ορείχαλκος
- ορείχαλκος < Πρότυπο:προσχέδιο-ετυμ
Πρότυπο:-ουσ- ορείχαλκος αρσενικό
- κράμα χαλκού - ψευδαργύρου, κοινώς μπρούντζος ή μπρούτζος. Συχνά συγχέεται
μ ε τ ο κρατέρωμα,π ο υ είναι κράμα χαλκού - κασσίτερου.
Πρότυπο:-ουσ- ορείχαλκος αρσενικό