ορείχαλκος
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ορείχαλκος | ορείχαλκ | ||
γενική | ορείχαλκ & ορειχάλκ |
ορείχαλκ & ορειχάλκ | ||
αιτιατική | ορείχαλκ |
τους | ορείχαλκους & ορειχάλκους | |
κλητική | ορείχαλκ |
ορείχαλκ | ||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ορείχαλκος < μεσαιωνική ελληνική ορείχαλκος
Ουσιαστικό
ορείχαλκος αρσενικό
- κράμα χαλκού - ψευδαργύρου, κοινώς μπρούντζος ή μπρούτζος. Συχνά συγχέεται
μ ε τ ο κρατέρωμα,π ο υ είναι κράμα χαλκού - κασσίτερου.