επίθετο
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | επίθετ |
επίθετ | ||
γενική | επιθέτ & επίθετ |
επιθέτ | ||
αιτιατική | επίθετ |
επίθετ | ||
κλητική | επίθετ |
επίθετ | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
- επίθετο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίθετον, ουδέτερο
τ ο υ ἐπίθετος < ρήμα ἐπιτίθημι, (προσθέτω κάτι)γ ι α τ ο επώνυμο < αρχαία ελληνική σημασία: πρόσθετος, ελληνιστική φράση «ἐπίθετον ὄν ο μ α », σημασιολογικό δάνειο απότ η γαλλική surnom [1][2]γ ι α τ η λέξηπ ο υ συνοδεύει όνομα < λόγιο δάνειο απότ η γαλλική épithète ή απότ η νεολατινική epitheton
Προφορά
Δ Φ Α : /eˈpi.θ e.to/- τυπογραφικός συλλαβισμός :
ε ‐πί‐θ ε ‐τ ο
Ουσιαστικό
επίθετο ουδέτερο
- (γραμματική) κλιτή λέξη
π ο υ χαρακτηρίζειτ ο ουσιαστικό, φανερώνοντας κάποια ποιότητα ή ιδιότητάτ ο υ - ουσιαστικό ή επίθετο
π ο υ συνοδεύει συχνάτ ο όνομα κάποιου- ↪ Ένα ομηρικό επίθετο
τ ο υ Δία είναι «νεφεληγερέτης». - ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις προσωνύμιο, μετωνυμία
κ α ι αντονομασία
- (
κ α ι κακόσημο)- ↪
Τ ο ν έβρισε,τ ο ν στόλισεμ ' ένα σωρό κοσμητικά επίθετα!
- ↪
- ↪ Ένα ομηρικό επίθετο
- → δείτε επώνυμο
γ ι α τ ο οικογενειακά επίθετα
Πολυλεκτικοί όροι
- κοσμητικό επίθετο
- ουσιαστικοποιημένο επίθετο
Συγγενικά
- Όροι
μ ε επιθετ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκοςγ ι α λέξειςσ τ η λογοτεχνία)
→
Δείτε επίσης
- Παράρτημα:Επίθετα
κ α ι μετοχές (νέα ελληνικά) - Κατηγορία:Επίθετα (νέα ελληνικά)
σ τ ο Βικιλεξικό - Παράρτημα:Επίθετα
κ α ι μετοχές (αρχαία ελληνικά) - Κατηγορία:Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
σ τ ο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
μέρος τ ο υ λόγου (γραμματική)
ουσιαστικό ή επίθετο π ο υ συνοδεύει συχνά τ ο όνομα κάποιου
οικογενειακό όνομα
→ δείτε |
Ετυμολογία 2
- επίθετο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επίθετο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους
τ ο υ επίθετος - ονομαστική, αιτιατική
κ α ι κλητική ενικού, ουδέτερου γένουςτ ο υ επίθετος
Αναφορές
- ↑ επίθετο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - ↑ επίθετο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από
τ ο 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Σημασιολογικά δάνεια από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Λόγια δάνεια από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α νεολατινικά (αγγλικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Κακόσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)