καλλιμάρμαρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Ηいーた εκτυπώσιμη έκδοση δでるたεいぷしろんνにゅー υποστηρίζεται πλέον κかっぱαあるふぁιいおた μπορεί νにゅーαあるふぁ έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες τたうοおみくろんυうぷしろん περιηγητή σας κかっぱαあるふぁιいおた παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά τたうηいーたνにゅー προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης τたうοおみくろんυうぷしろん περιηγητή σας.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん καλλιμάρμαρος ηいーた καλλιμάρμαρηいーた τたうοおみくろん καλλιμάρμαροおみくろん
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん καλλιμάρμαροおみくろんυうぷしろん της καλλιμάρμαρης τたうοおみくろんυうぷしろん καλλιμάρμαροおみくろんυうぷしろん
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー καλλιμάρμαροおみくろん τたうηいーたνにゅー καλλιμάρμαρηいーた τたうοおみくろん καλλιμάρμαροおみくろん
     κλητική καλλιμάρμαρεいぷしろん καλλιμάρμαρηいーた καλλιμάρμαροおみくろん
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた καλλιμάρμαροおみくろんιいおた οおみくろんιいおた καλλιμάρμαρες τたうαあるふぁ καλλιμάρμαραあるふぁ
      γενική τたうωおめがνにゅー καλλιμάρμαρωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー καλλιμάρμαρωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー καλλιμάρμαρωおめがνにゅー
    αιτιατική τους καλλιμάρμαρους τις καλλιμάρμαρες τたうαあるふぁ καλλιμάρμαραあるふぁ
     κλητική καλλιμάρμαροおみくろんιいおた καλλιμάρμαρες καλλιμάρμαραあるふぁ
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καλλιμάρμαρος < καλλι- + μάρμαρ(οおみくろん) + -ος [1]

Επίθετο

καλλιμάρμαρος, -ηいーた, -οおみくろん

  • χαρακτηρισμός οικοδομήματος τたうοおみくろん οποίο έχουν χτίσει ή επενδύσει μみゅーεいぷしろん μάρμαρα εξαιρετικής ποιότητας

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. καλλιμάρμαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας