επίθετο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん επίθετοおみくろん τたうαあるふぁ επίθεταあるふぁ
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん επιθέτοおみくろんυうぷしろん
επίθετοおみくろんυうぷしろん
τたうωおめがνにゅー επιθέτωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろん επίθετοおみくろん τたうαあるふぁ επίθεταあるふぁ
     κλητική επίθετοおみくろん επίθεταあるふぁ
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επίθετο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίθετον, ουδέτερο τたうοおみくろんυうぷしろん ἐπίθετος < ρήμα ἐπιτίθημι, (προσθέτω κάτι)

Προφορά

ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /eˈpi.θしーたe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εいぷしろん‐πί‐θしーたεいぷしろんτたうοおみくろん

Ουσιαστικό

επίθετο ουδέτερο

  1. (γραμματική) κλιτή λέξη πぱいοおみくろんυうぷしろん χαρακτηρίζει τたうοおみくろん ουσιαστικό, φανερώνοντας κάποια ποιότητα ή ιδιότητά τたうοおみくろんυうぷしろん
  2. ουσιαστικό ή επίθετο πぱいοおみくろんυうぷしろん συνοδεύει συχνά τたうοおみくろん όνομα κάποιου
    Ένα ομηρικό επίθετο τたうοおみくろんυうぷしろん Δία είναι «νεφεληγερέτης».
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις προσωνύμιο, μετωνυμία κかっぱαあるふぁιいおた αντονομασία
    • (κかっぱαあるふぁιいおた κακόσημο)
      Τたうοおみくろんνにゅー έβρισε, τたうοおみくろんνにゅー στόλισε μみゅー' ένα σωρό κοσμητικά επίθετα!
  3. → δείτε επώνυμο γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん οικογενειακά επίθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

→ κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τις λέξεις επίθετος, επιθέτω, επί κかっぱαあるふぁιいおた θέτω

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

επίθετο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επίθετο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους τたうοおみくろんυうぷしろん επίθετος
  2. ονομαστική, αιτιατική κかっぱαあるふぁιいおた κλητική ενικού, ουδέτερου γένους τたうοおみくろんυうぷしろん επίθετος

Αναφορές

  1. επίθετο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. επίθετοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από τたうοおみくろん 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)