Η σύγχρονη αγγλική γλώσσα, η οποία μερικές φορές χαρακτηρίζεται ως η πρώτη παγκόσμια lingua franca[3][4], κατέχει κυρίαρχη θέση ως διεθνής γλώσσα στους τομείς των επικοινωνιών, της επιστήμης, των επιχειρήσεων, της πολιτικής και της διπλωματίας, της ψυχαγωγίας, της αεροναυτιλίας και της ραδιοεπικοινωνίας, καιτων ηλεκτρονικών υπολογιστών καιτου διαδικτύου [5]. Αποτελεί μία από τις συνολικά έξι επίσημες γλώσσες τουΟργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μία από τις 23 επίσημες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου κατέχει τη δεύτερη θέση ως μητρική γλώσσα καιτην πρώτη ως ξένη γλώσσα με ποσοστό 51%, τη μοναδική επίσημη της Κοινοπολιτείας των Εθνών, ενώ χρησιμοποιείται καισε πολλούς ακόμη διεθνείς οργανισμούς.
Ηπαλιά αγγλική γλώσσα ήταν κατά βάση γερμανική ως προς το λεξιλόγιο και έμοιαζε αρκετά με γλώσσες όπως ταολλανδικάκαιταφριζικά. Το 1066 ηνορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας άλλαξε για πάντα την αγγλική γλώσσα, καθώς η χρήση της αγγλονορμανδικής και της λατινικής γλώσσας στην κυβέρνηση για τρεις αιώνες οδήγησε στην δημιουργία μιας αγγλικής γλώσσας με πολύ μεγάλο ποσοστό λατινικών λέξεων, σχεδόν 60%, ενώ το ποσοστό των γερμανογενών λέξεων είναι 25 με 35%. Έρευνες θέτουν το ποσοστό ελληνικών λέξεων στα αγγλικά γύρω στο 5 με 6% του συνολικού λεξιλογίου της αγγλικής.[6] Έχουν υπάρξει ανεπιτυχείς προσπάθειες γιατην αντιστροφή αυτής της αλλαγής στο διάβα των αιώνων.
Αφετηρία της τεράστιας εξάπλωσης της αγγλικής γλώσσας υπήρξε η ίδρυση αποικιών, οι πολεμικές κατακτήσεις καιοι διπλωματικές συμφωνίες, οι οποίες οδήγησαν στην ίδρυση κτήσεων, αποικιακών κρατών και προτεκτοράτων καιστην κατοχή περιοχών υπό το καθεστώς της εντολής, τις οποίες πέτυχε το Ηνωμένο Βασίλειο από τον 16ο έως καιτον 20ό αιώνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στα τέλη του 19ου αιώνα η πολιτική ισχύς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας επέβαλε την αναγνώριση της αγγλικής γλώσσας σε παγκόσμιο επίπεδο [7].
Ένας ακόμη σημαντικός λόγος που βοήθησε στην εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας, αποτέλεσε η ανάδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η πλειοψηφία των κατοίκων των οποίων έχει ως μητρική γλώσσα την αγγλική, σευπερδύναμη μετά τονΒ’ παγκόσμιο πόλεμοκαιη επακόλουθη οικονομική και πολιτιστική επιρροή τους παγκοσμίως, μετη βοήθεια και της εξάπλωσης των μέσων ενημέρωσης καιτου διαδικτύου [3].
Η γνώση της αγγλικής έχει καταστεί απαραίτητη σε ένα ευρύ εργασιακό φάσμα, ενώ σε πολλές χώρες, στις οποίες δεν αποτελεί επίσημη γλώσσα, είναι απαραίτητη ως προσόν γιατην εξεύρεση εργασίας, με αποτέλεσμα πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλον τον κόσμο νατην μιλούν, τουλάχιστον στο βασικό της επίπεδο. Στο ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης τα Αγγλικά διδάσκονται από την τρίτη τάξη του Δημοτικού μέχρι την τρίτη τάξη του Λυκείου ως πρώτη ξένη γλώσσα.
Η παγκόσμια εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας καιη χρήση της ως διεθνούς γλώσσας, συνέτεινε στη συρρίκνωση της γλωσσικής ποικιλομορφίας, κυρίως στις περιοχές της Αυστραλασίας και της Βόρειας Αμερικής, ενώ μέσω της συνεχούς επίδρασής της, συνέτεινε στη γλωσσική φθορά άλλων γλωσσών, από την άποψη του λεξιλογίου, της γραμματικής καιτου συντακτικού [8].
