ορείχαλκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん ορείχαλκος οおみくろんιいおた ορείχαλκοおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん ορείχαλκοおみくろんυうぷしろん
ορειχάλκοおみくろんυうぷしろん
τたうωおめがνにゅー ορείχαλκωおめがνにゅー
ορειχάλκωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー ορείχαλκοおみくろん τους ορείχαλκους
ορειχάλκους
     κλητική ορείχαλκεいぷしろん ορείχαλκοおみくろんιいおた
Οおみくろんιいおた δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορείχαλκος < μεσαιωνική ελληνική ορείχαλκος

Ουσιαστικό

ορείχαλκος αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις