυστικών υπηρεσιών. Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, οι αμερικανικές εφημερίδες καιτο Radio Free Europe ανέφεραν εκτενώς την πολιτική καταστολή στην Πολωνία με βάση τις αποκαλύψεις του Σφιάτουο, συμπεριλαμβανομένων τωνβασανιστηρίων κρατουμένων υπό ανάκριση καιτων εκτελέσεων με πολιτικά κίνητρα. Ο Σφιάτουο περιέγραψε επίσης τις δυσκολίες μέσα στοΕνιαίο Εργατικό Κόμμα Πολωνίας.[5]
Μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων, ο Σφιάτουο είχε διαταχθεί να παραποιήσει στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν γιανα ενοχοποιηθεί οΒουαντίσουαφ Γκομούουκα, τον οποίο συνέλαβε προσωπικά. Είχε επίσης συλλάβει και παραποιήσει στοιχεία εναντίον τουΜάριαν Σπιχάλσκι, του μελλοντικού υπουργού Εθνικής Άμυνας, ο οποίος ήταν τότε κορυφαίος πολιτικός και υψηλόβαθμος στρατιωτικός.
Γραφείο Υπουργείου στη Βαρσοβία (σημερινό Υπουργείο Δικαιοσύνης)Περιφερειακή τοποθεσία του Γραφείου Δημόσιας Ασφάλειας στοSzczecin, Πολωνία
Τα πολιτικά και διοικητικά θέματα του Υπουργείου υπάγονταν στην εξουσία τουΓιάκουμπ Μπέρμαν, ενός σταλινικού από τοΕνιαίο Εργατικό Κόμμα Πολωνίας. Η δομή του Υπουργείου Δημόσιας Ασφάλειας άλλαζε συνεχώς από τον Ιανουάριο του 1945, καθώς το Υπουργείο επεκτεινόταν. Χωρίστηκε σε τμήματα και κάθε τμήμα υποδιαιρέθηκε σε τμήματα στα οποία ανατέθηκαν διαφορετικά καθήκοντα. Τον Ιανουάριο του 1945, το μεγαλύτερο καιτοπιο σημαντικό τμήμα τουΤΑ ήταν το Τμήμα Ένα, υπεύθυνο γιατηναντικατασκοπείακαιτις αντικρατικές δραστηριότητες. Επικεφαλής του ήταν ο στρατηγός Ρόμαν Ρομκόφσκι. ΤοΤμήμα Ι χωρίστηκε σε Τμήματα, καθένα από τα οποία ήταν υπεύθυνο γιαμια διαφορετική αλλά συγκεκριμένη λειτουργία που περιγράφεται μόνη τηςμετον ακόλουθο τρόπο:
Καταπολέμηση της γερμανικής κατασκοπείας και της παραμονής του ναζιστικού υπόγειου κινήματος στην Πολωνία.
Καταπολέμηση του αντιδραστικού υπόγειου κινήματος.
Καταπολέμηση της πολιτικής ληστείας.
Προστασία της εθνικής οικονομίας.
Προστασία των νόμιμων πολιτικών κομμάτων από εξωτερική (υπόγεια) διείσδυση.
Οι καταστολές των πολιτικών αντιπάλων αναζωπυρώθηκαν μετά τηνπολωνική πολιτική κρίση του 1968. Μετην εμφάνιση του κινήματος Αλληλεγγύηςτο 1980, οΛεχ Βαλέσα βρισκόταν υπό τη συνεχή επιτήρηση τουΥΑ. Καθ΄ όλη τη διάρκεια τουστρατιωτικού νόμου (1981-1983), τοΥΑ διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην υποκλοπή τηλεφώνων σε δημόσιους χώρους και ιδρύματα. Συμμετείχε επίσης σε διείσδυση στις επιτροπές και τις συγκεντρώσεις της Αλληλεγγύης.
Τα βασανιστήρια καιη εκτέλεση του καθολικού ιερέα Γέζι Ποπιεουούσκο από μέλη τουΥΑ (που αργότερα καταδικάστηκαν για φόνο) το 1984 συγκλόνισαν την Πολωνία. Η υπηρεσία είναι επίσης ύποπτη γιατη δολοφονία τουΣτανίσουαφ Πίγιας, του καθολικού ιερέα Στέφαν Νιεντζιέλακ και αναφέρεται ότι κακοποίησε τον ιερέα Ρόμαν Κότλας, ο οποίος πέθανε μυστηριωδώς[16] μετά από ξυλοδαρμό.
Στρατόπεδο εργασίας Ζγκόντα, στρατόπεδο συγκέντρωσης γιαΣιλέσιους, Γερμανούς και Πολωνούς, το οποίο λειτουργούσε το 1945 από την πολωνική μυστική αστυνομία
↑KOR, A history of the Worker's Defense Committee in Poland, 1976 – 1981, by Jan Jósef Lipski, Translated by Olga Amsterdamska and Gene M. Moore, University of California Press, 1985, σελ. 36
Λέσεκ Παβλικόβιτς, Tajny Front Zimnej Wojny: Uciekinierzy z polskich służb specjalnych 1956–1964, Oficyna Wydawnicza RYTM, 2004, 1η έκδοση
Henryk Piecuch, Akcje Specjalne: Od Bieruta do Ochaba, (μέρος μιας σειράς: Tajna Historia Polski, Agencja Wydawnicza CB, Βαρσοβία, 1996
Nigel West, Trzecia Tajemnica: Kulisy zamachu na Papieża , δημοσίευση. στοSensacje XX Wieku
Metody Pracy Operacyjnej Aparatu Bezpieczństwa wobec kościołów i związków zawodowych 1945–1989, ΙΕΜ, Βαρσοβία, 2004 (Μέθοδοι επιχειρησιακής εργασίας των οργάνων ασφαλείας κατά των εκκλησιών καιτων συνδικάτων, έκδοση 1994 Ινστιτούτο Εθνικής Μνήμης)
Normam Polmar, Thomas Allen – Księga Szpiegów (The Book of Spies), Wydawnictwo Magnum, Βαρσοβία, 2000
Zbigniew Błażyński (2003). Mówi Józef Światło: Za kulisami bezpieki i partii 1940–1955. Βαρσοβία. ISBN978-83-7629-457-5.