Από την άλλη μεριά, όμως, αυτή καθαυτή η παγκόσμια εξάπλωσή της συνέτεινε στη φθορά της ίδιας της αγγλικής γλώσσας από τις κατά τόπους πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες τη χρησιμοποιούσαν καιτη χρησιμοποιούν, γεγονός το οποίο κατέληξε έως καιστη δημιουργία γλωσσών διαφορετικής γλωσσικής οικογένειας, όπως είναι οικρεολικές γλώσσεςκαιοιγλώσσες πίτζιν.
Πριν από την κατάκτηση της Βρετανίας από τους Ρωμαίους, αρχικά από τονΙούλιο Καίσαρατο 55 π.Χ. καιστη συνέχεια από τονΚλαύδιοτο 42 μ.Χ., δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες γιατη γλώσσα η οποία μιλιόταν στα Βρετανικά νησιά. Οι Ρωμαίοι, όταν έφτασαν στη Βρετανία, βρήκαν ένα Κελτικό φύλο, τους Βρετανούς, οι οποίοι είχαν έλθει προγενέστερα ως εισβολείς από την ηπειρωτική Ευρώπη, γύρω στα μέσα της πρώτης χιλιετίας π.Χ.. Οι Βρετανοί αντιστάθηκαν πεισματικά στη ρωμαϊκή εισβολή, όμως τελικά νικήθηκαν καιοι Ρωμαίοι σταδιακά κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας.
Παρ' όλα αυτά, η ρωμαϊκή εξουσία περιορίστηκε εξαιτίας των φυσικών εμποδίων, τα οποία οριοθετούσαν τα όρη της Σκωτίαςκαι της Ουαλίας, στα οποία κατέφυγαν οι Κέλτες. Έτσι, οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν να περιοριστούν στα ήδη κατακτημένα εδάφη, κτίζοντας τείχη, όπως το περίφημο Τείχος του Αδριανού, τμήματα του οποίου σώζονται έως σήμερα, κατασκευάζοντας στρατόπεδα και οχυρώνοντας πόλεις γιανα προστατευθούν από τις επιθέσεις των ορεσίβιων κελτικών φύλων. Έξω από την ελεγχόμενη από τους Ρωμαίους περιοχή, η παλαιά κελτική γλώσσα ήταν σε σχεδόν αποκλειστική χρήση καιταΛατινικάδεν κατάφεραν να επιβληθούν, όπως συνέβη στην υπόλοιπη Αγγλίακαι κυρίως στις μεγαλύτερες πόλεις της [9]. Τελικά το 410 οι Ρωμαίοι αποχώρησαν γιανα υπερασπιστούν την ίδια τηΡώμηη οποία απειλούνταν από τους Γότθους.
Το κενό εξουσίας στα Βρετανικά νησιά έδωσε την ευκαιρία στους Σκώτους και τους Πίκτους από τον βορρά να επιχειρούν συνεχείς επιδρομές λεηλατώντας και καταδιώκοντας τούς υπό ρωμαϊκή πολιτιστική επιρροή Κέλτεςοι οποίοι αναγκάστηκαν να ζητήσουν βοήθεια από τους Ρωμαίους. Οι Ρωμαίοι, όμως ήταν τόσο απασχολημένοι μετα δικά τους προβλήματα, πουη έκκληση απευθύνθηκε εις ώτα μη ακουόντων. Έτσι, οι Ρωμαιο-Κέλτες αυτοί, αναγκάσθηκαν να αναζητήσουν αλλού βοήθεια και προσέφυγαν στις γερμανικές φυλές τωνΣαξόνωνοι οποίοι κατοικούσαν στις ακτές της σημερινής βόρειας Γερμανίας.
Παρ' όλη τη μακρά ιστορική παρουσία των κελτικών γλωσσών στα Βρετανικά νησιά, οι επιρροές τους στην αγγλική γλώσσα είναι αξιοσημείωτα μικρές. Ελάχιστες είναι οι λέξεις τις οποίες η αγγλική υιοθέτησε από τα κελτικά κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και ακόμη λιγότερες αυτές οι οποίες παρέμειναν σε χρήση έως σήμερα, από τις οποίες πολλές μόνον σε διαλεκτική χρήση [10][11].
Παρ' όλα αυτά, αρκετές κελτικές λέξεις επέζησαν ως γλωσσικά απολιθώματα σε πολυάριθμα τοπωνύμια [12], όπως:
Ονομασίες ποταμών: Aire, Avon (= ποταμός), Don, Doune (οι δύο τελευταίες λέξεις προέρχονται από μια λέξη γιατο νερό), Exe, Ouse, Stour, Tees, Thames, Trent, Usk, Wey, Wye.
