βραχονησίδα
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /vɾa.xo.niˈsi.ða/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βραχονησίδα θηλυκό
- έρημο βραχώδες νησάκι
σ τ ο οποίοδ ε ν είναι δυνατόνν α διατηρηθεί μόνιμος πληθυσμός ούτεν α υπάρξει αυτόνομη οικονομική ζωή