Οιουσίες που αντιδρούν μετο θειοβαρβιτουρικό οξύ (Thiobarbituric acid reactive substances, TBARS) σχηματίζονται ως παραπροϊόντα της υπεροξείδωσης των λιπιδίων (δηλαδή ως προϊόντα διάσπασης των λιπών) που μπορεί να ανιχνευθεί μετην μέθοδο TBARS, χρησιμοποιώντας θειοβαρβιτουρικό οξύ ως αντιδραστήριο.
Επειδή οιδραστικές ρίζες οξυγόνου (ROS) έχουν εξαιρετικά σύντομο χρόνο ημιζωής, είναι δύσκολο να μετρηθούν άμεσα. Αντίθετα, αυτό που μπορεί να μετρηθεί είναι τα διάφορα προϊόντα της ζημιάς που προκαλείται από τοοξειδωτικό στρες, όπως οι TBARS.[1]
Ο προσδιορισμός των TBARS μετρά τηνμηλονική διαλδεΰδη (μαλονδιαλδεϋδη, MDA) που περιέχεται στο δείγμα, καθώς καιτην MDA που δημιουργείται από τις λιπιδικές υδροπεροξειδάσες κάτω από τις υδρολυτικές συνθήκες της αντίδρασης.[2]Η MDA είναι ένα από τα πολλά χαμηλού μοριακού βάρους προϊόντα που σχηματίζονται μέσω της αποσύνθεσης συγκεκριμένων προϊόντων της υπεροξείδωσης των λιπιδίων. Η μέτρηση της MDA είναι λοιπόν μία φωτομετρική μέθοδος γιατον προσδιορισμό του βαθμού υπεροξείδωσης των λιπιδίων.
Ωστόσο, ορισμένα μόνο προϊόντα της υπεροξείδωσης των λιπιδίων παράγουν MDA και, επιπλέον, η MDA δεν είναι ούτε το μοναδικό τελικό προϊόν της σύνθεσης και αποσύνθεσης υπεροξειδίων των λιπιδίων, ούτε μια ουσία που παράγεται αποκλειστικά μέσω της υπεροξείδωσης των λιπιδίων. Αυτές και άλλες παραδοχές με βάση καιτην εκτεταμένη βιβλιογραφία σχετικά μετην MDA, την δραστικότητα του θειοβαρβιτουρικού καιτην οξειδωτική αποικοδόμηση των λιπιδίων υποστηρίζουν το συμπέρασμα ότι ο προσδιορισμός της MDA καιη μέθοδος του θειοβαρβιτουρικού μπορεί να αποτελέσει, στην καλύτερη περίπτωση, μία περιορισμένη και σχετικά εμπειρική μέθοδο γιατην μελέτη της πολύπλοκης διαδικασίας της υπεροξείδωσης των λιπιδίων. Η χρησιμοποίηση της ανάλυσης της MDA και/ή η μέθοδος του θειοβαρβιτουρικού και ερμηνεία της περιεχομένης σε δεδομένο δείγμα MDA απαιτούν προσοχή, διακριτικότητα και, ιδιαίτερα σε βιολογικά συστήματα, συσχετικά δεδομένα από άλλους δείκτες σχηματισμού και αποσύνθεσης υπεροξειδίων των λιπιδίων.[3]