Ονομασίες πόλεων, είτε εξ ολοκλήρου: Dover (= νερό), Glasgow, Kent, London (όνομα φυλής), York, είτε ως πρώτο συνθετικό: dun (= προστατευμένος τόπος) > Dundee, Dunbar, Dunedin, kill (= εκκλησία) > Kildare, Kilkenny, caer (= οχυρωμένος τόπος) > Caerleon, Carlisle, Cardiff, pen (= κορυφή, λόφος) Pendle, llan (= άγιος) Llangollen, Llandudno, ή ως δεύτερο: combe (= κοίλωμα, κοιλότητα) Ilfracombe. Ακόμη το πρώτο συνθετικό στα ονόματα των πόλεων Dorchester, Gloucester, Manchester, Winchester, Salisbury είναι κελτικής προέλευσης με δεύτερο συνθετικό τις λέξεις της αρχαίας αγγλικής γλώσσας ceaster (< λατ. castra, civitas < ελλ. κεῖται) = στρατόπεδο > πόλη και burgh = φρούριο, οχυρό.
ΤαΛατινικά γενικά άσκησαν μεγάλη επιρροή στην ιστορία της αγγλικής γλώσσας. Στην περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας (55 π.Χ. - 410 μ.Χ.) οι λεγεωνάριοι του ρωμαϊκού στρατού καιοι έμποροι από την ηπειρωτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έδωσαν νέα ονόματα σε αντικείμενα της περιοχής και εισήγαγαν νέες έννοιες, χρησιμοποιώντας πολλές φορές λέξεις τις οποίες οι ίδιοι είχαν δανειστεί από ταΕλληνικά. Περίπου οι μισές από αυτές τις λέξεις αφορούσαν σε φυτά, ζώα, φαγητά και ποτά, και οικιακά είδη, ενώ λέξεις οι οποίες αφορούσαν σε άλλους σημαντικούς τομείς είχαν σχέση μετην ένδυση, τα κτήρια καιτην κατασκευή τους, τους στρατιωτικούς και τους νομικούς θεσμούς, το εμπόριο καιτη θρησκεία [13].
Η αγγλική γλώσσα προέρχεται από τις αγγλοφριζικές διαλέκτους τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι γερμανικής καταγωγής άποικοι, οι οποίοι προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές της σημερινής βορειοδυτικής Γερμανίαςκαι της βόρειας Ολλανδίας. Αρχικά, τααρχαία αγγλικά ήταν ένα συνονθύλευμα διαφορετικών διαλέκτων, γεγονός το οποίο αντικατόπτριζε τη διαφορετική γεωγραφική προέλευση τωναγγλοσαξονικών βασιλείων της Αγγλίας. Μία από αυτές τις διαλέκτους, ηύστερη δυτική σαξονική, έμελε τελικά να υπερισχύσει. Η πρωταρχική αρχαία αγγλική γλώσσα επηρεάστηκε στη συνέχεια από τα δύο κύματα εισβολέων στα Βρετανικά νησιά. Το πρώτο έλαβε χώρα κατά τον 8οκαι 9ο αιώνα, όταν κατακτητές οι οποίοι προέρχονταν από τη Σκανδιναβία και μιλούσαν γλώσσες τουβόρειου γερμανικού υποκλάδουτουγερμανικού κλάδου εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Βρετανίας. Το δεύτερο συνέβη κατά τον 11ο αιώνα, όταν έφτασαν οιΝορμανδοί, οι οποίοι μιλούσαν τηναρχαία νορμανδική γλώσσακαι τελικά ανάπτυξαν μια αγγλική διάλεκτο η οποία ονομάζεται αγγλονορμανδική γλώσσα. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι καταβολές της αγγλικής γλώσσας συνέτειναν στονα παρουσιάζεται αυτή ως μικτή γλώσσα (σαν υβριδική μορφή γερμανικής και ιταλικής γλώσσας) χωρίς, όμως, να είναι στην πραγματικότητα, αφού η γραμματική της αγγλικής καιτο μεγαλύτερο μέρος του βασικού λεξιλογίου παραμένει γερμανικό. Σήμερα το γερμανογενές λεξιλόγιο στα αγγλικά είναι γύρω στο 30% και ένα 5-6% προέρχεται από τα ελληνικά μέσω των λατινικών.[6]
Ο συγχρωτισμός των πρώτων αποίκων με τους σκανδιναβούς εισβολείς, είχε ως αποτέλεσμα τη γραμματική απλοποίηση καιτον λεξιλογικό εμπλουτισμό του αρχικού αγγλοφριζικού γλωσσικού υποστρώματος. Η νορμανδική κατάκτηση οδήγησε στον εγκεντρισμό, πάνω σ' αυτό το γερμανικό γλωσσικό υπόστρωμα, ενός περισσότερο εκλεπτυσμένου φάσματος λέξεων από τονΙταλικό κλάδο. Αυτή η νορμανδική γλωσσική επιρροή εισέβαλε στα αγγλικά κυρίως μέσω της δικαστικής και της κυβερνητικής γλώσσας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η αγγλική γλώσσα αναπτύχθηκε στον μέγιστο βαθμό ως δανειζόμενη γλώσσα, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τη μεγάλη ευελιξία και προσαρμοστικότητα, καιτο τεράστιο λεξιλόγιο.
