îlot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
îlot < islot < île

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /i.lo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
îlot îlots

îlot (fr) αρσενικό (παραδοσιακή ορθογραφία)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • ilot (ορθογραφία τたうοおみくろんυうぷしろん 1990)