μικρό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
μικρό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τたうοおみくろんυうぷしろん επιθέτου μικρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μικρό ουδέτερο

  1. (γがんまιいおたαあるふぁ ανθρώπους) → δείτε μικρό όνομα, τたうοおみくろん προσωπικό όνομα
     συνώνυμα: (γがんまιいおたαあるふぁ χριστιανούς:) τたうοおみくろん βαφτιστικό όνομα
  2. (γραμματική) τたうοおみくろん πεζό γράμμα
     αντώνυμα: κεφαλαίο
  3. τたうοおみくろん πολύ νεαρό παιδί ανθρώπου ή ζώου
  4. (μονάδα μέτρησης) άλλη μορφή τたうοおみくろんυうぷしろん μικρόν

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
μικρό: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μικρό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους τたうοおみくろんυうぷしろん μικρός
  2. ονομαστική, αιτιατική κかっぱαあるふぁιいおた κλητική ενικού, ουδέτερου γένους τたうοおみくろんυうぷしろん μικρός