Πολλές γαλλικές λέξεις είναι κατανοητές σε κάποιον αγγλόφωνο (παρά το γεγονός ότι η ακουστική κατανόηση δεν είναι ανάλογη μετην οπτική, λόγω της συχνά διαφορετικής προφοράς των λέξεων), ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης εκτεταμένου λεξιλογικού υλικού από τανορμανδικάκαιταγαλλικά μετά τη νορμανδική κατάκτηση και κατευθείαν από τα γαλλικά κατά τους επόμενους αιώνες (κοντά 30%). Ως αποτέλεσμα, μεγάλο μέρος του αγγλικού λεξιλογίου προέρχεται από τα γαλλικά, με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις στην ορθογραφία (κυρίως στις καταλήξεις των λέξεων, στη χρήση παρωχημένων μορφών γαλλικής ορθογράφησης, κ.λπ.), όπως επίσης καιστην κατά περιπτώσεις νοηματική διαφοροποίηση. Η προφορά των λέξεων οι οποίες αποτελούν γλωσσικά δάνεια από τα γαλλικά, έχει πλέον προσαρμοστεί ολοκληρωτικά στα αγγλικά πρότυπα και ακολουθεί το τυπικό υπόδειγμα τονισμού των γερμανικών γλωσσών.
Παράλληλα λόγω της λατινικής επιρροής το ελληνικό λεξιλόγιο στα αγγλικά είναι πολύ πιο εκτενές σε σχέση με τις υπόλοιπες γερμανικές γλώσσες. Και αυτές έχουν προσαρμοστεί στον τονισμό της αγγλικής γλώσσας.
↑Όλες οι αναφορές στην προφορά λέξεων σύμφωνα μετοΔιεθνές Φωνητικό Αλφάβητο βασίζονται στοCambridge Advanced Learner's Dictionary, (Cambridge University Press, 2008)[1].
↑"Global English: gift or curse?", Cambridge Journals, 4 Απριλίου 2005 (Cambridge University Press, 2005)
[3] (ανάκτηση 17 Ιουλίου 2008).
↑"The triumph of English", The Economist, 20 Δεκεμβρίου 2001 [4] (ανάκτηση 17 Ιουλίου 2008).
↑ 6,06,1Finkenstaedt, Thomas· Dieter Wolff (1973). Ordered profusion; studies in dictionaries and the English lexicon. C. Winter. ISBN3-533-02253-6.
↑Lecture 7: World-Wide English, EHistLing [5] (ανάκτηση 17 Ιουλίου 2008).
↑David Crystal, Cambridge Encyclopedia of the English Language (Cambridge University Press, 1995), σελ. 106.
↑C. E. & J. M. Eckersley, A comprehensive English Grammar (Longman, 7η ανατύπωση 1970), σελ. 417.
↑C. E. & J. M. Eckersley, A comprehensive English Grammar (Longman, 7η ανατύπωση 1970), σελ. 417-8 και David Crystal, Cambridge Encyclopedia of the English Language (Cambridge University Press, 1995), σελ. 8.
↑Όλες οι ετυμολογικές αναφορές βασίζονται στο Eric Partridge, Origins, a Short Etymological Dictionary of Modern English (Routledge, ανατύπωση 2006 της 19664).
↑C. E. & J. M. Eckersley, A comprehensive English Grammar (Longman, 7η ανατύπωση 1970), σελ. 418 και David Crystal, Cambridge Encyclopedia of the English Language (Cambridge University Press, 1995), σελ. 9.
↑David Crystal, Cambridge Encyclopedia of the English Language (Cambridge University Press, 1995), σελ. 8.
Albert C. Baugh and Thomas Cable, A History of the English Language, London 2002, ISBN 978-0-13-015166-7.
Frederic G. Cassidy, Geographical Variation of English in the United States, in Richard W. Bailey and Manfred Görlach, English as a World Language, Ann Arbor 1982, 177-210, ISBN 978-3-12-533872-2.