ιταλικά
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ιταλικά | |||
γενική | ιταλικών | |||
αιτιατική | ιταλικά | |||
κλητική | ιταλικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ιταλικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/1/16/Languages_spoken_in_Italy.svg/220px-Languages_spoken_in_Italy.svg.png)
ιταλικά ουδέτερο πληθυντικός
- (γλώσσα)
η ιταλική γλώσσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιταλικά
Επίρρημα
[επεξεργασία]ιταλικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιταλικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ιταλικά
- ονομαστική, αιτιατική
κ α ι κλητική πληθυντικούτ ο υ ιταλικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά
σ τ ο ν πληθυντικό (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)