κεφαλαίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: κεφάλαιο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん κεφαλαίοおみくろん τたうαあるふぁ κεφαλαίαあるふぁ
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん κεφαλαίοおみくろんυうぷしろん τたうωおめがνにゅー κεφαλαίωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろん κεφαλαίοおみくろん τたうαあるふぁ κεφαλαίαあるふぁ
     κλητική κεφαλαίοおみくろん κεφαλαίαあるふぁ
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεφαλαίο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τたうοおみくろんυうぷしろん επιθέτου κεφαλαίος < κεφαλή, (απόδοση) γαλλική capitale[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ce.faˈle.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κかっぱεいぷしろんφふぁいαあるふぁ‐λαί‐οおみくろん
τονικό παρώνυμο: κεφάλαιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεφαλαίο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κεφαλαίο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας