Το 1939 η Bristol πρότεινε την ανάπτυξη ενός βομβαρδιστικού με βάση τοBeaufighter, πουθα προωθούνταν από δύο κινητήρες Hercules. Εκείνη την περίοδο ο σχεδιασμός προέβλεπε την προμήθεια μέσων βομβαρδιστικών από τις ΗΠΑ προκειμένου η βρετανική βιομηχανία να μπορέσει να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη καιτην παραγωγή βαρέων τύπων. Παρόλα αυτά είχε ζητηθεί η ανάπτυξη ενός αεροσκάφους αυτής της κλάσης εγχώρια, κατά προτίμηση με βάση κάποιο υπάρχον αεροσκάφος, κάτι που πρακτικά σήμαινε με βάση το Beaufighter ή τοBeaufort. Η Bristol ονόμασε αρχικά το νέο αεροσκάφος Bristol Type 161 και αργότερα Type 162 Beaumont.[1]Το Υπουργείο Αεροπορίας ζητούσε βάσει της απαίτησης Β/7/40 την ανάπτυξη ενός μέσου βομβαρδιστικού πουθα αντικαθιστούσε το Blenheim. Το Beaumont κάλυπτε τις ανάγκες με αποτέλεσμα να δοθεί στην εταιρεία παραγγελία γιατην ολοκλήρωση τριών πρωτοτύπων. Ηάτρακτοςκαιτο ουραίο των αεροσκαφών αυτών προέρχονταν από το Beaufighter ενώ το εμπρόσθιο καιτο κεντρικό μέρος της ατράκτου ήταν νέας σχεδίασης. Αμυντική προστασία παρείχαν δύο πυργίσκοι πολυβόλων.
Η ανάπτυξη των πρωτοτύπων ξεκίνησε στα τέλη του 1940, όμως λόγω των αλλαγών των απαιτήσεων και της ανάγκης για ανώτερες επιδόσεις κατέστη σύντομα σαφές ότι το Beaumont θα ήταν ανεπαρκές. Προκειμένου να μπορεί το αεροσκάφος να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα η κατασκευάστρια το επανασχεδίασε προκειμένου να μπορεί να χρησιμοποιεί τους κινητήρες Bristol Centaurus.[1] Πλέον το αεροσκάφος, που διέθετε επίσης μεγαλύτερες πτέρυγες, ονομάζονταν Type 163 Buckingham.[1] Διέθετε οπλισμό στο ρύγχος[2] καθώς καισε πυργίσκους στο πάνω καιτο κάτω μέρος της ατράκτου. Ο πλοηγός/βομβαρδιστής κάθονταν σε κοιλιακή γόνδολα στο μέσο της ατράκτου.[3]Το αεροσκάφος πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση στις 4 Φεβρουαρίου 1944[4] αλλά κατά την διάρκεια των δοκιμών παρουσίασε προβλήματα ευστάθειας με αποτέλεσμα να γίνουν διάφορες αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της τοποθέτησης μεγαλύτερων κάθετων ουραίων.[3]
Όταν ξεκίνησε η παραγωγή, οι επιχειρησιακές ανάγκες ήταν ήδη διαφορετικές. Τα Buckingham ήταν ακατάλληλα για αποστολές στο θέατρο επιχειρήσεων της Ευρώπης. Τον Ιανουάριο του 1944 αποφασίστηκε να σταλούν σε άλλα μέτωπα προς αντικατάσταση των παλαιότερων Vickers Wellington.[5]Τα αεροσκάφη ήταν προβληματικά ως προς τον χειρισμό με συνέπεια τον Αύγουστο του 1944 να διακοπεί η ανάπτυξή τους.[6] Προκειμένου να μείνουν οι γραμμές παραγωγής ανοικτές, αποφασίστηκε η συνέχιση της κατασκευής τους για ένα διάστημα, αλλά για χρήση σε άλλους ρόλους. Τελικά μόνο 54 ολοκληρώθηκαν ως βομβαρδιστικά, ενώ από τα εναπομείναντα πολλά μετατράπηκαν σε ταχέα μεταφορικά, χωρίς αμυντικό οπλισμό. Η χρήση τους ήταν πολύ περιορισμένη.[3] Άλλα 65 ολοκληρώθηκαν σαν εκπαιδευτικά μετην ονομασία Buckmaster[7][8]και παρέμειναν σε υπηρεσία μετηνRAFσε αυτό τον ρόλο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950.[3]
Buttler, Tony. British Secret Projects: Fighters and Bombers 1935-1950. Hinckley, UK: Midland Publishing, 2004. ISBN 1-85780-179-2.
Buttler, Tony. "Left Behind By Progress: The Bristol Buckingham". Air International, Vol, 52, No 3, March 1997, pp. 182–187. ISSN 0306-5634.
Mondey, David. The Hamlyn Concise Guide to British Aircraft of World War II. London: Aerospace Publishing Ltd., 1982 (reprint 1994). ISBN 1-85152-668-4.
Winchester, Jim. The World's Worst Aircraft: From Pioneering Failures to Multimillion Dollar Disasters. London: Amber Books Ltd., 2005. ISBN 1-904687-34-2.