Στα τέλη του 1934 το Ναυτικό εξέδωσε απαίτησεις γιατην ανάπτυξη νέου αναγνωριστικού-βομβαρδιστικού καθώς και νέου τορπιλοπλάνου-βομβαρδιστικού.[1] Προτάσεις υπέβαλαν οκτώ εταιρείες ανάπτυξης και κατασκευής αεροσκαφών, εκτων οποίων τα μισά ήταν μονοπλάνακαιτα υπόλοιπα διπλάνα.[2][N 1]
ΤοΓραφείο Αεροναυτικής (Bureau of Aeronautics, BuAer) εξέφραζε εκείνη την περίοδο σοβαρές ενστάσεις γιατο κατά πόσον ήταν δόκιμη η επιχειρησιακή αξιοποίηση των μονοπλάνων μετααεροπλανοφόρατου.[3] Συνέπεια της στάσης αυτής ήταν να αναπτυχθεί το διπλάνο XSB3U-1 ως συμβατική εναλλακτική γιατο σύγχρονο μονοπλάνο XSB2U-1 που ανέπτυσσε παράλληλα η Vought. Το μοναδικό XSB3U που κατασκευάστηκε ποτέ προέκυψε από τη μετατροπή του τελευταίου Vought SBU Corsair παραγωγής.[2] Ήταν δε επί της ουσίας πανομοιότυπο με αυτό, αφού είχε γενική δομή, συμπεριλαμβανομένου του κλειστού πιλοτηρίου καιτου αστεροειδούς κινητήρα Pratt & Whitney R-1535. Οι επιφάνειες καθώς καιτο κάλυμμα του κινητήρα ήταν βελτιωμένα ως προς την αεροδυναμική. Επιπλέον το XSB3U είχε πλήρως ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης.[3]
Τον Απρίλιο του 1936 το πρωτότυπο παραδόθηκε στον αεροναύσταθμο της Anacostia προκειμένου να γίνει η αξιολόγησή του από το Ναυτικό.[4] εκείνη την περίοδο πραγματοποιήθηκε καιη αξιολόγηση του κυριότερου ανταγωνιστικού σχεδίου, του XSB2U-1.[3] Κατά τη διάρκεια των πτητικών δοκιμών κατέστη σαφής η ανωτερότητα του μονοπλάνου έναντι του διπλάνου σε όλες τις παραμέτρους.[5] Παρόλα αυτά οι εντυπώσεις γιατο σύστημα προσγείωσης του XSB3U ήταν ιδιαίτερα θετικές, μετην όλη διάταξη να κρίνεται ανώτερη των περισσοτέρων σύγχρονών της.[6]
Μετά το πέρας της αξιολόγησης, το XSB3U παρέμεινε στην κατοχή του Ναυτικού και αξιοποιήθηκε γιατη διεξαγωγή δοκιμών καθώς καισαν αεροσκάφος συνδέσμου.[3]ΗNACA επίσης χρησιμοποίησε το αεροσκάφος σε δοκιμές στο διάστημα Αυγούστου 1938-Ιανουαρίου 1939, ενώ στη συνέχεια επιστράφηκε στο Ναυτικό.[7][8]