νησίδα
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | νησίδ |
νησίδες | ||
γενική | της | νησίδας | νησίδ | |
αιτιατική | νησίδ |
τις | νησίδες | |
κλητική | νησίδ |
νησίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/c/c5/Rabbit_islet_%28Isola_dei_Conigli%29_-_Lampedusa_-_3.jpg/220px-Rabbit_islet_%28Isola_dei_Conigli%29_-_Lampedusa_-_3.jpg)
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/1/11/Road_medians.jpg/220px-Road_medians.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νησίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νησίς από
τ η ν αιτιατικήσ ε νησίδα, υποκοριστικότ ο υ ν ῆσοςγ ι α τ η νησίδασ τ ο δρόμο < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική [1]
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /niˈsi.ða/- τυπογραφικός συλλαβισμός :
ν η ‐σί‐δ α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νησίδα θηλυκό
- (λόγιο, γεωγραφία) μικρό νησί
- άλλες μορφές: νησάκι
- → δείτε Κατηγορία:Νησίδες της Ελλάδας
σ τ ο Βικιλεξικό
- (
κ α τ ’ επέκταση) λωρίδασ ε δρόμο,π ο υ τ ο ν διαχωρίζεικ α ι προστατεύει τους πεζούς - (μεταφορικά) οτιδήποτε έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά,
π ο υ τ ο κάνουνν α ξεχωρίζεια π ’τ α γύρωτ ο υ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βραχονησίδα
- Νησίδα (τοπωνύμιο)
- νησίδιο
→
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νησίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]νησίδα θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'ελπίδα' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Σημασιολογικά δάνεια από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)